Περί εκλογιμότητας των καταδικασμένων νεοναζί

Περί εκλογιμότητας των καταδικασμένων νεοναζί

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξεκαθαρίζω ευθύς εξαρχής κάτι που πολύ συχνά παραβλέπεται στη συζήτηση για την εκλογιμότητα των καταδικασμένων νεοναζί της Χρυσής Αυγής: σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, δεν θα ετίθετο καν ζήτημα υποψηφιότητας του όποιου Κασιδιάρη, ούτε στις εθνικές, ούτε στις τοπικές, ούτε στις ευρωπαϊκές εκλογές. Διότι απλούστατα, με την πρωτόδικη καταδίκη του σε πολυετή κάθειρξη για το συγκεκριμένο αδίκημα, θα του είχε επιβληθεί ως παρεπόμενη ποινή και η στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Δεν θα μπορούσε συνεπώς ούτε να ψηφίσει ούτε να είναι ο ίδιος υποψήφιος για όσο διάστημα εκτίει την ποινή του.

Σ’ εμάς αυτό δεν μπορεί να γίνει διότι, για λόγους που συνδέονται με τις παλαιότερες διώξεις της Αριστεράς, το Σύνταγμα, από το 1975, ορίζει (άρθρο 51 παρ. 3) ότι στέρηση μπορεί να επιβληθεί μόνο ύστερα από αμετάκλητη καταδίκη· δηλαδή μόνον αφού ο Αρειος Πάγος επιβεβαιώσει την ενοχή του κατηγορουμένου. Κάτι για το οποίο, με τους ρυθμούς που απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας, απαιτεί τουλάχιστον δέκα χρόνια σε μια συνήθη ποινική δίκη. Πόσο μάλλον, σε μια δίκη με πάνω από εξήντα κατηγορουμένους, όπως ήταν η δίκη της Χ.Α., που μόνον η πρωτόδικη φάση της κράτησε πάνω από πέντε χρόνια.

Με τις πολυσυζητημένες τροπολογίες του περασμένου Φεβρουαρίου, δεν αποκλείστηκαν από τις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου τα ακροδεξιά κόμματα γενικά, αλλά μόνον όσα περιλάμβαναν στους συνδυασμούς τους άτομα που είχαν καταδικαστεί έστω και πρωτοδίκως για διεύθυνση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 Π.Κ.). Ηταν ένας ευφυής τρόπος για να παρακαμφθεί το «αμετάκλητο», τον οποίο ο Αρειος Πάγος, με δύο εμπεριστατωμένες αποφάσεις [ΑΠ (Α΄ Τμ.) 8 και 95/2023], έκρινε σύμφωνο προς το Σύνταγμα. Ηδη, με πρόταση νόμου που κατέθεσαν την περασμένη Δευτέρα, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ζήτησαν την επέκταση του κωλύματος και στους υποψηφίους συνδυασμούς για τις εκλογές των δήμων και των περιφερειών της χώρας.

Καλοδιατυπωμένη, η αιτιολογική έκθεση της πρότασης επικαλείται, εκτός από την ανάγκη να προστατευθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, και το κύρος των ΟΤΑ ως «κυττάρων της δημοκρατίας». Στα επιχειρήματα αυτά, ο συνάδελφος Μπάμπης Ανθόπουλος προσέθεσε και την ενότητα της έννομης τάξης όσον αφορά τα κωλύματα εκλογιμότητας, καθώς και το ότι, ειδικά για την τοπική αυτοδιοίκηση, το Σύνταγμα (άρθρο 102 παρ. 2) αφήνει στον κοινό νομοθέτη σημαντικά περιθώρια για την εισαγωγή πρόσθετων κωλυμάτων («Τα Νέα», 22.8.2023).

Τα ανωτέρω επιχειρήματα είναι ορθά και δύσκολα, κατά τη γνώμη μου, οι νέες ρυθμίσεις, αν τελικά υιοθετηθούν, θα κριθούν αντισυνταγματικές από τα κατά τόπους πρωτοδικεία, που είναι αρμόδια για την ανακήρυξη των υποψηφίων στις εκλογές των ΟΤΑ. Η συνέχιση λοιπόν της νομικής συζήτησης δεν φαίνεται να έχει νόημα. Τουναντίον, ενδιαφέρον παρουσιάζουν –και θα άξιζε να συζητηθούν με ψυχραιμία– ορισμένες πολιτικές πτυχές της προτεινόμενης επέκτασης:

Υψιστο εξευτελισμό για τη δημοκρατία και την τοπική αυτοδιοίκηση δεν θα συνιστούσε η εκλογή αυτή καθ’ εαυτήν των δολοφόνων νεοναζί, αλλά η συμμετοχή τους στη Βουλή και στα όργανα των ΟΤΑ.

Για εμένα, ύψιστο εξευτελισμό για τη δημοκρατία και την τοπική αυτοδιοίκηση δεν θα συνιστούσε η εκλογή αυτή καθ’ εαυτήν των δολοφόνων νεοναζί –τα ξέρουμε, άλλωστε, τα ποσοστά του χώρου τους!– αλλά η συμμετοχή τους στη Βουλή και στα όργανα των ΟΤΑ. Ομως, σε ανύποπτο χρόνο, ο ισχύων κώδικας δήμων και κοινοτήτων προέβλεψε ότι αρκεί η απλή παραπομπή σε δίκη για κακούργημα –πολύ περισσότερο σχετική καταδικαστική απόφαση, έστω και πρωτόδικη– για να τεθούν οι αιρετοί των ΟΤΑ αυτεπαγγέλτως σε κατάσταση αργίας. Επομένως, ακόμη και αν εκλεγεί, ο Ηλίας Κασιδιάρης δεν θα μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντά του ούτε για μία ημέρα.

Από την άλλη, υπάρχει κίνδυνος μια νέα νομοθετική ρύθμιση να οδηγήσει τους άλλους υποψηφίους σε μιαν επανάπαυση του στυλ «δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε, αφού “καθάρισε” ο νόμος». Ομως, όπως όλα δείχνουν, η ακροδεξιά πρόκληση είναι εκεί και χρειάζεται όχι απλώς επαγρύπνηση αλλά και κινητοποίηση των δημοκρατικών υποψηφίων για την αντιμετώπισή της.

Σε κάθε περίπτωση, όπως έδειξε η εκλογή των Σπαρτιατών, σε μια ανοιχτή κοινωνία, καμιά νομοθετική ρύθμιση, όσο αυστηρή και αν είναι, δεν μπορεί να αποκλείσει τους εχθρούς της δημοκρατίας. Σε τριακόσιους τόσους δήμους και δεκατρείς περιφέρειες, μάλιστα, είναι εύκολο να βρίσκουν τρόπους να τρυπώνουν.

Υπάρχει, τέλος, και ένα μείζον επιχείρημα αρχής: Σε μια χώρα όπως η δική μας, με «βεβαρημένο παρελθόν» επί του θέματος, είναι καλό παρόμοιοι αποκλεισμοί, ακόμη και όταν στηρίζονται σε αντικειμενικά γεγονότα, όπως καταδίκες για βαρύτατα αδικήματα, να μην επιβάλλονται παρά μόνο για σοβαρότατους λόγους.

Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή