Μαντίλες, μαυροφορεμένοι και Καζαντζάκης σελφ χελπ

Μαντίλες, μαυροφορεμένοι και Καζαντζάκης σελφ χελπ

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν δεν είχα διαβάσει Καζαντζάκη μικρή, θα νόμιζα πως είναι κάποιος σελφ χελπ τύπος που σου λέει πώς να τρως και να γυμνάζεσαι. Πήγα στο σινεμά τις προάλλες και είχε κόσμο. Χάρηκα. Το κέντρο της πόλης γεμάτο ζωή, είχαν στολίσει τους δρόμους.

Πριν παίξει το Τέρας, το σινεμά μάς έδειξε τα προσεχώς. Με επική μουσική, μαύρες φορεσιές, μούσια και βλέμμα τρελού έσκασαν κάτι τύποι, εμφανώς Κρητικοί, περίεργοι φωτισμοί τύπου θρίλερ-για-το-σπίτι και σκόρπιες λέξεις που τα προωθητικά μηνύματα πάσχιζαν να αποδώσουν στον πιο πολυμεταφρασμένο Ελληνα συγγραφέα και μετά σκέφτηκα όλες αυτές τις τηλεοπτικές σειρές που μας γυρίζουν πίσω, στην επαρχία – όμως ποια επαρχία; 

Ανακοινώνονται καινούργιες σειρές. Τελειώνουν οι παλιές. Κι η ελληνική παραγωγή πραγματικά διψάει για μαντίλα και σκυμένη μάνα-γιαγιά-κόρη πλάι στο τζάκι και φώτα που σβήνουν πάνω από πρόσωπα πολύ καλών ηθοποιών, που ορθώς κάνουν τη δουλειά τους ανεξαρτήτως σεναρίου, κι αναρωτιέμαι τόσο για πέταμα είναι τέλος πάντων η ζωή μας τώρα, το τώρα τώρα, ώστε η καταγραφή της δεν μετράει μία και η οπτική αποτύπωση της ελληνικότητας πρέπει να είναι κάτι σαν επέκταση εκείνων των τρομακτικών εορτασμών του 1821, σαν νέτφλιξ που ’χει πάρει ελληνικά αναβολικά, μελόδραμα και φαντασίωση και δραματοποίηση βαλκανομεσογειακή για μία επαρχία κάπως άγρια και αξημέρωτη-εξημερωτική, αυθεντική-υποκριτική, με ημίτρελους που μαλώνουν;

Δεν θα πω: τι ψάχνετε εκεί, στην επαρχία; Γιατί έχει πολλές ιστορίες και μια ανεξάντλητη παράδοση (βλ. δημοτικά). Αλλο μ’ ενοχλεί. Ισως, η στοχευμένη κατασκευή ενός επαρχιακού τόπου κάπως ανύπαρκτου που δεν μυρίζει όπως τα χωριά μας και δεν μας θυμίζει τίποτα (και γιατί να θυμόμαστε συνέχεια; δεν έχουμε παρόν;).

Είναι το χάιδεμα μιας ελπίδας φυγής/παραίτησης και ίσως, υπ’ αυτή την έννοια, θέαμα για πληθυσμούς των πόλεων που έχει κουδουνίσει το μυαλό τους απ’ το σούπερ μάρκετ, που ακριβαίνει, και το ωράριο-κόλαση, και θα ήθελαν μετά τη δουλειά να καθίσουν κάπου που δεν απαιτείται κι ακριβώς η προσοχή τους και να δουν μια σειρά/ταινία αργόσυρτη φούγκα με τους αγαπημένους τους ποιοτικούς (όχι ειρωνικό) ηθοποιούς και με νέα πρόσωπα (όχι ειρωνικό) που ξέρουν να παίζουν. Μία επαναλαμβανόμενη χορογραφία ίντριγκας, προσεγμένων κοστουμιών, χωμάτινης σχέσης με τον τόπο, ψιλοφανταστικής παράδοσης και αλλόκοτων «ηθικών» «κωδίκων». 

Κάτι τέτοιο φαίνεται να πουλάει τώρα. Κι αφού πουλάει, επενδύονται χρήματα και το αποτέλεσμα είναι από αξιοπρεπές έως συνεπές προς τις προθέσεις του. Τι σχέση έχει, όμως, με τη ζωή των ανθρώπων στην επαρχία ή την πόλη;

Γιατί κανείς δεν αγωνιά να φτιάξει μια σειρά ή ταινία για το πώς ζουν τώρα τώρα οι άνθρωποι εκεί; Μήπως επειδή δεν είναι και τόσο ελληνικό, δήθεν; Η αλήθεια είναι πως οι χωριάτες δεν φορούν πια φορεσιές και περνούν τον χρόνο τους παρέχοντας υπηρεσίες, αντί να βόσκουν. Οι βοσκοί μερικές φορές είναι κορίτσια ή νέα παιδιά που έχουν e-shop και λογαριασμούς σε γνωστή κινεζική ή αμερικανική πλατφόρμα, e-banking και απόψεις καθόλου άγριες – χαλάει η σούπα; 

Η κλεισούρα και η κλειστοφοβία, το πνίξιμο και το αλλόκοτο που υπονοείται με τους υποβλητικούς φωτισμούς σπηλαίου στις τηλεοπτικές σειρές και τις ταινίες που «βασίζονται» (άπειρα εισαγωγικά) στη δουλειά του Παπαδιαμάντη ή του Καζαντζάκη, υπάρχει στην επαρχία και στην Αθήνα, στην Ελλάδα όλη, που εμφανώς είναι σκηνικό για θρίλερ ή γκόθικ παραμύθι, αλλά για να τη βρούμε, να την ξεμπροστιάσουμε και να την ξορκίσουμε πρέπει –νομίζω εγώ– να τη δούμε έτσι όπως είναι τώρα. 

Εχοντας πει αυτά, προφανώς ο καθένας παράγει ό,τι έργο θέλει. Κι αν είναι εμπορική επιτυχία, όλες αυτές οι επιστροφές σε μια επαρχία που βασικά δεν υπάρχει, πάλι καλά για όλους τους συντελεστές. 

Βλέποντας, όμως, τόσους νέους ηθοποιούς να παίζουν (άψογα συνήθως) κάτι που δεν είναι ακριβώς δικό τους, περιμένω και την «αυτοδιόρθωση» της τάσης που σταδιακά θα ’ρθει. Ολο Κρήτη-Κρήτη-μαυροφορεμένοι, κάπου θα εκβάλει αυτό. Ισως σε νέα πράγματα που θα λένε τις τωρινές ιστορίες, όπως έγινε και τα χρόνια της κρίσης, αλλά και πριν που υπήρχε μια έκρηξη χιούμορ που μετά έγινε παρωδία των πάντων, φάγωμα/πικρός κυνισμός/«σάτιρα» για σκύλους και σταδιακά σιωπή κάτω από στρώματα «παράδοσης», έθνους και αδίστακτα σοβαροφανούς σεναρίου.

Ας σημειωθεί, πάντως, ενώ δεν χρειάζεται, ότι ο Παπαδιαμάντης έγραφε για τον κόσμο του, όχι για τον κόσμο κάποιου άλλου. Δεν αλληθώριζε, δεν έψαχνε νοήματα μέσα από διαθλάσεις. Ελεγε για τους ταπεινούς και βασανισμένους ανθρώπους που ήξερε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT