Η Ελλάδα και το μέρισμα του πολέμου

Η Ελλάδα και το μέρισμα του πολέμου

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης είχαμε το μέρισμα της ειρήνης, όπου οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μείωσαν τις αμυντικές τους δαπάνες και κατηύθυναν πόρους κυρίως στο κοινωνικό κράτος. Δεν υποτιμούμε την αξία αυτού του μερίσματος, που δεν αφορά μόνο την υποστήριξη των πολιτών αλλά και την παραγωγή εθνικού πλούτου.

Αντίστοιχα, όμως, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το μέρισμα του πολέμου, τις ευρύτερες ωφέλειες που δημιουργεί για μια εθνική οικονομία η λελογισμένη κινητοποίηση ανθρώπινων και οικονομικών πόρων για τη δημιουργία μιας ισχυρής δύναμης αποτροπής.

Οπως σημειώνει η βιβλιογραφία, οι αμυντικές δαπάνες προσελκύουν (crowd-in) επενδύσεις στη μη στρατιωτική έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α). Οι δαπάνες αυτές καλύπτουν μέρος του σταθερού κόστους τής μη στρατιωτικής Ε&Α, δημιουργούν δευτερογενή αποτελέσματα σε συναφείς τεχνολογικούς τομείς και μετριάζουν τους πιστωτικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις όταν συμμετέχουν σε μη αμυντικές δραστηριότητες Ε&Α με εγγενώς αβέβαιες εμπορικές προοπτικές αποδόσεων. Πράγματι, και η Ελλάδα αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπό το καθεστώς της άμεσης απειλής, της τουρκικής και της ρωσικής αντίστοιχα, κατέφυγαν σε εξοπλιστικές αγορές «από το ράφι», μάλιστα και εκτός Ευρώπης. Για παράδειγμα, η Γερμανία παρήγγειλε αμερικανικά μαχητικά F-35, ενώ έχει προκρίνει μεταξύ των άλλων ισραηλινά συστήματα αεράμυνας για την πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία της «European Sky Shield». Με άλλα λόγια, δεν έχουν ακόμη επενδυθεί πόροι στη δημιουργία νέων αμυντικών συστημάτων, με όλες τις θετικές παρενέργειες που αυτή η επένδυση μπορεί να προκαλέσει.

Ομως, λόγω της δυναμικής επανεμφάνισης της γεωπολιτικής οι σημαίνουσες χώρες-μέλη της Ε.Ε., μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν αποφασίσει να αποδυθούν στη συστηματική προσπάθεια ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης και, παρεπόμενα, της στρατηγικής αυτονομίας της.

Η Ελλάδα είναι εξαιρετικά τοποθετημένη για να συμμετάσχει σε αυτό το εγχείρημα και να καρπωθεί το μέρισμα του πολέμου που της αναλογεί. Αναφέρουμε τους πέντε κύριους λόγους. Πρώτον, η διαδικασία εξυγίανσης των κρατικών αμυντικών εταιρειών, οι οποίες θα αναλάβουν και σημαντικό υπεργολαβικό έργο από τις υφιστάμενες παραγγελίες εξοπλιστικών συστημάτων. Δεύτερον, ιδιωτικές εταιρείες στον χώρο της άμυνας που έγιναν ακόμη πιο εξωστρεφείς την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης. Τρίτον, η ωρίμανση της ερευνητικής κοινότητας της χώρας. Τέταρτον, η τεράστια εμπειρία στο πεδίο των Ενόπλων Δυνάμεων εξαιτίας της μακροχρόνιας και πρόσφατα εντεινόμενης δραστηριότητας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Πέμπτον, ο έντονα κοινοτικός προσανατολισμός της χώρας σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωπαϊκής μεθορίου. Ο χαρακτήρας αυτός είναι δομικός μια που η Ελλάδα δεν καλύπτεται, όπως ας πούμε η Πολωνία, από το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, λόγω του ότι η Τουρκία είναι επίσης μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Η χώρα μας λοιπόν μπορεί να αναπτύξει την αμυντική βιομηχανία της ως βασικό τομέα μιας διεθνώς ανταγωνιστικής ελληνικής οικονομίας διεκδικώντας επιπλέον σημαντικές ωφέλειες, όπως η ενίσχυση του ποιοτικού πλεονεκτήματος των Ενόπλων Δυνάμεων έναντι των τουρκικών και η εδραίωση του ρόλου της Ε.Ε. ως βασικού παρόχου ασφάλειάς της.

* O κ. Αντώνης Καμάρας είναι ερευνητικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ. Το άρθρο βασίζεται στο κείμενο πολιτικής «The Greek Defence Sector: Turning the Page?» του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή