Το τέλος της κρίσης

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής έκλεισε μια μεγάλη περίοδος συνεχόμενων κρίσεων που κράτησε σχεδόν 15 ολόκληρα χρόνια. Τέτοιου είδους μακροχρόνιες σπείρες κρίσεων είναι ενδημικές στη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, παρουσιάζουν δε εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ τους ως προς τα γενεσιουργά αίτια, τον τρόπο που εκδηλώνονται, καθώς και τον τρόπο της τελικής επίλυσης της κρίσης και εισόδου σε πολιτική ομαλότητα.

Χωρίς εξαίρεση, οι μεγάλες κρίσεις της νεότερης Ιστορίας μας οφείλονται στην απονομιμοποίηση της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που συνήθως συμβαίνει όταν λαοπλάνοι πολιτικοί ηγέτες καταφέρνουν να υποδαυλίσουν τους φόβους των μεσαίων κοινωνικών τάξεων για κομματική εκμετάλλευση, ιδίως σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και πολιτικής ανωμαλίας. Σε τέτοιες συγκυρίες, ο συνδυασμός κακής ηγεσίας, κοινωνικής ανασφάλειας και αδύναμων πολιτικών θεσμών αλληλοεπιδρούν αρνητικά με αποτέλεσμα μια σχεδόν αδιάκοπη και μακρά σπείρα κρίσης, από την οποία η έξοδος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η επιστροφή στην ομαλότητα προϋποθέτει την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού ηγέτη με όραμα για το μέλλον, ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την πραγματοποίησή του, καθώς και έναν επιτελικό πυρήνα ικανών στελεχών που να εξασφαλίζουν την επιτυχία του σχεδίου.

Οπως δείχνουν όλες οι προηγούμενες κρίσεις του ιστορικού μας παρελθόντος, ο νέος ηγέτης χρειάζεται να εφαρμόσει ένα πατρόν πολιτικής δράσης που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής τρία σημεία: την πειστική προβολή των πλεονεκτημάτων του σχεδίου του για τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, την ικανότητα του κομματικού και επιτελικού του φορέα να υλοποιήσει το σχέδιο και, τέλος, τη θεσμική ανανέωση και ισχυροποίηση του όλου πολιτικού συστήματος.

Η σπείρα κρίσης που μόλις τελείωσε είχε ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο του 2008 με τις ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις εναντίον της κρατικής νομιμότητας και ενώ η τότε πολιτική ηγεσία απλώς παρακολουθούσε περιδεής τα γεγονότα. Ακολούθησαν οι εκλογές του 2009 και τα «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου, η τρόικα και το πρώτο μνημόνιο, οι «αγανακτισμένοι» της πλατείας Συντάγματος και οι μούντζες στη Βουλή, οι διπλές εκλογές του 2012 και η κατάρρευση του δικομματισμού, η κυβέρνηση των «σαμαροβενιζέλων» και το δεύτερο μνημόνιο, η ακραία πόλωση και οι αδιανόητες υποσχέσεις του ανερχόμενου πολιτικού αστέρα Αλέξη Τσίπρα, το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» και η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, το γελοίο δημοψήφισμα της ίδιας χρονιάς και το τρίτο μνημόνιο, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η ανεκτικότητα απέναντι στον χρυσαυγιτισμό.

Στην τετραετία της συγκυβέρνησης οι ήδη ασθενικοί θεσμοί αποδυναμώθηκαν ακόμη παραπάνω, η διεθνής θέση της χώρας καταβαραθρώθηκε, ενώ το πολιτικό κλίμα μέσα στη χώρα έσπασε κάθε ρεκόρ λαϊκισμού και επιθετικής τοξικότητας. Αλλά ακόμη και μετά την εκλογική του ήττα του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να υποσκάπτει τους θεσμούς και να μποϊκοτάρει κάθε προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις σοβαρές, κυρίως εξωγενείς, κρίσεις που εμφανίστηκαν, όπως ήταν η πανδημία, η άοπλη εισβολή στον Εβρο και το μεταναστευτικό, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση, η ανάγκη ενίσχυσης της εθνικής άμυνας και ο εισαγόμενος πληθωρισμός. Αντίθετα, η αίσθηση κρίσης και ανασφάλειας συντηρήθηκε με συνεχείς ενέσεις μιζέριας, τοξικότητας, εχθροπάθειας, αγένειας, φανατισμού, πόλωσης και διχασμού.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι η διαφαινόμενη αδυναμία της αντιπολίτευσης να προτείνει ένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα για το μέλλον.

Η Ν.Δ. του Μητσοτάκη είχε βέβαια κερδίσει την εξουσία ήδη από τις εκλογές του 2019, αλλά, μέχρι την προηγούμενη Κυριακή, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε ένας υπολογίσιμος, όσο και επικίνδυνος αντίπαλος της πολιτικής σταθερότητας που προσπαθούσε να διατηρήσει η κυβέρνηση. Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα των νέων εκλογών; Σήμερα, όμως, το γνωρίζουμε!

Καθώς, όπως λογικά αναμένεται, ο νικητής της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα είναι η Ν.Δ., ο αρχηγός της και μέλλων πρωθυπουργός βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να ξεκινήσει έναν «αγαθό κύκλο» πολιτικής σταθερότητας και ανάπτυξης με σταθερά ευρωπαϊκό προσανατολισμό και ένα απλό και εύκολα κατανοητό όραμα – να μετατρέψει την Ελλάδα σε μια λειτουργική δημοκρατική χώρα.

Σε σχετικά σύντομο διάστημα κέρδισε συνεχόμενες εκλογικές νίκες, απέκτησε τον έλεγχο του κομματικού του μηχανισμού, ανέδειξε μια νέα γενιά κομματικών στελεχών έτοιμων να υλοποιήσουν το κυβερνητικό πρόγραμμα, δημιούργησε επωφελείς διεθνείς συμμαχίες και, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν παρασύρθηκε από τις Σειρήνες του λαϊκισμού και της εχθροπάθειας. Αλλά, ενώ η χώρα φαίνεται έτοιμη να αφήσει οριστικά πίσω της την κρίση, το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα που υπάρχει είναι η διαφαινόμενη αδυναμία της αντιπολίτευσης να απαρνηθεί την τοξικότητα και να προτείνει ένα εναλλακτικό –και καλύτερο– πολιτικό πρόγραμμα για το μέλλον. Θα κλείσω με τις ίδιες φράσεις με τις οποίες έκλεινα ένα άλλο άρθρο μου σε τούτη τη στήλη τον Ιούνιο του 2020. Οπως έγραφα τότε, έτσι και σήμερα «η χώρα έχει ανάγκη μια δυνατή και πολιτικά έξυπνη αντιπολίτευση, τόσο για να ελέγχει την εξουσία όσο και –κυρίως– για να αποτελέσει την εναλλακτική λύση όταν η σημερινή κυβέρνηση κουραστεί, εξαντληθεί ή τυχόν αποτύχει. Τέτοια αντιπολίτευση σήμερα δεν υπάρχει. Χρειάζεται κατεπειγόντως».

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας και ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Εχει γράψει σχετικά με τις κρίσεις της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας το βιβλίο «Σε τεντωμένο σκοινί: Εθνικές κρίσεις και πολιτικοί ακροβατισμοί από τον Τρικούπη έως τον Τσίπρα» (εκδόσεις Ικαρος, 2017).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή