H λαϊκή ως τελετουργία στον δημόσιο χώρο

H λαϊκή ως τελετουργία στον δημόσιο χώρο

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν έχει λαϊκή, η συνηθισμένη ροή σταματά. Γίνεται παύση, ο δρόμος αλλάζει λειτουργία. Οι οδηγοί χάνουν. Πρέπει να στρίψουν, να παρακάμψουν, να βρουν αλλού διέξοδο. Το χώρον στάθμευσής τους τον καταλαμβάνουν πάγκοι με μελιτζάνες και φασολάκια. Για λίγο, κερδίζει ο δημόσιος χώρος που απευθύνεται στους πεζούς που πορεύονται κι αργοπορούν, μυρίζουν και αγγίζουν. Καταλαβαίνεις ότι κάπου έχει λαϊκή απ’ τις γιαγιάδες με τα καροτσάκια. Αυτοί οι ριγμένοι κάτοικοι της πόλης ξεμυτίζουν, για να πιάσουν με τα χεράκια τους πιπεριές και ντομάτες. Να παζαρέψουν ακόμη και τα δύο ευρώ. Να βρουν το δίκιο τους μ’ όσους την προηγούμενη εβδομάδα τις αδίκησαν πουλώντας τους ξινά σταφύλια. Να μιλήσουν μ’ όποιον σταθεί να τις ακούσει, να σπάσει αυτή την εσωτερική τους ρετσινιά, τη μοναξιά τους.

Η δική μου γιαγιά για πολλά χρόνια πούλαγε πράγματα στη λαϊκή. Ακόμη έχει στο σπίτι της απόθεμα από ανθυγιεινές μπλε σακούλες κι ακόμα η βασική πηγή υπερηφάνειάς της, εκτός από παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, είναι τα ζαρζαβατικά της. Μου έχει τύχει σε λαϊκές στο Παγκράτι, στην Καλλιθέα, στα Εξάρχεια να πετύχω αυτού του είδους το παίνεμα του εμπορεύματος που δεν έχει σχέση με τα λεφτά – έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι που πουλάνε πράγματα στη λαϊκή βγάζουν ψίχουλα για μια δουλειά σκέτο σκότωμα. Μου έχει τύχει να βρω κι αυτή τη σπάνια ντροπή όταν ξινίζει ή μαραγγιάζει το εμπόρευμα, όταν σ’ το δίνουν κάπως με το ζόρι, κοψοχρονιά.

Αραδιασμένα σε σωρούς κίτρινα λεμόνια και πράσινα χόρτα καταλαμβάνουν τον δημόσιο χώρο και ταΐζουν το μάτι. Ο ήλιος τα βρίσκει από μία σχισμή της τέντας. Χέρια πάνε κι έρχονται, συνήθως ροζιασμένα ή χαρακωμένα απ’ τη δουλειά. Δάχτυλα ήλιου ψαχουλεύουν τον άνηθο εκεί που οι ομπρέλες αφήνουν κενό. Ψάχνουν ν’ αρπάξουν τον κόπο των πωλητών, να τον μπαγιατέψουν. Αγοράζω πράγματα χωρίς να έχω συνταγή στο μυαλό μου, μόνο και μόνο επειδή μυρίζουν χώμα. 

Τι κόσμος ψωνίζει στη λαϊκή; Γιαγούλες και γέροι, νεολαία προς το μεσημέρι, τουρίστες, μετανάστες, ντόπιοι φτωχοί ή της μεσαίας τάξης, μοναχικοί τύποι που θέλουν να πιάσουν την κουβέντα, αργόσχολοι, μαγείρισσες που ξέρουν. Ως γνήσια τελετουργία του δημόσιου χώρου, η λαϊκή περιλαμβάνει μία μείξη των τάξεων και των καταβολών. Ανθρωποι συγχρωτίζονται πάνω από πάγκους μέσα στην εξισωτική (προς τα κάτω) δίνη της κρίσης των τιμών, γκρινιάζουν για το σούπερ μάρκετ, για τα πλαστικά λαχανικά. 

Η γυαλάδα των λαχανικών του σούπερ μάρκετ πάντα μου θύμιζε παιδικό παιχνίδι ή αυτά τα κακάσχημα ψεύτικα διακοσμητικά λουλούδια. Η ομορφιά τους είναι τεχνητή και ακριβή. Η μεταφορά, η πλαστική συσκευασία τους, το ταξίδι τους στον κόσμο, μία πολυτέλεια. Τ’ αληθινά λαχανικά έχουν χώμα και εξογκώματα, αυλακιές και σημάδια. Μυρίζουν βροχή κι αέρα κι έχουν την ιστορία τους. Δεν ξεπήδησαν από κάτι που μοιάζει με κουζίνα της Barbie και δεν χρειάζονται αυτό το τεχνητό φως για να γυαλίσουν, μαζί με τη χαμηλή θερμοκρασία του σχετικού διαδρόμου, όπου το παραμύθι υγείας και φρεσκάδας από την αγορά φρούτων και λαχανικών κοστίζει πλέον όσο ένα βιβλίο, μια έξοδος στο σινεμά, ένα έτοιμο γεύμα.   

Οποτε πηγαίνω στη λαϊκή, νιώθω πως κανείς δεν υποκρίνεται κι ελπίζω τα πράγματα να μείνουν έτσι. Οι άνθρωποι που πουλάνε τα λαχανικά δεν φτιασιδώνονται για να πουλήσουν. Ούτε πειράζουν τα λαχανικά τους, κάποια έχουν λάσπη κι άλλα σημάδια απ’ τη βροχή. Αυτοί που αγοράζουν δεν ντρέπονται να είναι περίεργοι, ν’ αφήσουν το βλέμμα και το χέρι να χορτάσει, να πουν μια κουβέντα.

Στη λαϊκή κάνω διαλογισμό χωρίς να χρειάζεται να νιώθω γελοία (πού ακούστηκε να κάθομαι σαν τον βούδα και να κοιτάζω ένα κερί που δεν μυρίζει όπως το χώμα στο χωριό μου;). Η ταλαιπωρία από το περπάτημα, η εξάντληση από το κουβάλημα, οι απόκοσμες εκφράσεις των ψαριών, το προϊστορικό τους, πλάγιο βλέμμα, ο ήχος του νερού που στάζει από βαρέλια και τελάρα, τα φευγαλέα αγγίγματα μ’ αγνώστους, η τραχιά, άμεση ευγένεια των πωλητών που κάνουν τόσο κόπο για το τίποτα, η θρησκευτικότητα των γιαγιάδων που σέρνονται σ’ αυτό το διαρκές μαρτύριο της ζωής τους κι ευγνωμονούν για ένα σακουλάκι καλά κόκκινα σύκα. Η σκέψη πως κάποιος σηκώθηκε νύχτα, κουβάλησε, έστησε τους πάγκους του, για να προσφέρει φρούτα στους διερχόμενους. Κι ότι αυτό κάνει, έτσι περνάει τη ζωή του, μες στην αγωνία αν θα βρέξει ή θα φυσήξει. Κι ότι απ’ όλο αυτό βγάζει «μέλια» που τα δίνει για λίγα ευρώ. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή