Η εθνική μας υστέρηση

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τo 1983, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, μικρές και –εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά– ομοιογενείς χώρες της περιφέρειας, ήταν οι φτωχότερες στη Δυτική Ευρώπη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιρλανδίας ήταν ελάχιστα υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ελλάδας, ενώ στην Πορτογαλία το εισόδημα ήταν σχεδόν το μισό από τις άλλες δύο χώρες. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η προηγούμενη εικόνα έχει τελείως αντιστραφεί. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ιρλανδία έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ η Πορτογαλία έχει εδώ και καιρό ξεπεράσει την ουραγό πλέον Ελλάδα.

Το ερώτημα είναι: Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές τις δύο χώρες αν αποφασίσουμε, όπως πρέπει, να βγούμε από το καβούκι της εθνικής μας εσωστρέφειας; Τι έκαναν εκείνες σωστά που δεν έχουμε κάνει εμείς; Η απάντηση είναι ότι η Ιρλανδία και η Πορτογαλία υπερτερούν σε τέσσερα σημεία: το σταθερό εθνικό όραμα, την πολιτική μετριοπάθεια, τους φιλελεύθερους θεσμούς και τις κομματικές συναινέσεις.

Γεωγραφικά και πολιτικά απομονωμένες όπως ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, αυτές οι δύο χώρες αντιμετώπισαν ένα αδυσώπητο υπαρξιακό δίλημμα: Είτε θα παρέμεναν στο περιθώριο της Ευρώπης –η μεν Ιρλανδία σαν ένα νησί που φεύγει προς τον Ατλαντικό και χάνεται, η δε Πορτογαλία προσπαθώντας να παραμείνει αποικιακή δύναμη– είτε θα στρέφονταν επίσημα, οριστικά και ολοκληρωτικά προς την Ευρώπη. Η καθολική απόφαση των δύο χωρών να ενταχθούν στον ευρωπαϊκό πυρήνα πήρε έκτοτε οραματικές διαστάσεις και αποτέλεσε τη βάση τής μετέπειτα ανάπτυξής τους. Σταδιακά, οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι διαμόρφωσαν νέες εθνικές ταυτότητες ως «καλοί Ευρωπαίοι», ικανοποιώντας ταυτόχρονα τα εθνικά τους συμφέροντα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί συχνά κατάφεραν να καταλάβουν σημαντικότατες θέσεις του ευρωπαϊκού συστήματος διοίκησης. Παραδείγματα: Ο Πορτογάλος Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο υπήρξε για μία δεκαετία πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ τη θέση του γενικού γραμματέα της Επιτροπής κατείχαν διαδοχικά από το 2000 έως το 2015 δύο Ιρλανδοί, ο Ντέιβιντ Ο’ Σάλιβαν και η Κάθριν Ντέι.

Τόσο στην Ιρλανδία όσο και στην Πορτογαλία ο πολιτικός ανταγωνισμός διαδραματίζεται κυρίως στον χώρο του συστημικού φιλοευρωπαϊκού Κέντρου και όχι των ιδεολογικών άκρων. Και στις δύο χώρες πρωταγωνιστούν μετριοπαθή κόμματα που καλύπτουν τον ευρύ χώρο του Κέντρου, αφήνοντας έτσι τα αντισυστημικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα στο ακροαριστερό και στο ακροδεξιό πολιτικό περιθώριο. Στην Ιρλανδία, τα συστημικά Fianna Fáil και Fine Gael ανήκουν στην Κεντροδεξιά, ενώ στην Πορτογαλία τα δύο κόμματα που συνήθως εναλλάσσονται στην εξουσία είναι το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το κεντροδεξιό (με τον παραπλανητικό τίτλο) Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Κατά κανόνα, τα συστημικά κόμματα και στις δύο χώρες αποφεύγουν τη συνεργασία με αντισυστημικές δυνάμεις, αδιάφορο αν αυτές ανήκουν στην Ακρα Αριστερά (όπως οι Πορτογάλοι κομμουνιστές), στην Ακρα Δεξιά (όπως το επίσης πορτογαλικό κόμμα Chega) ή παραμένουν προσηλωμένες σε έναν στείρο εθνικισμό (όπως το ιρλανδικό Sinn Fein).

Τι μπορούμε να μάθουμε από την Ιρλανδία και την Πορτογαλία αν αποφασίσουμε, όπως πρέπει, να βγούμε από το καβούκι της εθνικής μας εσωστρέφειας.

Το τρίτο μεγάλο μάθημα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας είναι ότι, ακόμη και κατά την πρόσφατη κορύφωση του λαϊκισμού στην Ευρώπη και στον κόσμο, οι δύο χώρες παρέμειναν αμόλυντες από αυτόν. Η Ιρλανδία έμεινε σταθερή στη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική παράδοση, με πίστη στο κράτος δικαίου και στην ελευθερία των πολιτών της. Στην Πορτογαλία, επίσης, κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν αμφισβήτησε τις φιλελεύθερες αξίες χάριν μιας ψηφοθηρικής φιλολαϊκής πολιτικής εις βάρος των θεσμών και του κοινού καλού. Ούτε, βέβαια, υπήρξε η προσδοκία λαϊκιστικών υποσχέσεων στις κοινωνίες των δύο χωρών. Τουναντίον, ακολουθώντας το νήμα του φιλελευθερισμού, Ιρλανδοί και Πορτογάλοι έπαψαν με τα χρόνια να είναι θρησκόληπτοι, απαίδευτοι και εσωστρεφείς. Με τον ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας σε συνεχή υποχώρηση, οι χώρες τους σήμερα επιδεικνύουν ζηλευτά εκπαιδευτικά συστήματα και αποτελούν μαγνήτες για ξένες επενδύσεις σε καινοτόμες επιχειρήσεις.

Το τέταρτο μάθημα που πρέπει να πάρουμε είναι η ικανότητα των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας να διαμορφώνουν πολιτικές συναινέσεις πάνω στις οποίες δημιουργούν κυβερνήσεις συνεργασίας. Με συναινέσεις άλλωστε αυτές οι χώρες κατόρθωσαν κατά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας και να βγουν γρήγορα από τα μνημόνια, ενώ η Ελλάδα βούλιαζε όλο και βαθύτερα στη δημοσιονομική και πολιτική της κρίση. Προφανώς, αυτό συνέβη επειδή ο βαθμός πόλωσης στις δύο πρώτες χώρες ήταν σχετικά χαμηλός. Εκείνο που είναι λιγότερο προφανές, όμως, είναι ότι η χαμηλή πόλωση προϋποθέτει όλους τους προηγούμενους παράγοντες που έχουμε δει, δηλαδή, με αντίστροφη σειρά, την απόρριψη του λαϊκισμού, την απομόνωση των ιδεολογικών άκρων, την κεντρομόλο πολιτική των συστημικών κομμάτων και το κοινό εθνικό όραμα.

Εν κατακλείδι, η σημερινή Ελλάδα υστερεί σε σχέση με χώρες από τις οποίες κάποτε υπερτερούσε. Αν θέλουμε να καλύψουμε το χαμένο έδαφος, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τι έχουν κάνει εκείνες οι χώρες καλύτερα από εμάς. Και κατόπιν να αναρωτηθούμε: Μπορούμε να τα κάνουμε κι εμείς; Ή μήπως όχι;

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Το θέμα του επόμενου βιβλίου του είναι μια συστηματική σύγκριση της Ελλάδας με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή