Μαζί μας ο εθισμός γίνεται… παιχνίδι

Μαζί μας ο εθισμός γίνεται… παιχνίδι

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτή η βλακώδης ατάκα θα έμπαινε κάτω από πράγματα που καταναλώνουμε μαζικά κάθε μέρα, εάν ζούσαμε λίγα χρόνια πριν και το ίντερνετ ήταν ακόμα μία παράξενη γωνία που κρύβεσαι από γονείς και καθηγητές, για να παίξεις και να κάνεις στα κρυφά επικίνδυνα πράγματα. 

Τώρα καταναλώνουμε πράγματα ψηφιακά. Κι αυτή η χαζή ατάκα δεν μπορεί να μπει κάπου, γιατί η ουσία του παιχνιδιού είναι να παίξεις χωρίς να καταλαβαίνεις σε τι ιλιγγιώδη φάκα έχεις πιαστεί. 

Διάφορα θεωρητικά κείμενα έχουν μελετήσει το φαινόμενο της εργασίας ως παιχνιδιού. Της μανίας των μάνατζερ να κάνουν κάτι «φαν». «Περνάμε ωραία», λένε μερικές φορές οι ηγέτες/ηγέτιδες κάποιου χώρου εργασίας και είναι μια τίμια δήλωση εάν οι υπάλληλοι λούζονται με παροχές και καλούς μισθούς, αλλά μια σκέτη γελοιότητα άμα η διοίκηση τους ταΐζει με την αποδοχή που έπρεπε ν’ αναζητούν αλλού. Οι «ομαδικές δραστηριότητες» στη δουλειά, το υποχρεωτικό «δέσιμο», οι εκδρομές σε συνέδρια είναι συνήθως στιγμές αλλόκοτου και λίγο ευτελιστικού παιχνιδιού για τους υπαλλήλους. Η εργασία ως παιχνίδι δημιουργεί την πολυπόθητη σύγχυση, πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι κυρίως εργάζεται για να πληρώνεται και, αν είναι τυχερός, να αυτοπραγματώνεται. Την ώρα του παιχνιδιού όλα επιτρέπονται κάπως. Χαζολογάς και πας. 

Αυτή η φόρμουλα εφαρμόζεται στην κατανάλωση «περιεχομένου». Η παραγωγή του ξεκίνησε σαν παιχνίδι, αλλά πλέον μοιάζει με δουλειά και μέρα με τη μέρα γίνεται δουλειά δουλειά, καθαρή δουλειά. Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, δεν μπορούμε πια να «παραγάγουμε περιεχόμενο», δεν νιώθουμε άνετα μες στις πλατφόρμες, δεν ξέρουμε την τελευταία παραξενιά της πιο πρόσφατης αρχιτεκτονικής στην Καλιφόρνια ή την Κίνα. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το παιχνίδι έχει γίνει ακραία ανταγωνιστικό, απαιτεί επενδύσεις χρόνου και τεχνολογίας (καθαρές εργατοώρες), κεφάλαιο για διαφήμιση και βοήθεια από άλλους επαγγελματίες (όπως, στους «παραδοσιακούς» κλάδους της διαφήμισης), επαγγελματικό φωτισμό, ακριβό κινητό και γενικώς σαχλοάνετη σοβαρότητα. Κάποιοι ίνφλουενσερς μένουν σ’ ένα διαρκές αυτοσχέδιο ριάλιτι. Κάποιοι ΤικΤόκερς στην Ασία κερδίζουν, λέει, υπέρογκα ποσά.

Ομως, η κατανάλωση του «περιεχομένου» παραμένει παιχνίδι. Ενα προσωπικό πανηγύρι. Εντονα χρώματα και κακότεχνα πλάνα που θυμίζουν κάτι απ’ το παλιό, μη επαγγελματικό, ακατέργαστο κι αλλόκοτο ίντερνετ όπου έκανες ό,τι ήθελες. Αυτή η αίσθηση κάνει γοητευτικά τα βίντεο όπου κάποιος αχτένιστος άνθρωπος της διπλανής πόρτας με υπερβολική συνείδηση της κάμερας και του κοινού δίνει συμβουλές καθαρισμού νεροχύτη. Είναι σαν να σε κοιτάει και να νιώθει χάλια γι’ αυτό, έχει τη γοητεία που πολλά χρόνια πριν είχαν οι φωτογραφίες απλών ανθρώπων στις ξένες εφημερίδες, όταν έπιαναν το πιο μεγάλο ψάρι της περιοχής τους ή κατέθεταν στο αστυνομικό δελτίο. Δεν έχει κάτι θεμελιωδώς άσχημο το ΤικΤοκ; Δεν είναι γνησίως παράξενη η αισθητική του; Και κάποιοι απολύτως επιτυχημένοι ΤικΤόκερς δεν είναι απλά μάστορες του αλλόκοτου και άβολου; Εχει κάτι γλιτσερό και σιχαμερό και αστείο. Είναι το οπτικό ανάλογο του να τρως γαριδάκια και μετά να γλείφεις τα δάχτυλα. 

Κάτω απ’ το παιχνίδι περνούν ολόκληρα ρεύματα νοηματοδότησης της σύγχρονης ζωής. Τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο; Για τι πράγμα να μιλήσουμε στο μπαρ; Τι να φάμε; Μερικές φορές βλέπω στα μαγαζιά κάποιο παράξενο αντικείμενο (αποσμητικά χώρου, ένα εντελώς περίεργο  μάνγκα πρώτο σε πωλήσεις) και τα νιώθω σαν μάννα πεσμένο εδώ από τον χαμηλοτάβανο, ιντερνετικό ουρανό που κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. 

Η διαφήμιση στόχευε στη δημιουργία ενός προσωποποιημένου ονείρου, τώρα όχι μόνο φαντάζεσαι, αλλά παίζεις και τον ρόλο, μπορείς να παίξεις τον εαυτό σου, να μάθεις τα λόγια σου. Αλλοτε το παιχνίδι ήταν το άνοιγμα προς τους άλλους, η απαλλαγή απ’ τη μιζέρια του να παίζεις μόνος. Τώρα, χωρίς να ξέρεις πώς, έχει γίνει της μόδας η διατροφή με πρωτεΐνες, η άρση βαρών και αυτές οι αηδιαστικές μπάρες που είναι σαν τσιχλόφουσκα με γεύση μπανάνα για φουσκωτούς/φουσκωτές. 

Γεύση μπανάνα έχουν και τα τσιγάρα. Μπανάνα, φράουλα, τσιχλόφουσκα, μπισκότο. Σαν να καπνίζεις το αρωματικό κερί σου. Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μυρωδιά φρεσκοψημένων μπισκότων μια κρύα νύχτα του χειμώνα κατ’ ευθείαν μέσα στους πνεύμονες και στον εγκέφαλό σου. 

Ενώ το τσιγάρο τσιγάρο, αυτό το σιχαμένο πράγμα με στάχτες, είχε γίνει το facebook των ειδών καπνιστού, κάποιοι πολύ καλά αμειβόμενοι άνθρωποι σκέφτηκαν να πάρουν το παλιό νιντέντο, εκείνα τα δεινοσαυράκια/σκυλάκια/μπρελόκ της δεκαετίας του ’90 που τα «τάιζες» και τα κουβαλούσες στην τσέπη σου, κάποιες αδιευκρίνιστες καρκινογόνες ουσίες που ακόμη εξετάζονται ως προς τις ακριβείς θανατηφόρες συνέπειές τους, λίγα αρωματικά απ’ αυτά που αποδεδειγμένα φέρνουν καρκίνους, γεύσεις, μυρωδικά και πολύ πολύ σπρώξιμο και να εθίσουν τα μικρά στο κάπνισμα. Στα μίνι μάρκετ πλάι στις τσίχλες έχει κι αυτά. Ασε τους γέροντες να αντιμετωπίσουν τα ανοιχτά ούλα που χάσκουν με πύον και λακούβες σαν κρατήρες μακρινού πλανήτη, άσε τους νοσταλγούς του ροκ εν ρολ να καπνίζουν έξω σαν κακομοίρηδες που θέλουν να γίνουν ο διασωληνωμένος άνθρωπος της φωτογραφίας του πακέτου, τα μικρά ατμίζουν. 

Εθισμός που δεν θα σε κάνει να φαίνεσαι ένας αποτυχημένος και μισός στη δουλειά και τη σχέση. Εχει και μια κρυφή, λυπηρή ευγένεια: βλάπτομαι, αλλά –δείτε– εκπνέω φράουλες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT