Ο Βαν Γκογκ και η σούπα

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Βαν Γκογκ φιλοτέχνησε τα «Ηλιοτρόπια» (1888) κατά τη διάρκεια μιας, σπάνιας 18άμηνης, περιόδου οπτιμισμού. Το κίτρινο χρώμα ήταν ο συμβολισμός της χαράς και ο σταδιακός μαρασμός των λουλουδιών τού θύμιζε τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Oταν ζωγράφιζε τη νεκρή αυτή φύση είχε στο μυαλό του τη λέξη «ευγνωμοσύνη», και αν είσαι ευγνώμων είσαι έμπλεος ελπίδας. Την προηγούμενη εβδομάδα, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, τα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ κοκκίνισαν όταν το υγρό περιεχόμενο δύο κουτιών ντοματόσουπας εκτοξεύθηκε πάνω τους. Το τζάμι προστάτευσε, αισίως, τον πίνακα και γρατζουνίστηκε μονάχα η κορνίζα. Αυτά είναι τα καλά νέα. Iσως μονάχα αυτά θα έπρεπε να είναι τα νέα. Θα έπρεπε να μην ασχοληθώ καθόλου με την ακτιβιστική περιβαλλοντική μικρονοϊκή οργάνωση «Just stop oil», που δεν μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα στο λάδι στον καμβά, στις ελαιογραφίες, και στις άδειες ορυκτών καυσίμων που διατείνονται ότι θέλουν να σταματήσουν. «Πάλι τα ίδια;» σκέφτηκα μισοαδιάφορα και μισοκυνικά –και ίσως αυτό είναι το χειρότερο– όταν αντίκρισα ένα ακόμη «χάπενινγκ» στο Λονδίνο όμοιο με αυτά που έχουν συμβεί στην πρωτεύουσα, αλλά και στο Μάντσεστερ και στη Γλασκώβη.

Είναι ο έκτος πίνακας που βανδαλίζεται τους τελευταίους μήνες και ο δεύτερος Βαν Γκογκ. Σπρέι κάλυψε τη βουκολική τοπιογραφία του Κόνσταμπλ με το σλόγκαν «Αποκαλυπτική εικόνα του μέλλοντος». «Οχι νέο λάδι» γράφτηκε κάτω από το «Τελευταίο Δείπνο» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, και η υπαίτια έσπευσε να δηλώσει ότι είναι φοιτήτρια τέχνης και την τέχνη τη σέβεται. Περίεργο. Την προηγούμενη εβδομάδα, δύο άλλες οικο-ηλίθιες δράστριες, που είναι οι τύποι των ανθρώπων που στο άκουσμα του επιθέτου θα ανατρίχιαζαν και θα με αποκαλούσαν «τοξική», αντιστάθηκαν στο γραπτό σύνθημα. Τα είπαν με δικά τους λόγια. Προφορικά, προβαρισμένα και ακατάληπτα. Τυχαίες λέξεις που συνθέτουν μια χύμα πρόταση χωρίς σημεία στίξης. «Τι αξίζει περισσότερο, η τέχνη ή η ζωή;, ενδιαφέρεστε περισσότερο για την προστασία ενός πίνακα ή για την προστασία του πλανήτη και των ανθρώπων;». Ισως μόνο ο Χίτλερ θα διατύπωνε έτσι το ερώτημα. Και συνέχισαν: «Οικογένειες πεινασμένες που κρυώνουν δεν διαθέτουν τα μέσα για να ζεστάνουν ούτε μια κονσέρβα σούπα».

Ολοι ενδιαφερόμαστε για την κλιματική αλλαγή, οι πάντες κοιτούμε σοκαρισμένοι τους λογαριασμούς της ενέργειας και κυρτώνουμε από το κόστος ζωής· το μόνο βέβαιο είναι ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν εάν τα καύσιμα παύσουν να υπάρχουν, θα βυθιστεί η χώρα στο σκοτάδι. Παρ’ όλ’ αυτά, η τακτική της ομάδας είναι που εξοργίζει. Να καταστρέφουμε τέχνη στο όνομα μιας άλλης δικής μας αλήθειας, μας μειώνει όλους. Δεν πρόκειται περί ελευθερίας της έκφρασης, είναι ό,τι πιο αντιδημιουργικό και άγονο έχω ποτέ αντικρίσει. Νάρκισσοι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι δίνουν τη μάχη τους και υπογραμμίζουν με τον τρόπο τους την εμμονή με το περιβάλλον. Δεν μας βάζουν σε σκέψεις για τις αμέλειες σε ό,τι αφορά το περιβάλλον και το μέλλον του πλανήτη. Κανείς δεν πείθεται ότι η καταστροφική μανία είναι για το κοινό καλό. Είναι απλώς απωθητική, εξτρεμιστική και ντροπιαστική.

Δεν υπάρχει φύλαξη στα μουσεία, θα αναρωτιέστε. Απ’ ό,τι φαίνεται, όχι. Σε επιπλήττουν αν προσεγγίσεις το έκθεμα ή αν ο δείκτης πλησιάσει κάποιο σημείο του έργου, αλλά εάν είσαι ντοματομαχητής δεν υπάρχει πρόβλημα. Η φρούρηση στα μουσεία μοιάζει ακόμη πιο αδύναμη και από την αγγλική αστυνομία. Γιατί δεν είναι το ίδιο να διαμαρτύρεσαι στο Ιράν ή στη Ρωσία, στην Αγγλία είναι δωρεάν, εάν δεν είσαι ύποπτος τρομοκρατίας μπορείς να λεηλατήσεις, να αποκλείσεις δρόμους και γέφυρες και να είσαι καλυμμένος. Η αστυνομία κάθεται –κυριολεκτικά– δίπλα σου «κουβεντιάζοντας» το θέμα, λειτουργώντας με διττό επικουρικό ρόλο, ως ψυχολογική υποστήριξη και ως προσωπική ασφάλεια του διαδηλωτή.

Να καταστρέφουμε τέχνη στο όνομα μιας άλλης δικής μας αλήθειας, μας μειώνει όλους.

Πριν από κάποια χρόνια είχε γραφτεί στους Times του Λονδίνου μια νεκρολογία διαφορετική από τις άλλες. Απέτιε φόρο τιμής σε κάτι νοητό, πολύτιμο, ίσως χαμένο από καιρό αλλά σίγουρα πλέον νεκρό και πάντα επίκαιρο, την κοινή λογική. Το κείμενο έκλεινε ως εξής: Η μνήμη της επιβιώνει από τα θετά της αδέλφια που ονομάζονται «ξέρω τα δικαιώματά μου», «τα θέλω όλα τώρα», «κάποιος άλλος ευθύνεται» και «είμαι θύμα».

Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί ο ακτιβισμός δεν είναι εξυπνότερος. Την ίδια εβδομάδα, βρισκόταν σε εξέλιξη, όπως κάθε χρόνο, στο Regent’s Park, μια μεγάλη πολιτιστική διοργάνωση. Είναι ένα από τα ογκώδη ετήσια ραντεβού – σε μέγεθος και σε κόστος, θέλω να πιστεύω και σε ποιότητα. Αντίστοιχα λαμβάνουν χώρα και σε άλλες μεγάλες –και μικρότερες– πόλεις. Στη Frieze μαζεύονται κάθε χρόνο εκατοντάδες άνθρωποι της τέχνης –επαγγελματίες– και ερασιτέχνες φιλότεχνοι. Ολοι αυτοί –που πουλούν, αγοράζουν, μεσολαβούν ή απολαμβάνουν– έχουν μετακινηθεί για να φτάσουν εκεί κάτω, σε προσωρινές κατασκευές, για να θαυμάσουν τα χιλιάδες αντικείμενα που εκτίθενται. Χιλιάδες έργα τέχνης, τυλιγμένα και θωρακισμένα, μέσα σε συσκευασίες μιας χρήσης, διανύουν χιλιόμετρα, αεροπορικώς ή οδικώς, για να εκτεθούν για μικρό χρονικό διάστημα, τριών ημερών, προς τέρψιν των φιλότεχνων. Πρόκειται για ένα από τα πλέον ενεργοβόρα και κοστοβόρα, ήτοι αντιοικολογικά, ραντεβού του πλανήτη. Εκεί το δρώμενο θα έπιανε τόπο και, επιπλέον, θα είχαν την ευκαιρία να κάνουν νέους φίλους – κυκλοφορούν κάμποσοι όμοιοί τους, αυτάρεσκοι βολεμένοι νάρκισσοι, που έχουν αναγάγει τη σούπα της μπουρδολογίας σε τέχνη.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή