Από το 2023 στο 2024

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2023 ήταν για την Ελλάδα μια ξεχωριστή χρονιά. Το σημαντικότερο γεγονός ήταν οι διπλές εθνικές εκλογές, που στη συνέχεια προκάλεσαν αλληλένδετες συνέπειες. Στο πολιτικό πεδίο, έφεραν την οριστική (αν και όχι αμετάκλητη) ήττα του λαϊκισμού, κυβερνητική σταθερότητα, δραματική μείωση της πολιτικής πόλωσης, τη διάσπαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον θρυμματισμό της όλης αντιπολίτευσης σε μικρότερα αντίπαλα κόμματα. Στην οικονομία, η χώρα επανάκτησε την επενδυτική βαθμίδα, κάνοντας τον δανεισμό φθηνότερο και τη χώρα πιο ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις. Η Ελλάδα αναδείχθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά πρωταθλήτρια στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Στην εξωτερική πολιτική, η στάση της χώρας στους πολέμους στην Ουκρανία και στη Γάζα, καθώς και ο ενεργητικότερος ρόλος της στις διεργασίες εντός της Ε.Ε., αύξησαν την αξιοπιστία και της έδωσαν έναν περισσότερο ενεργητικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Η επιβράβευση ήρθε στο τέλος από τον έγκυρο Economist, που ανακήρυξε την Ελλάδα ως «χώρα της χρονιάς» για το 2023. Οπως επισημαίνει το περιοδικό, η Ελλάδα έδειξε στον κόσμο ότι, ακόμη κι αν έχει φθάσει στο χείλος της κατάρρευσης, μια χώρα είναι δυνατόν να ανοικοδομηθεί και να προκόψει όταν υπάρχει κυβέρνηση μετριοπαθούς πατριωτισμού αποφασισμένη να εφαρμόζει λογικές μεταρρυθμίσεις και να τηρεί το κοινωνικό συμβόλαιο.

Αλλά, όπως επίσης σημειώνει το ίδιο περιοδικό, η Ελλάδα κάθε άλλο παρά αποτελεί μια τέλεια χώρα. Χρειάζεται, επομένως, εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις. Στη νέα χρονιά, η οικονομία θα πρέπει να αποτελέσει το κατεξοχήν πεδίο μεταρρυθμίσεων σε τρεις συναφείς τομείς, στους οποίους η χώρα είναι σχεδόν ουραγός στην Ευρώπη. Ο πρώτος τομέας είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, αφού εδώ, είτε επειδή δεν αξιοποιείται η τεχνολογία είτε εξαιτίας του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεών της, η Ελλάδα φτάνει μόλις στο 61% του μέσου όρου παραγωγικότητας της Ε.Ε. και στο 55% του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης. Η χαμηλή παραγωγικότητα συνδέεται άμεσα με τις μειωμένες καθαρές ετήσιες απολαβές για τους εργαζομένους. Σήμερα, δεύτερον, ο Ελληνας μισθωτός έχει χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σχέση με πριν από μία δεκαετία, χωρίς μάλιστα να λαμβάνονται υπόψη οι απώλειες που προκαλεί ο πληθωρισμός. Ο συνδυασμός χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας και χαμηλών μισθών συνδέεται, τέλος, με το αρνητικό ρεκόρ αποταμίευσης του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα (-4%, έναντι μέσου όρου 12,7% για την Ε.Ε.), που σημαίνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν περισσότερα από το εισόδημα που διαθέτουν, παρ’ όλη την εκτεταμένη παραοικονομία στην αγορά.

Η οικονομία, ωστόσο, εξαρτάται από το ανθρώπινο παραγωγικό δυναμικό της κάθε χώρας, καθώς και την πολιτική συναίνεση που απαιτούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για συνεχή οικονομική πρόοδο. Σε αυτά τα δύο η Ελλάδα υστερεί σημαντικά.

Σε σχέση με την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού μας, τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA έδειξαν ότι οι επιδόσεις των δεκαπεντάχρονων Ελληνόπουλων βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο των συνομηλίκων τους μαθητών από 81 χώρες του κόσμου που πήραν μέρος στο τεστ (και πολύ πιο κάτω από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είναι συγκρίσιμες με την Ελλάδα, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία). Σε μια άλλη έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας έγιναν γνωστά σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνα του PISA, 19% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα βρέθηκαν να είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Με άλλα λόγια, εκτός του ότι μάλλον δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτό το άρθρο, επίσης δεν διαθέτουν τις βασικές δεξιότητες που απαιτεί μια παραγωγική οικονομία σε ένα διεθνώς ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Καθώς μπαίνουμε στη νέα χρονιά, είναι σαφής η ανάγκη συναινέσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση για μεγάλες μεταρρυθμίσεις.

Σε σχέση με το έλλειμμα πολιτικής συναίνεσης, αυτό αυξήθηκε μετά τις τελευταίες εκλογές, όχι πια τόσο ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, αλλά ανάμεσα στα ίδια τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικά ο χώρος της ευρύτερης Αριστεράς απαρτίζεται από πέντε μικρά κόμματα που οι μεταξύ τους διαφορές είναι τόσο μεγάλες όσο και οι διαφορές καθενός από αυτά προς την κυβέρνηση. Για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας, όμως, είναι απαραίτητο, όσο και επείγον, να συσταθεί ένα στιβαρό κεντροαριστερό κόμμα με επεξεργασμένο πρόγραμμα και πρακτικές λύσεις για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Καθώς μπαίνουμε στη νέα χρονιά, είναι πια ξεκάθαρο ότι το σύστημα παιδείας στη χώρα μας χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση. Επίσης όμως είναι σαφής η ανάγκη συναινέσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση για μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει το εξής παράδοξο: Ενώ η κυβέρνηση είναι ισχυρή και με εκφρασμένη μεταρρυθμιστική βούληση, η αντιπολίτευση είναι θρυμματισμένη και χωρίς ενιαία προγραμματική πρόταση για την παιδεία. Αυτό το παράδοξο, ωστόσο, κρύβει μια μοναδική ευκαιρία, δηλαδή τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης από τον κεντροαριστερό χώρο γύρω από μια μεταρρυθμιστική ατζέντα ριζικών αλλαγών στον χώρο της παιδείας που θα βελτίωνε τις ήδη προγραμματισμένες κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις. Μια τέτοια κίνηση θα είχε τρία θετικά αποτελέσματα αφού, πρώτον, θα ένωνε την αντιπολίτευση, δεύτερον, θα καλλιεργούσε πολιτικές συναινέσεις και, τρίτον, θα δημιουργούσε καλύτερη παιδεία. Ισως τότε, μάλιστα, η Ελλάδα να ανακηρυσσόταν «Χώρα της Χρονιάς» για το 2024.

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή