Η γηπεδική βία και η αμήχανη Αριστερά

Η γηπεδική βία και η αμήχανη Αριστερά

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ανέκαθεν η Αριστερά έβλεπε με μια αμηχανία το ποδόσφαιρο, αν και πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη της το λάτρευαν. Θεωρούσε πως ήταν ένα δεύτερο «όπιο του λαού», διότι αποπροσανατόλιζε τους εργαζομένους από τα πραγματικά προβλήματά τους.

Η Αριστερά φοβόταν πως ο οπαδός, έχοντας αναγορεύσει τη λατρεία για την ομάδα του σε μέρος της ταυτότητάς του, θα έθετε στην υπηρεσία της όλη την ενέργειά του, όλο το είναι του. Εβλεπε τον οπαδισμό ανταγωνιστικά προς την πολιτική στράτευση. Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε όταν το ποδόσφαιρο πέρασε στον χώρο του επαγγελματισμού, καθώς οι ιδιοκτήτες των ομάδων ήταν πλέον μεγαλοκεφαλαιούχοι. Εβλεπε πίσω από αυτή τη νέα κατάσταση την εμπορευματοποίηση του αθλήματος –μια πομφόλυγα που την ακούμε και από σοβαρούς ανθρώπους– που εκτός από το κέρδος απέβλεπε και στη χειραγώγηση των μαζών. Πολύ αργότερα, στη δύση της, η Αριστερά διαπίστωσε πως το ποδόσφαιρο ήταν ένα λαϊκό άθλημα.

Αντιμετώπιζε το φαινόμενο αμήχανα και για έναν πρόσθετο λόγο. Διότι απέναντι στους ταραξίες ήταν οι δυνάμεις καταστολής, που η Αριστερά τις έβρισκε απέναντί της στις δυναμικές κινητοποιήσεις της.

Ετσι και τη γηπεδική βία την αντιμετώπιζε αμήχανα και για έναν πρόσθετο λόγο. Διότι απέναντι στους ταραξίες ήταν οι δυνάμεις καταστολής, που η Αριστερά τις έβρισκε απέναντί της στις δυναμικές κινητοποιήσεις της. Για να ξεγλιστρήσει από το πρόβλημα και τις αντιφάσεις της αντιμετώπισής του, πρόβαλε τη θέση πως αυτό είναι ένα φαινόμενο με ρίζες κοινωνικές και, ως εκ τούτου, δεν αντιμετωπίζεται με κατασταλτικά μέτρα. Προφανώς, υπονοεί η Αριστερά πως αυτό το αρνητικό φαινόμενο θα εκλείψει όταν εκλείψουν και οι κοινωνικές συνθήκες που το παράγουν, δηλαδή όταν έρθει ο σοσιαλισμός.

Αυτή την καραμέλα των κοινωνικών αιτίων της γηπεδικής βίας την αναμασούν πλέον όλοι όσοι ασχολούνται με το θέμα. (Αλλο τα αίτια ενός φαινομένου και άλλο οι κοινωνικές συνέπειές του.) Γιατί; Διότι είναι εύπεπτη. Παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες την αντιμετώπιση του φαινομένου, δηλαδή τη λήψη συγκεκριμένων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων. Οι ρίζες της βίας στα γήπεδα οφείλονται στο ότι ο οπαδός έχει μια ερωτική σχέση με τη φανέλα και την ομάδα. Τη λατρεύει, χαίρεται, απογοητεύεται, κλαίει, μαλώνει, θυμώνει, ματώνει για αυτή. Στις αποτυχίες αισθάνεται προδομένος. Και αυτή η ερωτική σχέση δεν γνωρίζει ταξικές διακρίσεις. Στις θύρες των φανατικών βρίσκονται φτωχόπαιδα, πλουσιόπαιδα και παιδιά μεσοαστικών οικογενειών. Η αγάπη για την ομάδα τούς ενώνει και συγχρόνως παράγει το μίσος για τον αντίπαλο, για τον Αλλον, που θα πρέπει να συντριβεί. Τα ραντεβού του θανάτου δένουν τους οπαδούς με τους δεσμούς του αίματος, του δικού τους και των αντιπάλων τους. Είναι μια δοκιμασία πίστης και αφοσίωσης προς την ομάδα και τους συμμαχητές. Αυτός ο παροξυσμός ακυρώνει τη λειτουργία της κρίσης, παραλύει τις αντιστάσεις. Οταν ο «μεγάλος» σού πει να πετάξεις μια μολότοφ ή μια φωτοβολίδα, δεν υπάρχει «όχι». Είναι διαταγή. Χωρίς δεύτερη σκέψη υπακούς.

Αυτές οι πολύπλοκες σχέσεις δεν επιδέχονται μονοσήμαντες ερμηνείες, δεν μπαίνουν σε ιδεολογικά καλούπια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT