Αναζητώντας την αντιπολίτευση

Αναζητώντας την αντιπολίτευση

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αύγουστος ήταν μόλις ο δεύτερος μήνας στη ζωή της νέας κυβέρνησης και ένας δύσκολος μήνας στις ζωές όλων μας. Αφήνει πίσω του καμένες εκτάσεις και περιουσίες, τους νεκρούς της Δαδιάς, μια γενική δυσαρέσκεια για τις υπηρεσίες και την ποιότητα του καλοκαιρινού τουρισμού, ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια. Οι αστοχίες, και τα λάθη, της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση όλων των παραπάνω είναι προφανείς. Αλλά τι ακριβώς περιμένουμε να πετύχει αυτή –ή οποιαδήποτε άλλη– η κυβέρνηση όταν, στην πραγματικότητα, η χώρα ολόκληρη βρίσκεται αντιμέτωπη με την κλιματική αλλαγή, την παράνομη μετανάστευση, τον υπερτουρισμό, τον εισαγόμενο πληθωρισμό; Για να υπάρξουν λύσεις χρειάζεται η εφαρμογή πολιτικής που να έχει, έστω αρχικά, την υποστήριξη μιας υπεύθυνης αντιπολίτευσης. Τι συμβαίνει, όμως, όταν τέτοιου είδους αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη;

Στις δημοκρατίες ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι διπλός: Να ελέγχει την κυβέρνηση και να προτείνει ένα διαφορετικό είδος ρεαλιστικής διακυβέρνησης καλύτερο από το υπάρχον. Για να ανταποκριθεί στους δύο αυτούς ρόλους η αντιπολίτευση οφείλει να είναι αριθμητικά ισχυρή και πολιτικά σχετικά συμπαγής, να διαθέτει συγκεκριμένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα, καθώς και την ηγεσία και το στελεχικό δυναμικό που χρειάζεται για την πραγματοποίηση του προγράμματος. Εάν λείπει κάποιος από αυτούς του παράγοντες, η αντιπολίτευση δεν μπορεί να λειτουργήσει με υπεύθυνο τρόπο. Κι έτσι μετατρέπεται από πιθανή εναλλακτική λύση στο μέλλον, σε μόνιμο παράγοντα αστάθειας.

Η σημερινή κατάσταση στον χώρο της αντιπολίτευσης, όπως αυτή προέκυψε μετά τις πρόσφατες εκλογές του Ιουνίου, είναι πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Δείτε έξι απλές εμπειρικές διαπιστώσεις.

Διαπίστωση πρώτη: Στην πολιτική σκηνή πρωταγωνιστεί πλέον μόνο ένα κόμμα, η Ν.Δ., ενώ η αντιπολίτευση απαρτίζεται από επτά σχετικά ανίσχυρα κόμματα με μεγάλη ιδεολογική διασπορά που εμφανίζονται σε δευτερεύοντες ή τριτεύοντες ρόλους. Φτάνει να σκεφτούμε ότι η εκλογική δύναμη του πρώτου κόμματος (40,6%) είναι υπερδιπλάσια από τη δύναμη του δεύτερου κόμματος (17,8%), ενώ πέντε από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης διαθέτουν μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό.

Διαπίστωση δεύτερη: Τουλάχιστον δύο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το ΚΚΕ και οι Σπαρτιάτες, είναι (προγραμματικά και ιδεολογικά) εχθροί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κι έτσι αποκλείονται από κάθε είδους συνεργασία με τα κόμματα του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», όπου, τουλάχιστον θεωρητικά, ανήκουν και τα πρωτοεμφανιζόμενα στη Βουλή Πλεύση Ελευθερίας και Νίκη. Σε κάθε περίπτωση, η συνολική εκλογική δύναμη των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης ανέρχεται σε 41%, δηλαδή σε ποσοστό σχεδόν ισοδύναμο με εκείνο της Ν.Δ.

Διαπίστωση τρίτη: Καθώς η Ν.Δ. έχει καταλάβει τον μεσαίο χώρο της πολιτικής, η δημοκρατική αντιπολίτευση είναι διαιρεμένη ανάμεσα σε «αριστερή αντιπολίτευση» και «δεξιά αντιπολίτευση», χωρίς να υπάρχουν δίαυλοι πολιτικής επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο χώρους. Η αριστερή αντιπολίτευση περιέχει, εκτός του ΚΚΕ, τρία κόμματα με συνολική εκλογική δύναμη 32,8%, ενώ η δεξιά αντιπολίτευση, εκτός των Σπαρτιατών, αποτελείται από δύο μικρά κόμματα, την Ελληνική Λύση και τη Νίκη, με συνολική δύναμη 8,2%.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνουν διάθεση συνεργασίας ώστε να σχηματίσουν από κοινού μια αποτε- λεσματική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στην κυβέρνηση.

Διαπίστωση τέταρτη: Στον χώρο της δεξιάς αντιπολίτευσης τα κόμματα που την απαρτίζουν δεν έχουν καμία διάθεση υπεύθυνης αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, αλλά και σχεδόν μηδενική πιθανότητα διακομματικής συνεργασίας. Αντίθετα, αυτά θα αποδυθούν σε αγώνα αλληλοεξόντωσης για να κερδίσουν το μεγαλύτερο μέρος της συνεχώς ευρυνόμενης μάζας ψηφοφόρων με υπερσυντηρητική κοινωνική νοοτροπία και υπερεθνικιστικά πολιτικά αντανακλαστικά.

Διαπίστωση πέμπτη: Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα στον χώρο της σχετικά πιο εύρωστης αριστερής αντιπολίτευσης, όπου ανήκουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, με αθροιστικό εκλογικό ποσοστό 29,6%. Προς το παρόν, το πρώτο από αυτά τα κόμματα είναι ακέφαλο, ενώ η ηγεσία του δεύτερου είναι αναιμική και χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις. Κυρίως, όμως, τα δύο αυτά κόμματα δεν δείχνουν διάθεση συνεργασίας ώστε να σχηματίσουν από κοινού μια αποτελεσματική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στην κυβέρνηση.

Διαπίστωση έκτη: Ενώ η χώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις και κινδύνους στους οποίους μόνη της η κυβέρνηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί, ίσως για πρώτη φορά η μείζων αντιπολίτευση είναι τόσο ανίσχυρη και η όλη αντιπολίτευση τόσο πολύ διασπασμένη όσο σήμερα. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι η αντιπολίτευση ούτε μπορεί να ελέγχει την εξουσία ούτε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας.

Πολλοί λένε ότι το αντιπολιτευτικό έργο θα το επωμιστούν εντέλει οι κεντρώοι οπαδοί της κυβέρνησης όταν αυτή, μοιραία, θα αρχίσει να χωλαίνει ολοένα και περισσότερο από δικά της λάθη, από εξωτερικούς παράγοντες ή από τον συνδυασμό των δύο. Ακόμη κι έτσι, όμως, αυτή είναι η μισή δουλειά για την οποιαδήποτε αντιπολίτευση. Η άλλη μισή είναι να προσφέρει στην κοινωνία μια εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Οταν αυτή δεν υπάρχει, τότε η μόνη τακτική που απομένει στη διασπασμένη αντιπολίτευση με στόχο την επιβίωσή της είναι η διαρκής αμφισβήτηση της νομιμοποίησης της κυβέρνησης και, συνεπώς, η πολιτική αστάθεια.

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή