Εγγενές γνώρισμα της προσωπικής ποίησης είναι να προσβλέπει και στο μέλλον. Οταν η Σαπφώ εισάγει το σφριγηλό λυρικό της εγώ, καταθέτει συγχρόνως την πεποίθηση της αθανασίας. Μεταφράζω: «Και λέω πως κάποιος θα βρεθεί / στα χρόνια που θα ‘ρθούν / να με θυμάται». Ή πάλι, διαβεβαιώνει κάποια εκ των «αμούσων και αμαθών γυναικών» ότι την περιμένει η λήθη: «Οταν νεκρή θα κείτεσαι, / κανένας δεν θα σε θυμάται, κανένας δεν θα σε ποθεί, γιατί οι Μούσες / με της Πιερίας τα ρόδα δεν σε στόλισαν».
Η δημοτική ποίηση, αντίθετα, η ποίηση των ανωνύμων και ακτημόνων συνδημιουργών, ορίζει το παρόν ως πεδίο της. Δεν υφαίνεται για να ακουστεί και στο μέλλον, έστω κι αν η εμπειρία της τής δείχνει ότι η εκάστοτε παροντική πραγμάτωσή της αντλεί πάμπολλα στοιχεία από το παρελθόν. Αν λοιπόν τα δημοτικά τραγούδια συνιστούν ποικίλου είδους μαρτυρίες (γλωσσικές, ιστορικές, ηθολογικές, θρησκειολογικές, κοινωνιολογικές, εθνολογικές), αυτό δεν συμβαίνει επειδή το σχεδίασαν. Δεν το θέλησαν καν.
Οντας λοιπόν ασχεδίαστες και απρογραμμάτιστες αυτές οι μαρτυρίες, μπορεί να θεωρηθούν και μη σκόπιμες, άρα και αμερόληπτες σε πολύ μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτό και συνιστούν πολύτιμη πηγή, που επικουρεί τις υπόλοιπες. Με την προϋπόθεση ότι μπορούμε, κάθε φορά, να είμαστε βέβαιοι για τη γνησιότητα των τραγουδιών. Γιατί αρκετά από αυτά τα έπληξε η σκοπιμότητα των λογίων και τα αλλοίωσε.
Το Κρυφό Σχολειό
Μαρτυρεί άραγε υπέρ της ιστορικότητας του Κρυφού Σχολειού το τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό», επικουρώντας τον πίνακα του Νικόλαου Γύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη; Μολονότι το Κρυφό Σχολειό χαρακτηρίζεται μύθος ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια, η σιγουριά ορισμένων ότι επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν κρυφά σχολεία δεν έχει καμφθεί. Η ύπαρξή τους άλλωστε προτείνεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν απόδειξη της μέριμνάς της στους αιώνες της σκλαβιάς να μαθαίνουν οι υπόδουλοι Ελληνες πέντε αράδες γράμματα, όπως η κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό προτείνεται σαν απόδειξη της πρωταγωνιστικής της συμμετοχής στον Αγώνα.
Στα «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια» του Κλωντ Φωριέλ (1824-1825) συναντάμε τον εναρκτήριο στίχο «Φεγγαράκι μου λαμπρό», οι επόμενοι όμως ιστορούν εντελώς διαφορετικό περιστατικό: «Φεγγαράκι μου λαμπρό, / φέγγε και περπάτηγε, / για να σε ρωτήσομε / δι’ ένα δυο Γραικόπολα / και Γρεβενιτόπουλα. / Χήραν Τούρκαν δούλευαν». Ολη ημέραν στον ζυγό». Οσο ξέρω, πρώτος δημοσίευσε το «Παιδικόν τραγούδι» ο Ντάνιελ Σάντερς το 1844, στο Μάννχαϊμ: «Φεγγαράκι μου λαμπρό! / Φώτα με, να περπατώ, / να παγαίνω στο σχολειό, / να μαθαίνω γράμματα / και Θεού τα πράματα».
Το 1960 ο Αρνολντ Πάσσοβ δημοσίευσε μια παραλλαγή με τον τίτλο «Ναννάρισμα», ως τόπο προέλευσης την Ανδρο: «Φεγγαράκι μου λαμπρό, / φέγγε μου να περπατώ, / να πηγαίνω στο σχολειό, / να μαθαίνω γράμματα, / του Θεού τα πράγματα, / ραψίματα, κεντήματα, / του Θεού θελήματα».
Αλλη εκδοχή καταγράφει ο Νικόλαος Δραγούμης στις «Ιστορικές αναμνήσεις» (1874): «Οπου διά τον φόβον των κρατούντων ελάχιστος αριθμός μαθητών μετέβαινον διά νυκτός εις σχολείον κείμενον εν παραβύστω τινί γωνία, άδοντες, ως ει επλανώντο χάριν ευθυμίας εις τας οδούς, το επίτηδες ποιηθέν τούτο άσμα: Φεγγαράκι μου λαμπρό, / φέγγε μου να περπατώ, / να πηγαίνω στο σχολειό, / να μαθαίνω γράμματα, γράμματα μαθήματα / του Θεού ποιήματα».
Η «Μάνα φόνισσα»
Παράτολμο μου φαίνεται να τραγουδούν τα παιδιά νυχτιάτικα και να αυτοστοχοποιούνται με στίχους αστόχαστα αποκαλυπτικούς. Και μάλλον ισχνό φεγγάρι θα προτιμούσαν παρά λαμπρό. Εν πάση περιπτώσει, ένα τραγούδι εξαιρετικής ποιητικής στάθμης, η συγκλονιστική παραλογή «Μάνα φόνισσα», παρέχει αντίθετη μαρτυρία από το «Φεγγαράκι», αφού ο Κωσταντής πηγαίνει στο σχολείο του στο φως της μέρας:
«Μικρός μικρός στα γράμματα, μικρός και στο ψαλτήρι / κι ο δάσκαλος το σχόλαζε να πάει να γιοματίσει. /
Στον δρόμον οπού πήγαινε τον Θεό παρακαλούσε: /”Θε μου, να βρω την μάνα μου μαζί με τον πατέρα”. /
Βρίσκει την μάνα κι έπαιζε με ξένο παλικάρι. / “Τι έκαμες, μανούλα μου, με ξένο παλικάρι; / Το βράδυ να ‘ρθ’ αφέντης μου και θα το μαρτυρήσω”».
Πρώτος δημοσίευσε το «Παιδικόν τραγούδι» ο Ντάνιελ Σάντερς το 1844, στο Μάννχαϊμ: «Φεγγαράκι μου λαμπρό! / Φώτα με, να περπατώ, / να πα- γαίνω στο σχολειό, / να μαθαίνω γράμματα / και Θεού τα πράματα».
Ο σύζυγος τιμωρεί τη φόνισσα μάνα σκοτώνοντάς τη, συνεχίζει όμως να την τιμωρεί και μετά τον θάνατό της:
«Mα ν-αντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του, / και στο λαιμό της το ‘βαλε, της κόβει το κεφάλι· /
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει, / κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο. /
Kι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα. / “Αλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι, /
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη, / για να ‘ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι, / για να ‘ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι”».
Τα τραγούδια μιλούν και για τα γράμματα. Η προφορικότητα και η εγγραμματοσύνη ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι όμως δεν βρίσκονται σε διαφορετικά ή οπωσδήποτε εχθρευόμενα σύμπαντα. Αλληλογνωρίζονται και, από ένα σημείο και έπειτα, αλληλοεπηρεάζονται μέσα από τις αμφίδρομες σχέσεις τους. Ο λαϊκός τραγουδιστής, ο δήμος δηλαδή, αποδίδει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στα γράμματα και μάλιστα σε εποχές κατά τις οποίες η δυνατότητα πρόσβασης σε σχολείο ήταν σχεδόν μηδαμινή, λόγω της Τουρκοκρατίας και των ποικίλων δεινών συνεπειών της. Ας δούμε ορισμένα τεκμήρια της εκτίμησης που τρέφει ο αγράμματος λαός για ένα αγαθό από το οποίο είναι αποκλεισμένος.
Τεκμήριο πρώτο, ίσως απροσδόκητο, ένα ερωτικό δίστιχο της Σάμου, που το αποθησαύρισε ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης στη Λαογραφία του (1887, σ. 382).
«Καταμεσής στα φρύδια σου ελληνικό σχολείο, / που κάθεται γραμματικός με το χρυσό βιβλίο».
Αναρίθμητα παινέματα του κάλλους της ποθητής έχει πλάσει ο δημοτικός ερωτικός λόγος, το σαμιώτικο, από τα πιο τολμηρά, είναι εξίσου ευφάνταστο με ένα θρησκειολογικού τύπου ομόλογό του:
«Ανάμεσα στα φρύδια σου ένα τζαμί θα χτίσω, / και ντερβισάκι θα γινώ για να σε προσκυνήσω».
Για τον ερωτευμένο, η ομορφιά της αγαπημένης του είναι ό,τι πολυτιμότερο, αλλά και ένα ολοήμερο και ολονύχτιο σχολείο όπου διδάσκεται μόνο η παθητική φωνή και η δοτική πτώση, τίποτ’ άλλο.
Συνεχίζουμε την επόμενη Κυριακή. Καλά Χριστούγεννα.
Ομιλία στη διημερίδα «Του Μάρκου και των γραμμάτων – Γιατί ο Μάρκος διψούσε και για γράμματα» (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Τμήμα Ευρυτανίας – 1ο ΕΠΑΛ Καρπενησίου, 17-18/12/2023), στα 200 χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.