ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δικαίωμα στην γκρίνια

Ενας αρχιτέκτονας κατέχει τα επιστημονικά κριτήρια για να αξιολογήσει με γνώση και ακρίβεια ένα οικοδόμημα· ένας αρχαιολόγος μπορεί να μιλήσει για τα αρχαιολογικά εκθέματα ενός μουσείου με εμβρίθεια και αξιοπιστία· ένας μάνατζερ γνωρίζει πώς να κάνει ένα μουσείο επικερδές· ένας πολεοδόμος αντιλαμβάνεται τη σύνδεση ενός κτιρίου με το αστικό συμφραζόμενο καλύτερα από τον μέσο όρο. Ομως ένα δημόσιο κτίριο που απευθύνεται στους πολίτες, ένα πολιτιστικό σύμβολο με τη θέση και την ακτινοβολία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό ζήτημα· δεν επαφίεται ούτε εξαντλείται στην έγκριση «εκείνων που ξέρουν καλύτερα», παρότι η κρίση των τελευταίων είναι αναμφισβήτητα ζωτικής σημασίας. Θέματα που επηρεάζουν καθοριστικά την καθημερινότητα των πολιτών είναι θέματα που ξεφεύγουν από τη στενή επικράτεια της αυθεντίας και εισχωρούν αναπόδραστα στο φάσμα της συναισθηματικής αντίδρασης· κι αυτή, όμως, έχει την αξία της: η γκρίνια δεν είναι ευχάριστη, είναι όμως στάδιο της λαϊκής ζύμωσης· αποτελεί ψυχικό υλικό της πόλης.

Μια πρακτική αναγκαιότητα

Εχουν γραφτεί πολλά προς υπεράσπιση του μεγαλόπνοου έργου ανάπλασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αρκετά από τα οποία είναι ολόσωστα: πράγματι, η επέκταση του μουσείου δεν είναι «έργο βιτρίνας», αλλά μια πρακτική αναγκαιότητα· τα εκθέματα, πολύ απλά, δεν χωράνε στην υπάρχουσα δομή. Επίσης, ο συντονισμός της αθηναϊκής μουσειακής πραγματικότητας με την ευρωπαϊκή είναι απαραίτητος σε όλα τα επίπεδα: οι πολίτες έχουν ανάγκη από μια σύγχρονη και επαυξημένη επαφή με τον αρχαιολογικό πλούτο της πόλης τους και οι ξένοι επισκέπτες δικαιούνται μια αξιομνημόνευτη μουσειακή εμπειρία υψηλών προδιαγραφών, όχι μια ρετρό περιήγηση στην επαρχιακή μας ακινησία. Επειτα, είναι και το ίδιο το περιεχόμενο του μουσείου που χρήζει καλύτερης μεταχείρισης: τα εκθέματα δεν είναι παλιά έπιπλα που επιτρέπεται να αραχνιάζουν στην αποθήκη, όσο «εμβληματική» κι αν είναι η αποθήκη αυτή· εφόσον οι διεθνείς πρακτικές έχουν αναδείξει νέους τρόπους παρουσίασής τους, εφόσον η επιστήμη και η τεχνολογία μάς δίνουν πλέον τη δυνατότητα να συνομιλούμε με το παρελθόν σε νέες χωροταξικές, φωτιστικές και αισθητικές συνθήκες, πρέπει να την αξιοποιήσουμε. Με την πρόοδο δεν έχει πρόβλημα κανείς. Το πώς συντελείται, όμως, η πρόοδος είναι ένα άλλο θέμα.

Υπόθεση συλλογική

Το όραμα του αρχιτέκτονα Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ για την επέκταση του μουσείου είναι ριζοσπαστικό και ως τέτοιο ξεσηκώνει ριζοσπαστικές αντιδράσεις. Εδώ είναι απαραίτητη μία σημείωση: δεν είναι ανάγκη να κατεδαφιστεί το προηγούμενο κτίριο για να θεωρηθεί η οικοδόμηση του καινούργιου ενοχλητική· δεν είναι ανάγκη να προσγειωθεί ένα αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου για να θεωρηθεί δικαιολογημένη η έκπληξη μπροστά στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται. Και κάτι ακόμη: δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς βιωματική σχέση με τα πολιτιστικά δρώμενα και με το ίδιο το μουσείο για να έχει γνώμη για όσα συμβαίνουν σε αυτό. Η άποψη πως όσοι δεν επισκέπτονται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως έχει, δεν πρέπει και να προβληματίζονται με τη μεταμόρφωσή του, σκοντάφτει σε μια αντικειμενική αλήθεια: η εμπειρία ενός κτιρίου υπερβαίνει το κτίριο· ένα τοπόσημο είναι η εσωτερική του λειτουργία, αλλά και η σχέση του με το περιβάλλον· η θέση του σε έναν ευρύτερο χάρτη, στον οποίο ζουν και δρουν άτομα που υφίστανται την επίδραση του τοποσήμου ακόμη κι αν δεν το έχουν επισκεφθεί ποτέ.

Στον όγκο

Είναι απλό: η Πατησίων δεν είναι μόνο μια «ακραία υποβαθμισμένη περιοχή» του κέντρου όπως ορθώς –αν και με σημαντική δόση γραφικότητας πλέον– την περιγράφουμε. Είναι και μια εξαιρετικά πυκνή οικιστική φλέβα με πολλές διακλαδώσεις, οι κάτοικοι της οποίας αντιμετωπίζουν δραματική έλλειψη ελεύθερου χώρου. Ενας φαραωνικός όγκος (οπωσδήποτε καλόγουστος στις φωτορεαλιστικές απεικονίσεις του!) πάνω σε μία από τις ελάχιστες ανοιχτές επιφάνειές της απειλεί να εντείνει την αίσθηση ασφυξίας που ήδη κατατρύχει τους κατοίκους. Σε ένα δρόμο που κατακλύζεται από αέναες μάζες τσιμέντου –κι από όλη την αταξία που αυτές συνεπάγονται– ο χώρος του μουσείου όπως είναι μέχρι σήμερα ενεργεί αποσυμπιεστικά για κατοίκους, διερχομένους και επισκέπτες. Η πρωτοβουλία οικοδομικής προσθήκης, λοιπόν, εκεί όπου δεν θα μπορούσε να είναι πιο έκδηλη η ανάγκη για αφαίρεση είναι προβληματική, και αυτό δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπ’ όψιν από κανέναν.

Οι μεγάλες λεπτομέρειες

Υπάρχουν κι άλλες παράμετροι, που μάλλον δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς: η περίφημη «επικοινωνία του μουσείου με τον αστικό ιστό» μέχρι στιγμής ακούγεται σαν εύηχο θεωρητικό σχήμα μόνο· με ποιον ακριβώς τρόπο θα εξελιχθεί η «επικοινωνία» που υπάρχει σήμερα σε κάτι υπέρτερο; Πώς θα συντηρηθεί (αν υποθέσουμε ότι μπορεί να κατασκευαστεί) ένας πληθωρικός κήπος «στον αέρα» σε μια πόλη που δυσκολεύεται να συντηρήσει το γκαζόν στο έδαφος; Με ποιες πολιτικές θα προληφθούν οι βανδαλισμοί που μαστίζουν ανεμπόδιστοι κάθε άλλο κτίριο στον ίδιο δρόμο; Ενα έργο τέτοιου μεγέθους προϋποθέτει όχι μόνο κορυφαίους επαγγελματίες στην εκτέλεση, αλλά και κοντινή επαφή με το (μικρο)αστικό βίωμα στην έμπνευση. Οσο κουραστική κι αν είναι, μερικές φορές η γκρίνια του ανώνυμου πλήθους έχει λογική βάση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή