Για την τύχη των Σπαρτιατών

Για την τύχη των Σπαρτιατών

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά την πρόσφατη παραγγελία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για άσκηση ποινικής δίωξης κατά των βουλευτών των Σπαρτιατών (πλην του Βασιλείου Στίγκα, που τους είχε καταγγείλει), καθώς και κατά του Ηλία Κασιδιάρη ως ηθικού αυτουργού και ενός δικηγόρου, η τύχη του μορφώματος αυτού θα κριθεί σε δύο επίπεδα: το ποινικό και το συνταγματικό.

Στο μεν ποινικό, εφόσον η Βουλή άρει την ασυλία τους, όπως κατά τη γνώμη μου απαιτείται, οι δέκα βουλευτές των Σπαρτιατών θα παραπεμφθούν σε δίκη ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Η κατηγορία, σύμφωνα με την παραγγελία της κ. εισαγγελέως, θα είναι η «εξαπάτηση εκλογέων», ένα αδίκημα που προβλέπει ως πλημμέλημα το άρθρο 162 Π.Κ. και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών και χρηματική ποινή.

Είναι ένα από τα ελάχιστα αδικήματα που, αφότου πρωτοθεσπίστηκε στον Ποινικό Κώδικα του 1951, η διατύπωσή του παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη. Στην πράξη, ωστόσο, έχει εφαρμοστεί σπανιότατα. Γνωστότερη, υπό το ισχύον Σύνταγμα, είναι η υπόθεση Φράγκου Φραγκούλη. Σε αυτήν, ο γνωστός στρατηγός είχε παραπονεθεί ότι, στην προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών του 2019, άλλος υποψήφιος είχε εξαπατήσει τους εκλογείς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο ίδιος είναι ο στρατηγός. Η σχετική ένσταση πάντως απορρίφθηκε, γιατί δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που ο στρατηγός επικαλούνταν (ΑΕΔ 11/2020).

Δεν είναι πράγματι εύκολη υπόθεση να αποδειχθεί δικαστικά το ότι ένας ανακριβής ισχυρισμός, έστω και ακραίος, δεν συνιστά κριτική (έστω και κακόβουλη), αλλά εκ προθέσεως εξαπάτηση εκλογέων. Οπως αναφερόταν σε παλαιότερη αιτιολογική έκθεση, η σκοπιμότητα της εισαγωγής του αδικήματος αυτού δεν ήταν προφανής «διά το επικινδύνως ακαθόριστον των εννοιών, διά το σχεδόν ανέφικτον της τηρήσεως τοιούτων ορίων εν τη θέρμη της εκλογικής διαπάλης, διά την μεγάλην δυσχέρειαν εις την οποίαν θέλη ευρεθή ο δικαστής να διακρίνη πότε πρόκειται περί κακοβούλως ψευδούς διαδόσεως και πότε περί χαρακτηρισμού μόνον των ιδεών της αντιπάλου μερίδος» (αιτιολ. έκθεση σχΠΚ 1929).

Σε κάθε περίπτωση, η ποινική συνέχεια της υπόθεσης των Σπαρτιατών δεν αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την τύχη τους ως βουλευτών. Διότι, συνταγματικά, μόνον το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) του άρθρου 100 του Συντάγματος μπορεί ως Εκλογοδικείο να τους κηρύξει έκπτωτους.

Στο Δικαστήριο αυτό, πράγματι, εκκρεμούν τουλάχιστον δύο ενστάσεις υποψηφίων βουλευτών άλλων κομμάτων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με τις περυσινές τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου, οι Σπαρτιάτες δεν έπρεπε να ανακηρυχθούν υποψήφιοι και κατ’ επέκταση να εκλεγούν, διότι την «πραγματική ηγεσία» του κόμματος αυτού ασκούσε ο Ηλίας Κασιδιάρης, δηλαδή πρόσωπο καταδικασμένο για ίδρυση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Ποια πορεία προβλέπεται να έχει η υπόθεση του μορφώματος στο ποινικό και το συνταγματικό επίπεδο.

Αν το ΑΕΔ πειστεί ότι όντως αυτό συνέβαινε κατά τον χρόνο των περυσινών εκλογών, τότε θα πρέπει να ακυρώσει την εκλογή των καθ’ ων οι ενστάσεις βουλευτών. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή θα πρέπει να ακυρώσει την εκλογή και των υπόλοιπων βουλευτών των Σπαρτιατών όπως επιτάσσει ο νόμος περί ΑΕΔ (άρθρο 32 παρ. 4 ν. 345/1976). Και το ερώτημα που τίθεται είναι πού θα πάνε οι έντεκα έδρες που θα κενωθούν;

Η απάντηση είναι ότι θα κατανεμηθούν, ανάλογα με τη δύναμή τους, και στα επτά κόμματα της σημερινής Βουλής που πέτυχαν στις τελευταίες εκλογές ποσοστό πάνω από 3%. Και ποιος είναι αρμόδιος να προβεί σε αυτή την ανακατανομή;

Ο νόμος παρέχει αυτή την ευχέρεια στο ίδιο το ΑΕΔ, το οποίο, στο παρελθόν, έχει ασκήσει επανειλημμένα αυτή την αρμοδιότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, δεδομένου ότι οι σχετικοί υπολογισμοί είναι εξαιρετικά περίπλοκοι, ορθότερο θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, το ΑΕΔ να αναπέμψει την υπόθεση στην Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή, στην οποία ο εκλογικός νόμος αναθέτει την κατανομή των εδρών, μετά τις εκλογές.

Για όλα αυτά, όμως, η τυχόν καταδίκη –και πολύ λιγότερο μόνη η ποινική δίωξη– των Σπαρτιατών δεν αναμένεται να ασκήσει καμιάν επιρροή. Γιατί, έως το προσεχές καλοκαίρι, που αναμένεται το αργότερο το ΑΕΔ να εκδώσει την απόφασή του, αποκλείεται η υπόθεσή τους να έχει τελεσιδικήσει.

Αφησα κατά μέρος την πολιτική πλευρά της υπόθεσης, που είναι ασφαλώς και η σημαντικότερη. Γι’ αυτήν ας αποφανθούν οι ειδικότεροι.

Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή