Μαζί τα κάψαμε

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Έχουν μαζευτεί κάμποσα, έτσι δεν είναι; Τα Τέμπη, οι φωτιές, η έκρηξη των πυρομαχικών στη Νέα Αγχίαλο, οι αναρίθμητες ιστορίες καταπάτησης του δημόσιου χώρου από “επιχειρηματίες” με μπιτς μπαρ και ξαπλώστρες, η δολοφονία οπαδού από Κροάτες χούλιγκαν που διέσχισαν ανενόχλητοι ολόκληρη την Ελλάδα. Αλλεπάλληλα μεγάλα, τραγικά συμβάντα που έχουν ένα κοινό, επαναλαμβανόμενο μήνυμα: φέρνουν στην επιφάνεια με θεαματικό τρόπο την ανεπάρκεια του κράτους μας και των θεσμών του.

Κάθε -μα κάθε- φορά η αντίδραση ίδια. Το συλλογικό τραύμα εκφράζεται δημόσια με εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και αποτροπιασμού. Η αντίδραση της “κοινής γνώμης” πάντα τόσο χαρακτηριστική όσο και εφήμερη. “Νισάφι”, “ως εδώ” και να μπεί “το μαχαίρι” στο “κόκαλο” ζητούν όλοι, για λίγες ημέρες, έστω, μέχρι να το ξεχάσουν και να προχωρήσουν στα επόμενα θέματα της ειδησεογραφίας. Να φτιαχτούν όλα στους σιδηροδρόμους, να διορθωθούν τα πάντα στην πυροπροστασία και την πυρόσβεση, να αναμορφωθεί η αστυνομία, να ανασχεδιαστούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους. Να παραιτηθούν όλοι, να μπουν φυλακή, έστω, κάποιοι. Κάθε τέτοιο συμβάν πυροδοτεί μια έκρηξη οργής και αντιδράσεων, μια λαϊκή απαίτηση για βαθιές τομές, ριζικές αλλαγές, εδώ και τώρα. Και μετά; Μετά δεν γίνεται τίποτε. Ή, μερικές φορές, κάτι γίνεται. Αλλά δεν το θυμάται κανείς. Μετά το Μάτι φτιάχτηκε, επιτέλους, το 112. Μετά την Εύβοια αναβαθμίστηκαν τα τεχνικά μέσα της πυρόσβεσης. Κάποια πράγματα κάποτε γίνονται. Αλλά τελικά κανένας δεν μαθαίνει αν αλλάζει ή δεν αλλάζει κάτι επειδή -κι εδώ ερχόμαστε στο θέμα μας, το δια ταύτα, τον πυρήνα του προβλήματος- κανένας πια δεν ασχολείται. Η λαϊκή οργή και η λαϊκή απαίτηση είναι εκρηκτικές αντιδράσεις κι εφήμερες, που σβήνουν κι εξατμίζονται γοργά. Ποιες και ποιοι από εσάς που διαβάζετε αυτό εδώ το άρθρο παρακολουθείτε προσεκτικά τα μεθεόρτια του ατυχήματος των Τεμπών; Ήσασταν έξαλλες και έξαλλοι τότε, απαιτούσατε πράγματα από το κράτος και τους εκλεγμένους σας εκπροσώπους. Πόσο προσεκτικά παρακολουθείτε τι έκαναν μετά; Διαβάσατε την πρόσφατη έκθεση της ευρωπαϊκής εισαγγελίας για την αμαρτωλή σύμβαση 717; Ή, μιας που τα συζητάμε, πόσο προσεκτικά παρακολουθείτε τη δίκη για το Μάτι;

Οι τραγωδίες μας υπενθυμίζουν ότι στην πραγματικότητα έχουμε πολύ περιορισμένο έλεγχο πάνω στις ζωές μας και αυτό δεν μας κάθεται καλά. Κάθε φορά που κάτι συμβαίνει εξαγριωνόμαστε και απαιτούμε λύσεις εδώ και τώρα, τις πιο πιστευτές, αληθοφανείς, ξεκάθαρες και κατανοητές λύσεις που έχουμε διαβάσει κάπου ότι υπάρχουν (ρώσικα αεροπλάνα, καλύτερα γουόκι τόκι, χιλιάδες προσλήψεις). Οτιδήποτε μπορεί να μαλακώσει τον πανικό μας κάθε που θυμόμαστε ότι από τύχη ζούμε. Όμως αυτή είναι μια ρηχή, ενστικτώδης και πρόσκαιρη αντίδραση. Μετά το ξεχνάμε. Στην πραγματικότητα, μεταξύ μας, σχεδόν κανένας δεν κάνει τίποτε για να αλλάξει το οτιδήποτε. Οι Ελληνίδες κι οι Έλληνες δεν διαδηλώνουν διαχρονικά στους δρόμους για την ανικανότητα της αστυνομίας, για τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων ή για την ανεπάρκεια της δασοπυρόσβεσης. Δεν ψηφίζουν αυτούς που προτείνουν τον καλύτερο μηχανισμό αξιοκρατικής ανάδειξης στελεχών σε νευραλγικές θέσεις. Αυτά που εκφράζονται πρόσκαιρα σε πύρινα άρθρα και φλογερές αναρτήσεις στα social media δεν είναι βαθιές πεποιθήσεις ή διαρκή προτάγματα του λαού εν γένει.

Γιατί το βασικό λαϊκό πρόταγμα δεν είναι η απαίτηση για αλλαγές αλλά, αντίθετα, η αδράνεια και η ανοχή. Αντίθετα με ό,τι θα υπέθετε κανείς διαβάζοντας αντιδράσεις κι αναλύσεις για τα Τέμπη, την Αγχίαλο, το Μιχάλη ή τον Άλκη, η κοινωνία μας δεν είναι μια κοινωνία που βράζει για να ανατρέψει τα κακώς κείμενα. Ασχολείται με τα κακώς κείμενα για μια-δυο εβδομάδες κάθε που συμβαίνει κάτι τραγικό, και μετά επιστρέφει στο status quo της ανέμελης ανοχής. Παροιμιώδης ανοχή στη βία, παντού, στα γήπεδα, στις πορείες, στα πανεπιστήμια. Παρεμπιπτόντως, αν η κάθοδος των Κροατών χούλιγκαν είχε οδηγήσει μόνο σε υλικές ζημιές στο γήπεδο και τίποτε μικροτραυματισμούς, κανείς δεν θα είχε ασχοληθεί, μολονότι η ανικανότητα της αστυνομίας πανομοιότυπη θα ήταν. Αλλά εκτός από την ανοχή στη βία, έχουμε κι άλλες: την καθολική, διαχρονική ανοχή για τον εξευτελισμό του δημόσιου χώρου, την αδιαφορία απέναντι στα μικρά και μεγάλα καρτέλ, την αδιαφορία για τη στελέχωση του κράτους με συγγενείς, βύσματα ή μαφιόζους, την αδιαφορία για την πλήρη απουσία αξιολόγησης στα πάντα, ακόμα και στους ανθρώπους που έχουν αναλάβει να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά μας. Την αδιαφορία για την τήρηση του ΚΟΚ, για τις παράνομες χωματερές, ή για τα πρόστιμα που πληρώνει η χώρα μας για τις παράνομες μεταφορές. Η καταπάτηση των παραλιών από τα μπιτσόμπαρα δεν είναι ένα μονομερές έγκλημα -γίνεται με την ενεργό συμμετοχή των Δήμων και με την ανοχή των ντόπιων και των επισκεπτών. Τίποτε από αυτά δεν μας ενοχλεί, τίποτε δεν μας διεγείρει, εκτός κι αν συμβεί κάποια μεγάλη, τρομερή καταστροφή, ή εκτός κι αν γράψει πολλά συνεχόμενα άρθρα για τη Μύκονο ο Γιώργος Λιάλιος. Το κράτος είναι αυτό που είναι, οι ΟΤΑ είναι αυτοί που είναι, εμείς είμαστε αυτές κι αυτοί που είμαστε και η μεταξύ μας σχέση είναι διαρκής και δεδομένη. Η φύση της επαναδιατυπώνεται τακτικά όταν το κράτος επιστρέφει τις κατασχεμένες πινακίδες πριν από κάθε αργία. Από το 2011 έχουν νομιμοποιηθεί 2 εκατομμύρια αυθαίρετα.

Υπάρχει ένας κίνδυνος με αυτή την προσέγγιση, βεβαίως. Όταν επισημαίνεις ότι φταίμε όλοι, υποννοείς ότι δεν φταίει κανένας. Η πραγματικότητα είναι αυτό που είναι επειδή όλοι μαζί την φτιάξαμε έτσι. Ζούμε σε ένα περιβάλλον ανομίας και αναξιοκρατίας επειδή έτσι το θέλουμε, από αυτό επωφελούμαστε, έτσι μας βολεύει. Δεν υπάρχει “πρόβλημα” προς επίλυση. Ίσα ίσα, όποτε κραυγαλέες τραγωδίες συμβαίνουν, έχουμε την ευκαιρία να γκρινιάξουμε φωναχτά για να αισθανθούμε και λίγο ενάρετοι από πάνω. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε η κοινωνία θα αλλάξει μόνο όταν αλλάξουμε εμείς, ολοκληρωτικά και όλοι.

Στην πραγματικότητα, όμως, οι κοινωνίες δεν αλλάζουν έτσι. Ποτέ δεν μεταμορφώνονται απότομα, ούτε καν όταν ένα σοκ ή μια τραγωδία “τις ξυπνάει” και, ολόκληρες, σύσσωμες, αποφασίζουνε ν’ αλλάξουν άρδην. Οι κοινωνίες αλλάζουν όταν επιδραστικές “δημιουργικές μειοψηφίες” ξεπερνούν μια κρίσιμη μάζα και καταφέρνουν να πυροδοτήσουν τις απαραίτητες βαθιές, σχετικά αργές αλλαγές. Κάποιοι μπορεί να επιχειρηματολογήσουν ότι τα τελευταία 40-50 χρόνια η χώρα μας διανύει σε μια τέτοια (αργή) τροχιά. Άλλοι, κοιτάζοντας τις διαχρονικές απαντήσεις των Ελλήνων σε μεγάλες διεθνείς κοινωνικές έρευνες, μπορεί να υποστηρίξει το αντίθετο. Πάντως σίγουρα δεν είμαστε ακόμη εκεί. Κι είμαστε μια χώρα με αναιμικό κοινωνικό κεφάλαιο, ένα μέρος όπου οι πολίτες σπάνια συνεργάζονται σε κοινές δράσεις. Γι’ αυτό από το περασμένο εξάμηνο των αλλεπάλληνων καταστροφών, ίσως το πιο αισιόδοξο φαινόμενο δεν ήταν τα πύρινα άρθρα για την πυροσβεστικά μέσα και τη διαφθορά στην αστυνομία, ή οι επικλήσεις για παραιτήσεις πολιτικών, αλλά το “κίνημα της πετσέτας”. Όταν πολίτες, επιτέλους, αποφάσισαν να μετατρέψουν την πρόσκαιρη οργή τους σε διαρκή, κοινή, συντονισμένη δράση. Μόνο έτσι γίνεται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή