Για την αφηγηματική τέχνη του Δημήτρη Νόλλα

Για την αφηγηματική τέχνη του Δημήτρη Νόλλα

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο πολίτης Δημήτρης Νόλλας γεννήθηκε το 1940. Είναι λοιπόν συνομήλικος της εμπόλεμης και μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο λογοτέχνης Δημήτρης Νόλλας εμφανίστηκε στα γράμματα το 1974, με τη νουβέλα «Νεράιδα της Αθήνας». Είναι λοιπόν συνομήλικος της Μεταπολίτευσης. Δύο υποσημειώσεις εδώ. Λέω «λογοτέχνης» ενθυμούμενος την απάντηση του Νόλλα στην ερώτηση του Κώστα Καλφόπουλου αν θεωρεί τον εαυτό του διηγηματογράφο ή πεζογράφο (εφημ. «Εποχή», 17.10.1999). «Πεζογράφο», απαντά ο Νόλλας. Για να συνεχίσει όμως με τίμια αμηχανία: «Δεν είμαι σίγουρος. Ισως εκείνο το εκτός μόδας “λογοτέχνης” να μ’ άρεσε περισσότερο. Αλλά το ‘χουν τόσο κατασυκοφαντήσει».

Οσοι ασχολούνται με τα γράμματα, συμφωνούν ότι κανείς, ποιητής ή πεζογράφος, δεν υπολογίζεται σαν ο αυθεντικότερος ερμηνευτής του εαυτού του ή σαν ο μόνος ισχυρός και νόμιμος αυτοονοματοδότης. Εχει δίκιο πάντως ο Νόλλας. Ο όρος «λογοτέχνης», ωραίος και καίριος κατά τα λοιπά, συκοφαντήθηκε και απαξιώθηκε από την εύκολη και ευρύτατη χρήση του. Και φοβάμαι ότι την ίδια ανεπίστροφη διαδρομή ακολουθεί ο όρος «ποιητής», πάνω-κάτω για τους ίδιους λόγους.

Υποσημείωση δεύτερη. Ο λογοτέχνης Δημήτρης Νόλλας, ο διηγηματογράφος – νουβελογράφος – πεζογράφος, ο πρωτότυπος, ιδιότυπος, ευφάνταστος ανανεωτής, όπως έχει κατά καιρούς χαρακτηριστεί, είναι η αυθεντικότερη, πλουσιότερη και πλέον φωνήεσσα εκδοχή του πολίτη Δημήτρη Νόλλα. Είναι η σημαδιακότερη εγγραφή του στο ημερολόγιο του δημόσιου εν Ελλάδι βίου και η διαυγέστερη συμβολή του στη διαμόρφωση του νεοελληνικού πολιτισμού εν γένει, όχι μόνο της λογοτεχνίας.

Επικουρικά, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τον πολίτη Νόλλα και λιγότερο τον λογοτέχνη στις επικαιρικές παρεμβάσεις του υπό μορφή άρθρων ή σχολίων σε εφημερίδες και περιοδικά, ύλη συγκεντρωμένη στο βιβλίο του «Φύλλα καπνού» (Εστία, 2005). Και σε αυτά τα άλλης κοπής και στόχευσης κείμενα αναγνωρίζουμε, έστω λιγότερο, τον λογοτέχνη Νόλλα, επειδή στις παραγράφους τους εντοπίζουμε ορισμένες από τις γλωσσικές, υφολογικές και ιδεολογικές σταθερές που χαρακτηρίζουν τα καθαυτό λογοτεχνήματά του: γλώσσα άμεση, ευθεία, χωρίς πολλά πολλά φιλολογικά μαλάματα και χωρίς φόβο για λέξεις που το υποκριτικό «κοινό περί απρέπειας αίσθημα» τις κατατάσσει στις βάναυσες· σαρκασμός, χλευασμός, ειρωνεία, κατά περίπτωση· υπεράσπιση αιρετικών ή μειοψηφικών απόψεων (ελάχιστοι, λ.χ., έχουν καταφερθεί με τέτοιο πάθος που δεν φοβάται την κυριολεξία εναντίον του «ολοκληρωτισμού του τηλεοπτικού λόγου και αυτών που τον διακονούν»)· αποστροφή για ό,τι εννοείται υπό τον όρο Νέα Τάξη Πραγμάτων· επιθετική δυσπιστία ή και απέχθεια για τη Δύση, και μάλιστα στη διαχρονία της.

Δεν συμφωνούμε πάντα και σε όλα με τους λογοτέχνες που αγαπάμε. Δεν αφήνουμε επίσης τη φιλική προδιάθεση να θολώσει τα κριτήριά μας, όσα κατορθώσαμε να σχηματίσουμε ενόσω μεγαλώναμε κι εμείς, σαν αναγνώστες και κριτικοί, μαζί με τους συγγραφείς μας. Ουδείς μπήκε στην επικράτεια της γραφής, σε όποια εκδοχή της, πανέτοιμος και οριστικός. Είπα λοιπόν στην αρχή ότι ο λογοτέχνης Δημήτρης Νόλλας είναι ομήλικος της Μεταπολίτευσης. Χονδρικώς το ίδιο ισχύει και για τους κριτικούς που ασχολήθηκαν συστηματικά με το έργο του. Η Ελισάβετ Κοτζιά είναι η συχνότερη επισκέπτρια της νόλλειας πεζογραφίας, έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία η συνολική κριτική αποτίμησή της, όπως απαντά στο βιβλίο της «Ελληνική πεζογραφία: Το μέτρο και τα σταθμά» (Πόλις, 2020): «Συνταιριάζοντας τις ψηφίδες στο έργο του Δημήτρη Νόλλα, η μεταδιδακτορική Ελλάδα εμφανίζεται ως τόπος ψεύδους, χώρα βίας, κοινωνία ανέλεγκτου κοινωνικού εκφυλισμού. Τον κόσμο του αποτελούν άνθρωποι χωρίς έρμα, που άγονται και φέρονται από άσκοπες ραδιουργίες. Τον αποτελούν κομματικοί μηχανισμοί που άλωσαν το κράτος και σφετερίζονται το δημόσιο χρήμα στο όνομα κίβδηλων κοινωνικών ιδανικών. Τον αποτελούν φορείς του δημοσίου που καλλιεργούν το όραμα χαυνωτικής ευδαιμονίας νομιμοποιώντας ταυτόχρονα μίζα και διαπλοκή. […] Αμβλύνοες λειτουργοί, βουλιμικοί ιδιώτες, κατασπατάληση εθνικού πλούτου, χλιδή, κερδοσκοπία, αρχαιοκαπηλία, καταστροφή της μικρής κοινότητας, εξαφάνιση της προσωπικής επιχείρησης, ισοπέδωση της τοπικής παράδοσης. Αυτό είναι το στίγμα του μεταπολιτευτικού ήθους μιας Ελλάδας που, ταξιδεύοντας στον χρόνο, σπέρνει πτωχευτικές νάρκες σε ολόκληρη τη διαδρομή. Αναπόδραστα, οι ασυλλόγιστες μορφές του Νόλλα εκτρέπονται, καθώς πλάι στους διπρόσωπους, τους κυνικούς και τους αδίστακτους, φιγούρες τρομοκρατών χαμερπείς, ρυπαρές και ασύδοτες σημαδεύουν, μαχαιρώνουν και πυροδοτούν εκρηκτικούς μηχανισμούς».

H λογοτεχνία είναι «ο τρόπος που οδηγεί διά των λέξεων τον άνθρωπο στο κουκούτσι της ύπαρξης».

Οσο με αφορά, διαπίστωσα αναδρομικά, και χάρη στον ιστότοπο του Νόλλα, γιατί το δικό μου αρχείο δεν είναι για να το εμπιστευτεί κανείς, ότι έχω γράψει στην «Καθημερινή» για τέσσερα βιβλία του Νόλλα. Τόσες φορές δεν έχω γράψει για κανέναν άλλον πεζογράφο, γεγονός απολύτως αδιάφορο για την ελληνική γραμματολογία. Μεροληψία; Οχι. Παρακολουθούσα προσεκτικά την πορεία του στα γράμματα σαν να παρακολουθούσα και τη δική μου διαδρομή μέσα από την εξέλιξη της σκέψης και της τέχνης του, και τη διαδρομή της κοινωνίας μας επίσης, των ιδεών της και των αισθημάτων της. Η πεζογραφία του με αφορούσε, και όχι μόνο λογοτεχνικά, όπως μας αφορούν πάντα τα καλά πεζογραφήματα, αλλά και πολιτικά, έτσι όπως εγγράφονταν ή εμπλέκονταν συγχρονικά στην τρέχουσα επικαιρότητα. Η πεζογραφία του ήταν μια αξονική ακτινογραφία του παρόντος κοινωνικού χρόνου. Μας εμπεριέκλειε λοιπόν.

Στεγνή η γλώσσα του Νόλλα, περίπου δημοσιογραφική η αφήγηση σε πολλές σελίδες του, μα τίποτε δεν λείπει. Το δράμα δεν χρειάζεται εκδραμάτιση, ίσα ίσα. Αυτός είναι ο τρόπος του, η τεχνική του: να φαίνεται ότι παραμένει εξωτερικός παρατηρητής ενώ είναι μέσα στον κόσμο που ιστορεί, μοιράζεται τα πάθη και νιώθει βαθιά τα παθήματά του. Τις παγίδες της δραματοποίησης, ανώφελης λογοτεχνικά πλην πιθανότατα αποδοτικής εμπορικά, αφού το μπεστ σέλερ δίχως αυτήν είναι ανέφικτο, ο Νόλλας τις αποφεύγει με δύο μεθόδους, δύο επιλογές φαινομενικά αντίθετες. Με το χιούμορ αφενός, που μοιάζει σαν σφήνα που τρυπάει ό,τι περιβάλλει η αφήγηση, για να φύγει έτσι το χαλασμένο αίμα και το πύον. Με σποραδικούς λαμπρούς ποιητικούς πυρήνες αφετέρου, που αλλάζουν αιφνίδια και ευεργετικά το ύφος.

Ο Νόλλας εμπιστεύεται τη λογοτεχνία. Εκτιμά πως αυτή είναι «ο τρόπος που οδηγεί διά των λέξεων τον άνθρωπο στο κουκούτσι της ύπαρξης» (συνέντευξη στον Γιάννη Πανταζόπουλο, Lifo, 27.2.2022). Απόρροια της πίστης του αυτής είναι η ευθύνη που αναλαμβάνει η καλλιτεχνική του συνείδηση. Η γραφή του υπήρξε έγκαιρα και παραμένει σταθερά φιλόξενη για όσους γεννιούνται και πεθαίνουν στα «χαλάσματα της ιστορίας». Δικούς και αλλοδαπούς.

• Από ομιλία στο συνέδριο για τον Δ. Νόλλα που οργάνωσε το Κέντρο Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Καρδαμύλη, 14-16.10.22).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή