Τρεις εκλογικές παρτίδες του ΣΥΡΙΖΑ

Τρεις εκλογικές παρτίδες του ΣΥΡΙΖΑ

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας κανόνας της πολιτικής είναι ότι τις εκλογές κερδίζει όποιος είναι καλύτερος από τους αντιπάλους του είτε καταφέρνει να παρουσιάζει τους αντιπάλους ως χειρότερους από εκείνον. Ενας άλλος κανόνας είναι ότι κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές δίχως να υπερτερεί σε δύο τουλάχιστον από τα εξής τρία σημεία: ιδεολογική κατεύθυνση, πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα, προσωπικότητα αρχηγού. Οι παραπάνω κανόνες αρκούν για να εξηγήσουν τα εκλογικά αποτελέσματα του 2015 και του 2019. Πιθανολογούν, επίσης, το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών.

Στις αρχές του 2015 η χώρα βρισκόταν κυριολεκτικά στα βράχια. Η οικονομική κρίση, η οποία είχε προκύψει από την κακή δημοσιονομική πολιτική συνεχόμενων κυβερνήσεων, έκανε αναπόφευκτη τη διάσωση της χώρας από την τρόικα με αντάλλαγμα τα οδυνηρά μέτρα λιτότητας. Το ένα από τα δύο πρώην κόμματα εξουσίας είχε σχεδόν εξαϋλωθεί, ενώ το άλλο είχε απολέσει μεγάλο μέρος της ισχύος του, χωρίς όμως να διαλυθεί. H κοινωνία είχε αποσύρει την εμπιστοσύνη της από τα παλιά κόμματα και έψαχνε απεγνωσμένα για νέα διέξοδο. Μέσα σε εκείνο το τοπίο της οικονομικής καταστροφής και πολιτικών χαλασμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Τα μεγάλα ατού ήταν η ηγεσία του κόμματος και η ιδεολογία που την καθοδηγούσε. Σε σχέση με τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων, ο Αλέξης Τσίπρας τότε είχε ένα νεανικό και λαμπερό πρόσωπο, ενώ επίσης ήταν πολιτικά ατσαλάκωτος. Πολιτεύτηκε στη βάση ενός μονοδιάστατου άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, πιστεύοντας ότι έχει αδιαμφισβήτητο ηθικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του. Δεν διέθετε πολιτικό πρόγραμμα, αλλά μπορούσε να υπόσχεται τα πάντα, ακόμη και το τέλος των μνημονίων με μια απλή νομοθετική πράξη. Η ανάγκη ενίσχυσης των θεσμών του κράτους είχε μικρή σημασία κατά την προεκλογική καμπάνια, περίσσεψαν όμως οι εχθροί του λαού – η ντόπια πολιτική ολιγαρχία, η ξένη τρόικα, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε, οι φιλοευρωπαϊστές. Ο τρόπος που πολιτεύθηκε ο Τσίπρας αποτέλεσε υποδειγματική περίπτωση αριστερού λαϊκισμού και μάλιστα εξαιρετικά πετυχημένου, αφού κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές και να καταλάβει την εξουσία.

Οι εκλογές του 2019 έγιναν σε εντελώς διαφορετικό πολιτικό σκηνικό, με νέους πρωταγωνιστές και άλλα ιδεολογικά κοστούμια. Τα αποτελέσματα της μακράς οικονομικής κρίσης ήταν ακόμη παντού φανερά, ωστόσο το τρίτο μνημόνιο είχε πια λήξει και υπήρχε μια αίσθηση συλλογικής ψυχραιμίας και περισυλλογής. Φαινόταν πως κάτι είχαμε μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και πως ήμασταν έτοιμοι για νέο ξεκίνημα. Στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει όλα του τα παλιά πλεονεκτήματα. Η εξουσία τον είχε προσγειώσει κι έδειχνε κουρασμένος, χωρίς φρέσκο λόγο ή πολιτική έμπνευση. Πάλι δεν είχε σαφές πρόγραμμα, αλλά αυτή τη φορά ούτε είχε τη δυνατότητα απραγματοποίητων υποσχέσεων. Ο συμβιβασμός με την τρόικα τον αποστέρησε από πρώην εξωτερικούς εχθρούς, χωρίς όμως να του φέρει νέους φίλους. Η συγκυβέρνηση με το δεξιό κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων τον αποστέρησε από το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, στο οποίο όμως επέλεξε να επιμένει. Η πολιτική, ωστόσο, είχε πια δραπετεύσει από τις ιδεολογικές στενωπούς του παρελθόντος. Το πρόβλημα για τον Τσίπρα ήταν ότι τώρα είχε απέναντί του ένα κόμμα που κατάφερε ουσιαστικά να ανασυσταθεί κάτω από νέα ηγεσία. Και ο νέος αρχηγός της Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές γιατί πρόσφερε στο εκλογικό σώμα ακριβώς τα αντίθετα από όσα είχε φέρει η κυβέρνηση Τσίπρα: συγκεκριμένο τεχνοκρατικό πραγματισμό αντί αφηρημένης αριστερής ηθικής, μετριοπάθεια και θεσμική προσήλωση αντί πολιτικής πόλωσης, εξωστρέφεια προς την Ευρώπη και τον κόσμο αντί εθνικιστικής εσωστρέφειας, εντέλει φιλελευθερισμό αντί λαϊκισμού.

Κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές δίχως να υπερτερεί σε δύο τουλάχιστον από τα εξής τρία σημεία: ιδεολογική κατεύθυνση, πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα, προσωπι- κότητα αρχηγού.

Στην τετραετία που μεσολάβησε από το 2019 μέχρι σήμερα, η χώρα επανήλθε στον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής πολιτικής σταθερότητας. Στο ίδιο διάστημα, όμως, ο Τσίπρας έχασε μοναδική ευκαιρία να επανιδρύσει το κόμμα του με σύγχρονο κεντροαριστερό πρόσημο, να ανανεώσει το κεντρικό στελεχιακό του δυναμικό και να σχεδιάσει ένα ρεαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Αντίθετα, πορεύτηκε με τον μικροπολιτικό τρόπο που γνώριζε και, ελλείψει νέων εχθρών, με κύριο στόχο το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Είναι εντυπωσιακό αν το σκεφτεί κανείς πως, έπειτα από μια τετραετία τεράστιων αλλαγών και προκλήσεων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο, η αξιωματική αντιπολίτευση παρέμεινε προσκολλημένη στο παρελθόν, δίχως μεταρρυθμιστική ατζέντα ή θετικό όραμα για το μέλλον. Μόνο που ούτε η Ιστορία ούτε η Πολιτική ούτε η ελληνική κοινωνία βρίσκονται σε στάση, αλλά σε δαιμόνια κίνηση. Στην επόμενη εκλογική παρτίδα το ερώτημα των ψηφοφόρων προς την αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι πώς μπορεί αυτή να κυβερνήσει χωρίς, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, να διαθέτει σαφή ιδεολογική κατεύθυνση, καλύτερο πολιτικό πρόγραμμα ή αποτελεσματικότερο αρχηγό. Αν δεν μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, τότε ο δρόμος που απομένει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι να παρουσιάζει την κυβέρνηση ως εξίσου κακή ή και χειρότερη από τον ίδιο.

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή