Το στέγαστρο της μετριότητας

Το στέγαστρο της μετριότητας

7' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχει η τάση και η συνήθεια να παίρνουμε συμβάντα της καθημερινότητας και να τα χρησιμοποιούμε ως αποδείξεις, ως τεκμήρια μιας αλήθειας στην οποία πιστεύουμε ήδη. Ένα πρόσφατο παράδειγμα; Το φιάσκο με το στέγαστρο Καλατράβα στο ΟΑΚΑ. Είναι μια τραγική και προβληματική ιστορία, το δίχως άλλο, που όμως χρησιμοποιείται ευρύτατα σε όλες τις εκπομπές και τα άρθρα ως τεκμήριο της αλήθειας ότι τίποτε δεν λειτουργεί σωστά σ’ αυτή τη χώρα, κανείς δεν ελέγχει τίποτε, και ότι υπάρχουμε από τύχη. Έχω μιαν αντίρρηση στην προκειμένη περίπτωση. Προσοχή: δεν έχω αντίρρηση ως προς το ότι τίποτε δεν λειτουργεί σωστά σ’ αυτή τη χώρα, και ως προς το ότι υπάρχουμε κατά τύχη. Με αυτά συμφωνώ. Η αντίρρησή μου έγκειται στο ότι η υπόθεση με το στέγαστρο Καλατράβα είναι αντιπροσωπευτικό τεκμήριο αυτής της αλήθειας.

Πρώτα απ’ όλα, στο δημόσιο διάλογο για το θέμα φαίνεται να ξεχνάμε το εξής: η είδηση είναι η μελέτη. Ο έλεγχος που έγινε. Το προληπτικό τσεκάρισμα. Η ιστορία με το στέγαστρο θα ήταν ιδανική απόδειξη της κακοδαιμονίας του κράτους και της ανεπάρκειας των πάντων αν το στέγαστρο είχε καταρρεύσει σε κάποια κεφάλια, ή απλά στο τσιμέντο από κάτω. Αλλά δεν έπεσε. Ούτε τεκμηριώνεται με βεβαιότητα από πουθενά ότι τα τελευταία χρόνια οποιοσδήποτε κινδύνευσε από αυτό. Ασφαλώς υπάρχουν πάρα πολλά ερωτηματικά για την συντήρηση, για το μάνιουαλ που χάθηκε, για τις ευθύνες και τις αρμοδιότητες όσων άφησαν την κατάσταση να φτάσει στο σημείο να κινδυνεύει ο Έλληνας να μην δει τους Coldplay το 2024, αλλά το ότι συζητάμε γι’ αυτά και όχι για τους αδικοχαμένους φιλάθλους ή τις καταπλακωμένες κερκίδες μας λέει ότι κάτι, κάπως, έστω την τελευταία στιγμή, λειτούργησε.

Το στέγαστρο της μετριότητας-1

Με αυτό ως δεδομένο, θα ήθελα τώρα να σας πω ποιο είναι το πραγματικό μάθημα από το φιάσκο με το στέγαστρο Καλατράβα. Όχι το ότι τίποτε απολύτως δεν λειτουργεί ακριβώς, αλλά το ότι στην Ελλάδα, πολιτισμικά, δεν μας ενδιαφέρει να κάνουμε τα πράγματα πάρα πολύ καλά. Αυτό. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το μήνυμα και εδώ. Δεν είναι η απόλυτη διάλυση το φαινόμενο. Αλλά το ότι αρκούμαστε να φτιάχνουμε τα πάντα γύρω μας με το μικρότερο δυνατό κόπο, χωρίς την προσοχή στη λεπτομέρεια, την επιμονή, την αφοσίωση, το μεράκι και την καπατσοσύνη που χρειάζεται για να γίνουν τα πολύ δύσκολα και τα πολύ σπουδαία.

Έχουμε πολλές αξίες στην κοινωνία μας, και πολλές από αυτές είναι σημαντικές και αξιόλογες, αλλά φοβάμαι ότι ο μόχθος για το απόλυτο, για το βέλτιστο αποτέλεσμα σε κάθε μας προσπάθεια δεν είναι μία από αυτές. Η τελειομανία έχει αρνητική χροία στη γλώσσα μας, η φανατική αφοσίωση στο στόχο θεωρείται εμμονή στα όρια της υπερβολής. Το “έλα μωρέ, καλό είναι” είναι ο κανόνας.

Παρακολουθούσα την κατασκευή του στέγαστρου Καλατράβα από κοντά (ήμουν γείτονας, τότε, πολύ νέος) με ενθουσιασμό και χαρά στην αρχή, από το στάδιο των πρώτων σχεδίων. Ήταν εμφανές από τότε ότι κάτι δεν πάει καλά. Η καθυστέρηση και η βιασύνη (το στέγαστρο “κούμπωσε” πάνω από το στάδιο μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την τελετή έναρξης) ήταν δείγματα ανησυχητικά -και μάλιστα τότε δεν ήξερα ότι δεν είχαν καν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες άδειες, και ότι όλη η κατασκευή ήταν αυθαίρετη. Η μεγαλύτερη ένδειξη, όμως, ήταν το τελικό αποτέλεσμα. Δεν ξέρω αν έχετε δει από κοντά άλλα έργα του Σαντιάγο Καλατράβα. Εγώ τότε είχα δει την “Πόλη των Τεχνών και των Επιστημών” που έχει σχεδιάσει στη Βαλένθια και πολύ αργότερα είδα και το Oculus στο ground zero του Μανχάταν. Μολονότι αντιλαμβάνομαι απόλυτα την κριτική που δέχονται τα έργα του από τους ειδικούς, εμένα μου αρέσουν πολύ -και αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η καθαρότητα, οι εξωγήινες, λιτές, λευκές γραμμές χωρίς καθόλου οπτικό “θόρυβο”. Ξανά: καταλαβαίνω ότι ο άνθρωπος είναι περισσότερο γλύπτης παρά αρχιτέκτων και ότι ίσως αυτά τα σχήματα δεν είναι πολύ κατάλληλα για κτίρια που χρησιμοποιούν κανονικοί άνθρωποι. Αλλά εμένα μου άρεσαν πολύ. Τι να κάνουμε τώρα. Όταν όμως μετά τη Βαλένθια είδα το στέγαστρο στο ΟΑΚΑ, κατάλαβα ότι αυτό εδώ είναι κάτι άλλο. Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά τα αρχικά σχέδια του ΟΑΚΑ ήταν πολύ διαφορετικά από το τελικό αποτέλεσμα. Αντί για την καθαρότητα των γραμμών και την άπλα της Βαλένθιας (και του αρχικού σχεδίου), στο ΟΑΚΑ έχουμε πάρα πολλά καλώδια, πολλές σιδεριές και σκαλωσιές να κρέμονται από το σκελετό του σκέπαστρου και, κυρίως, κάτι μεγάλα, άσχετα με το σχέδιο, εντελώς παράταιρα λευκά σίδερα που εξέχουν στις άκρες. Το ποδηλατοδρόμιο είναι πολύ πιο “καθαρό” και αυτάρκες, αλλά το Στέγαστρο είναι ένας οπτικός αχταρμάς. Φταίει και το ότι περιτριγυρίζεται από το κλειστό γυμναστήριο, το κλειστό κολυμβητήριο και το Golden Hall (πρώην IBC), τρία από τα πιο άσχημα κτίρια στην Ελλάδα, αλλά και από μόνο του δεν μοιάζει καθόλου με έργο Καλατράβα, με το πάρκο στη Βαλένθια ή με το Oculus. Επιδίωξα και έμαθα το γιατί τότε: τα σχέδια του αρχιτέκτονα/γλύπτη χρειάζονταν πολλές τεχνικές παρεμβάσεις για να γίνουν λειτουργικά και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των αγώνων, της ΔΟΕ και της φυσικής και, επειδή χρόνος δεν υπήρχε για να κάτσουνε μαζί να τις υλοποιήσουν με τον αισθητικά βέλτιστο τρόπο (όπως κατά κανόνα γίνεται στα άλλα του έργα, πάντα με μεγάλο κόστος και καθυστερήσεις), τις υλοποίησαν με τον ταχύτερο τρόπο, με καλώδια, σίδερα, και άλλες ακαλαίσθητες, βιαστικές, απαραίτητες και εξίσου αυθαίρετες προσθήκες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το στέγαστρο φτιάχτηκε, ο ήλιος δεν έκαιγε πάρα πολύ όσους κάθονταν από κάτω (αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι είναι φτιαγμένο από ημιδιαπερατό τζάμι -περνάει το φως) και όλα καλά. Όλα; Όχι ακριβώς. Γιατί με τις παρεμβάσεις και τις προσθήκες το στέγαστρο κατέληξε να μοιάζει με φαντεζί καμπυλωτή σκαλωσιά. Εκεί που θα έπρεπε να είναι ένα νέο τοπόσημο της Αθήνας, μια απαραίτητη στάση για κάθε τουρίστα (όπως είναι το πάρκο στη Βαλένθια), κανείς δεν ασχολείται μαζί του. Έχετε δει κανένα να ανεβάζει το ΟΑΚΑ στο Insta; Ακριβώς.

Και το μήνυμα από αυτή την ιστορία είναι το εξής: δεν μας νοιάζει. Δεν μας ένοιαζε τότε, και δεν μας νοιάζει έκτοτε. Αυτό είναι διαφορετικό φαινόμενο από το ότι στην Ελλάδα “δεν λειτουργεί τίποτε” -γιατί το στέγαστρο τελικά φτιάχτηκε. Από μια άποψη, είναι ακόμα πιο στενάχωρο. Γιατί ακόμα και τα πράγματα που κάνουμε, τα κάνουμε τσαπατσούλικα, μέτρια, με τον πιο γρήγορο τρόπο, χωρίς σεβασμό για τη διαδικασία, χωρίς αγάπη και μεράκι για το τελικό αποτέλεσμα. Σα να μη μας νοιάζει το να κάνουμε τις ζωές μας λίγο πιο πλήρεις, το περιβάλλον γύρω μας λίγο πιο προσεγμένο, την ψευδαίσθηση του ελέγχου μας στον κόσμο και στα πράγματα λίγο πιο πειστική.

Εξαιρέσεις υπάρχουν. Ο Νίκος Γκάλης, ο Μάνος Χατζιδάκης, το gov.gr και το ERTFLIX, κάτι καταπληκτικές καφετέριες, κάποιοι τρομεροί φούρνοι, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο Γιάννης Μόραλης. Και σε επίπεδο ατόμων και σε επίπεδο επιχειρήσεων ή οργανισμών, κάποια πράγματα δουλεύουν σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Αλλά είναι οι εξαιρέσεις. Οι Παρθενώνες. Ο κανόνας είναι η τσιμεντούπολη από κάτω, η μετριότητα, η επανάπαυση στο απλά επαρκές.

Αυτό έχει συνέπειες. Γιατί όταν δεν έχουμε την αναζήτηση μιας τελειότητας στην κουλτούρα μας, περιτριγυριζόμαστε από λιγότερη τελειότητα και άρα δεν μαθαίνουμε να επιζητούμε και να περιμένουμε την τελειότητα -ένας ανατροφοδοτούμενος κύκλος. Συνηθίζουμε να αρκούμαστε στη μετριότητα, στο άρπα-κόλλα, στο πασάλειμμα. Παύει να μας νοιάζει τα πράγματα να γίνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κι αυτό δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνο την υποβάθμιση της αισθητικής, της λειτουργικότητας και της ασφάλειας στα πάντα γύρω μας -αλλοιώνει και εμάς τους ίδιους. Δεν είναι τυχαίο το ότι πολύ λίγες ελληνικές επιχειρήσεις κατασκευάζουν προϊόντα παγκόσμιας κλάσης, ας πούμε. Η βιομηχανική παραγωγή είναι μια κατεξοχήν διαδικασία στην οποία η προσοχή στην λεπτομέρεια και η εμμονική αναζήτηση της τελειότητας είναι απαραίτητο συστατικό της επιτυχίας -και δυστυχώς πιστεύω (και ξέρω επιχειρηματίες που συμμερίζονται αυτή την άποψη) ότι δεν υπάρχουν πολλές Ελληνίδες και πολλοί Έλληνες εργαζόμενοι και επιχειρηματίες που μοιράζονται αυτές τις εμμονές. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις κάνουμε τη δουλειά με το μικρότερο δυνατό κόστος, στο συντομότερο χρονικό διάστημα και την πουλάμε όσο ακριβότερα γίνεται για όσο καιρό μας παίρνει, και καθόλη τη διάρκεια κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας. Η Attica Group, ιδιοκτήτρια εταιρεία της Blue Star Ferries, κέρδισε δύο χρυσά βραβεία ESG στις κατηγορίες “Business Ethics” και “Community Contribution” ενενήντα οκτώ ημέρες πριν ο ύπαρχος του Blue Horizon πετάξει τον Αντώνη Καρυώτη στα βρωμόνερα του λιμανιού. 

Για κάποιους από εμάς, είναι αβάσταχτο αυτό το πράγμα. Η διαρκής ανοχή στην τσαπατσουλιά και το άρπα-κόλλα μολύνει τα πάντα: το τι περιμένουμε από το κράτος, το τι περιμένουμε ο ένας από τον άλλο. Είναι μια υπόγεια αόρατη διάβρωση αυτή, γιατί στην επιφάνεια πράγματα μοιάζουν να γίνονται. Δρόμοι φτιάχνονται, κτίρια χτίζονται, σκέπαστρα κατασκευάζονται με δεκάδες εκατομμύρια κόστος, την τελευταία στιγμή. Αλλά το άρπα-κόλλα είναι παθογένεια. Όσο επικρατεί ως κανόνας οδηγεί στην καθολική τσαπατσουλιά, στο μηχανοδηγό του “πάμε κι όπου βγει”, στην εκλογή ενός άσχετου, άγνωστου αμερικάνου στην προεδρία ενός κόμματος, στο στέγαστρο Καλατράβα και στα καράβια που φεύγουν απ’ το λιμάνι με τον καταπέλτη ανοιχτό. Όλα είναι εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει λόγος να προσπαθήσουμε λίγο παραπάνω, να τα κάνουμε λίγο καλύτερα, επειδή είναι δύσκολο. Το να γίνονται τα πράγματα σωστά, με λογική, με προσπάθεια, με διαδικασίες και με μέθοδο είναι δύσκολο πράγμα. Και πες-πες, μετά από αιώνες τσαπατσουλιάς και ανοχής στο άρπα-κόλλα, έχουμε μάθει να πιστεύουμε, ίσως, ότι δεν μας αξίζει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή