Ξύλο στη Βουλή: φταίνε μόνο τα πρόσωπα;

Ξύλο στη Βουλή: φταίνε μόνο τα πρόσωπα;

4' 6" χρόνος ανάγνωσης

Το ξύλο που έπεσε στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα έθεσε ξανά επί τάπητος ένα πολυσυζητημένο θέμα: ποιους βουλευτές εκλέγουμε; Μήπως φτάσαμε στον πάτο του βαρελιού και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι; Υπάρχουν περιθώρια ανάταξης και, αν ναι, ποια μέτρα πρέπει να πάρουμε;

Δεν αναφέρομαι σε αυτό καθ’ εαυτό το περιστατικό της περασμένης Τετάρτης. Με ετοιμότητα, ο πρόεδρος της Βουλής το αντιμετώπισε υποδειγματικά, σώζοντας την τιμή του σώματος.

Δεν αναφέρομαι ούτε στους πρωταγωνιστές του επεισοδίου. Αμφότεροι προέρχονται από την Ακροδεξιά, για τους οπαδούς της οποίας η χρήση βίας δεν αποτελεί κάτι ασυνήθιστο.

Πηγαίνω λίγο βαθύτερα και διερωτώμαι μήπως το θλιβερό αυτό περιστατικό οφείλεται και στους κανόνες του παιχνιδιού. Μήπως, με άλλα λόγια, ο εκλογικός νόμος ευνοεί σε τελευταία ανάλυση την ανάδειξη προσώπων που δεν το έχουν σε τίποτα να ρίχνουν κάθε τόσο και καμιά γροθιά στον πολιτικό αντίπαλό τους; (και όχι μόνο!).

Σπεύδω ευθύς εξαρχής να διευκρινίσω ότι είμαι κατά του αποκλεισμού από τη Βουλή υπαρκτών πολιτικών ρευμάτων, όσο ακραία και νά ‘ναι. Και τούτο, με μια και μόνη εξαίρεση: τις εγκληματικές οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή, που διεκδικούν την ψήφο μας με τον μανδύα πολιτικού κόμματος. Από εκεί και πέρα, τα αντισυστημικά κόμματα και οι παραθρησκευτικές οργανώσεις που αποφασίζουν να πολιτευτούν, πιστεύω ότι μόνο με πολιτικά επιχειρήματα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Γι’ αυτές, αρκεί ο γενικός «κόφτης» του 3%.

Αναφέρομαι, τουναντίον, στους υποψηφίους. Τα ψηφοδέλτια των κομμάτων για τις ευρωεκλογές είναι ένα ακραίο μεν, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με ποιο κριτήριο θα διαλέξει ο εκλογέας τέσσερα πρόσωπα από έναν κατάλογο 42, αγνώστων εν πολλοίς σ’ αυτόν; Δεν είναι μοιραίο να επιλέξει μια βεντέτα του θεάματος, που τουλάχιστον τυχαίνει να την έχει δει κάποτε στην τηλεόραση; Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι ευρωβουλευτές μας δεν διακρίθηκαν τα τελευταία χρόνια για το επίπεδό τους.

Το ίδιο όμως συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, και με τις εθνικές εκλογές. Πώς θα ξεπεραστεί η επ’ αδρώ ανταλλάγματι εξάρτηση των υποψηφίων από τους βαρώνους των τοπικών μέσων ενημέρωσης, χωρίς τη συνδρομή των οποίων είναι καταδικασμένοι να μείνουν στην αφάνεια; Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι το ΕΣΡ δεν έχει ακόμη αδειοδοτήσει κανέναν από τους δεκάδες ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που λειτουργούν αυθαίρετα στην ελληνική επαρχία, θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά.

Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται βέβαια ο σταυρός προτίμησης. Είναι βαθιά ριζωμένος στα πολιτικά μας ήθη. Το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι ότι κινητοποιεί όσο τίποτε άλλο τους υποψηφίους, οι οποίοι δεν αγωνίζονται μόνο για το κόμμα τους, αλλά και για το καθαρά ατομικό τους συμφέρον. Ταυτόχρονα, κολακεύει και τον ψηφοφόρο, αφού του δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι από αυτόν εξαρτάται η εκλογή του Α και όχι του Β.

Μήπως ο εκλογικός νόμος ευνοεί την ανάδειξη προσώπων που δεν το έχουν σε τίποτα να ρίχνουν κάθε τόσο και καμιά γροθιά;

Ομως, όπως έδειξε το ατυχές προηγούμενο των εκλογών του 1985, η ολοσχερής κατάργηση του σταυρού προτίμησης οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Η λίστα απονευρώνει τις εκλογές, αποξενώνει τους υποψηφίους από τους ψηφοφόρους και, το κυριότερο, ενισχύει υπέρμετρα τον αρχηγισμό σε όλα τα κόμματα.

Η λύση, ως εκ τούτου, βρίσκεται στον συγκερασμό των δύο συστημάτων.

Για τις ευρωεκλογές, μια καλή ιδέα θα ήταν οι πρώτοι δύο υποψήφιοι κάθε κόμματος να εκλέγονται χωρίς σταυρό προτίμησης, όπως ακριβώς οι βουλευτές Επικρατείας. Ισως αυτό ευνοήσει την εκλογή ικανότερων.

Οσο για τις εθνικές εκλογές, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ στο προσχέδιο νόμου που είχε καταρτίσει επιτροπή επιστημόνων ευρύτατου φάσματος, στο υπουργείο Εσωτερικών, υπό την προεδρία του τότε υπουργού Γιάννη Ραγκούση, μετά τις εκλογές του 2009: προτάθηκε τότε, 180 βουλευτές από τους 300 να εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες και οι υπόλοιποι 120 σε πολυεδρικές. Και τούτο, με κατάργηση του σταυρού προτίμησης και στις μεν και στις δε.

Η ιδέα ήταν, στις μεν μονοεδρικές να ισχύει αμιγές πλειοψηφικό σύστημα κατά το βρετανικό πρότυπο (first past the post), στις δε πολυεδρικές η απλή αναλογική. Και τούτο, χωρίς να καταργηθεί το 3%, ούτε το μπόνους των επιπλέον εδρών για το πρώτο κόμμα, έτσι όπως αυτό καθιερώνεται από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Αφήνω προσώρας στην άκρη το αν κάθε εκλογέας θα πρέπει να έχει και δεύτερη ψήφο, ώστε να μπορεί να ψηφίζει διαφορετικά στην ευρεία περιφέρεια απ’ ό,τι στη μονοεδρική, όπως συμβαίνει στη Γερμανία. Εκεί, θυμίζω ότι η κατανομή των εδρών στα κόμματα γίνεται με βάση το αποτέλεσμά τους στις πολυεδρικές (δηλαδή τα Länder).

Σοβαρό μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι βέβαια ότι ενισχύει κι αυτή το αρχηγικό στοιχείο στα κόμματα αφού, παρά τις όποιες εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας, ο ρόλος των ηγεσιών στην επιλογή των υποψηφίων λογικά θα ενισχυθεί. Ο αντίλογος είναι ότι, τουλάχιστον στις «αμφίρροπες» μονοεδρικές περιφέρειες, καμιά ηγεσία δεν θα διακινδυνεύσει να υποδείξει υποψήφιο που «δεν τραβά» και ότι, εν τέλει, το προτεινόμενο σύστημα μπορεί να έχει μια θετικότατη παράπλευρη συνέπεια: τη διεξαγωγή προκριματικών εκλογών στα κόμματα για την ανάδειξη των τοπικών υποψηφίων σε κάθε μονοεδρική, κάτι που θα ενισχύσει ασφαλώς την εσωκομματική δημοκρατία.

Μήπως είναι καιρός να τα ξανασκεφτούμε όλα αυτά, προτού επανέλθουν στη Βουλή μαχαιροβγάλτες;

Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή