Τα όρια της ελευθερίας λόγου και πράξης

Τα όρια της ελευθερίας λόγου και πράξης

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από δηλώσεις του δικηγόρου του Ντόναλντ Τραμπ, Τζον Λάουρο, φαίνεται πως μία υπερασπιστική γραμμή απέναντι στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν για συνωμοσία, ώστε να παρεμποδιστεί η επίσημη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων των προεδρικών εκλογών του 2020, είναι πως διώκεται για έκφραση πολιτικού λόγου που προστατεύεται «σχεδόν απόλυτα», όπως είπε ο Λάουρο, από την Πρώτη Τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος. Η Πρώτη Τροποποίηση αφορά την ελευθερία του λόγου, που χαίρει στις ΗΠΑ διευρυμένης προστασίας. Ετσι, οι συνήγοροι του Τραμπ υποστηρίζουν πως ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ διατύπωνε και υποστήριζε απλώς τη γνώμη του περί νοθευμένων εκλογών και δεν μπορεί να διώκεται γι’ αυτό ακόμη και αν η γνώμη του αυτή ήταν λανθασμένη. Η Πρώτη Τροποποίηση προστατεύει ακόμη και τη διατύπωση ψευδών ισχυρισμών.

Η θέση αυτή έχει ήδη δεχθεί κριτική από νομικούς. Πρώτα απ’ όλα, επισημαίνεται ότι η διευρυμένη προστασία που παρέχει το αμερικανικό σύνταγμα για την ελευθερία του λόγου, ακόμη και του πολιτικού, δεν είναι απόλυτη. Οπως λέει και ο δικηγόρος του Τραμπ, είναι «σχεδόν απόλυτη». Υπάρχουν εξαιρέσεις, δηλαδή χρήσεις του λόγου που δεν επιτρέπονται, π.χ., η συκοφαντία ή η απάτη. Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κρίνει με απόφασή του ότι η Πρώτη Τροποποίηση προσφέρει ασθενή προστασία σε ψεύδη που διατυπώνονται εν γνώσει του υποστηρικτή τους με περιφρόνηση προς την αλήθεια και στόχο την εξαπάτηση και τον προσπορισμό ιδίου οφέλους. Τρίτον, το ίδιο το επίσημο κατηγορητήριο εναντίον του Τραμπ, προκαταλαμβάνοντας αυτήν την υπερασπιστική γραμμή περί ελευθερίας του λόγου, διευκρινίζει ρητά πως ο Τραμπ «είχε το δικαίωμα, όπως κάθε Αμερικανός, να μιλάει δημόσια για τις εκλογές, ακόμη και να ισχυρίζεται ψευδώς ότι υπήρξε νοθεία στις εκλογές (…) και ότι είχε αυτός νικήσει». Δεν κατηγορείται επειδή διατύπωσε τη γνώμη του, ακόμη και αν ήταν ψευδής. Κατηγορείται επειδή παρεμπόδισε, συνωμοτώντας, μια κορυφαία διαδικασία του κράτους, την καταμέτρηση των ψήφων στις εκλογές και την επικύρωση των αποτελεσμάτων, υπονομεύοντας συγχρόνως την εμπιστοσύνη των πολιτών στην εκλογική διαδικασία. Το κυριότερο, όμως, που υπογραμμίζουν οι νομικοί, είναι πως η Πρώτη Τροποποίηση δεν προστατεύει τον λόγο που οδηγεί σε παράνομες πράξεις. Αν ήταν έτσι, λένε, και οι μαφιόζοι που δίνουν εντολές για δολοφονίες θα επικαλούνταν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου για να γλιτώσουν τη δίωξη.

Ανεξάρτητα από την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης Τραμπ και τη λεπτή νομική συζήτηση που διεξάγεται στο νομικό περιβάλλον των ΗΠΑ, μπορούμε να οδηγηθούμε σε ορισμένες σκέψεις που αφορούν και τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης. Μία σκέψη είναι ότι ακόμη και στις ΗΠΑ, τη χώρα όπου απολαμβάνει κανείς τη μεγαλύτερη προστασία για την ελευθερία του λόγου, υπάρχουν όρια σε αυτό το δικαίωμα. Τα όρια αυτά δεν αφορούν μόνο το να φωνάζεις ψευδώς «φωτιά» σε ένα κατάμεστο θέατρο, αλλά ακόμη και τον πολιτικό λόγο, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Μία άλλη σκέψη αφορά τη διάκριση λόγου – πράξης. Ιστορικά, η διάκριση αυτή βρίσκεται στη βάση της μεγαλύτερης ελευθερίας που απολαμβάνει ο λόγος έναντι της ελευθερίας που συνδέεται με τις πράξεις. Οπως έγραψε ο Μιλ, «κανείς δεν διατείνεται ότι οι πράξεις πρέπει να είναι όσο ελεύθερες είναι οι γνώμες». Η θέση αυτή στηρίζεται στην ιδέα ότι οι πράξεις βλάπτουν πολύ περισσότερο από τα λόγια, οπότε είναι εύλογο να δικαιολογείται μεγαλύτερος περιορισμός. Ωστόσο, έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι και τα λόγια μπορεί να βλάψουν πολύ βαριά, ίσως και περισσότερο από πράξεις. Επιπλέον, η διάκριση λόγου – πράξης δεν είναι τόσο σαφής όσο υποστηρίζεται συχνά. Υπάρχουν πράξεις που «μιλούν», που εκφράζουν γνώμη (π.χ. η σιωπηρή συμπεριφορά) και λόγια που «πράττουν». Η χρήση του λόγου δεν προκαλεί απλώς πράξεις, συνιστά η ίδια πράξη. Με τα λόγια μας ισχυριζόμαστε, βεβαιώνουμε, ορκιζόμαστε, απειλούμε, συκοφαντούμε, προσβάλλουμε, εξαπατούμε, συνωμοτούμε, παρακινούμε, επαινούμε, καταδικάζουμε κ.λπ. Ολα αυτά είναι πράξεις που γίνονται με λόγια. Το ότι αυτές οι πράξεις γίνονται με λόγια δεν τις εξαιρεί από την ποινική αξιολόγηση. Αν διαπράττει κανείς αξιόποινες πράξεις με λόγια, τότε αυτές οι πράξεις δεν προστατεύονται ως ελεύθερη έκφραση.

Τέλος, ένα τρίτο σημείο είναι ότι για να αξιολογήσουμε τι σημαίνουν συγκεκριμένες προτάσεις και λέξεις, δεν αρκεί να ανατρέχουμε αφηρημένα στις λεξικογραφικές σημασίες τους. Πρέπει να εστιάζουμε στις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις εκφοράς τους και στον εκάστοτε χρήστη τους για να εκτιμήσουμε τι έλαβε χώρα. Αλλη πράξη τελείται όταν μιλάει για νοθεία στις εκλογές ένας πολίτης στη συντροφιά του και άλλη όταν το κάνει η κεφαλή της εκτελεστικής εξουσίας, παροτρύνοντας μάλιστα αξιωματούχους να παρανομήσουν.

Οι απλουστευτικές προσεγγίσεις του τύπου «όλα επιτρέπονται» και στο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης όχι μόνο δεν μπορούν, εξ ορισμού, να χειριστούν τη συνθετότητα των πραγμάτων, αλλά είναι και παραπλανητικές, όπως συμβαίνει τώρα με την υπερασπιστική γραμμή Τραμπ στην Αμερική.

Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή