Οι προβλέψεις των αναλυτών των διεθνών οργανισμών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 2023 έπεσαν έξω. Οι αυξήσεις των επιτοκίων είχαν ασφαλώς αρνητικές συνέπειες στην οικονομική μεγέθυνση, ωστόσο δεν υποχρέωσαν σε ανώμαλη προσγείωση την αμερικανική οικονομία, ούτε βύθισαν σε ύφεση την ευρωπαϊκή. Αν οι προβλέψεις για το 2024 δεν αποδειχθούν εξίσου ανακριβείς, τα πράγματα θα είναι καλύτερα το νέο έτος. Πολλά θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη των δύο μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων.
Τον πόλεμο στη Γάζα: Αν δεν επεκταθεί, κι αν η επίδρασή του στην παγκόσμια οικονομία περιοριστεί στην αύξηση των ναύλων και τα ουρανοκατέβατα κέρδη που φέρνουν οι ρουκέτες των Χούτι στη ναυτιλία. Τον πόλεμο στην Ουκρανία: Αν η κόπωση της Δύσης δεν συνοδευθεί από βαριές πολιτικοκοινωνικές παρενέργειες κι αν η επίδρασή του στην οικονομική μεγέθυνση είναι μόνο μακροπρόθεσμη, διά της καταστροφής κεφαλαίου για εξοπλισμούς – οι οποίοι εκτινάσσονται, εξ ου και η απόφαση του Ecofin για την εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική οικονομία, ως πεδίο προσπορισμού κέρδους χωρίς ρίσκο, υψηλού και εύκολου, θα συνεχίσει να βελτιώνει αρκετούς δείκτες. Στη χώρα ήδη κυκλοφορεί απίστευτα πολύ χρήμα – η πολυτελής κατανάλωση είναι εμφανής όπου κι αν κοιτάξεις. Δεν οφείλεται στις επιτυχείς προσπάθειες ενός μέρους της επιχειρηματικότητας, όσο –κυρίως– στα κέρδη από τον πληθωρισμό της απληστίας, στα έσοδα που αφήνουν ξένοι τουρίστες, στη «χρυσή εποχή» της ναυτιλίας, στα λεφτά από την (ιδιαζόντως πελατειακή) διανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και, βεβαίως, στη φοροδιαφυγή.
Το 2024 θα αυξηθούν τα επιχειρηματικά κέρδη και θα συνεχίζει να κυκλοφορεί πολύ χρήμα.
Οταν κυκλοφορεί χρήμα, παράγεται ευφορία – ενίοτε και αλαζονεία. Η ευφορία ίσως να ‘χε και θετική επίδραση. Να διευκόλυνε, π.χ., μια προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να ξεφύγει από το μακροπρόθεσμο μέσο ρυθμό μεγέθυνσής της, που δεν είναι παρά ένα ευτελές 0,9%, και να διεκδικήσει μια ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, ώστε να αναβαθμιστεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δεν φαίνεται να ευνοείται κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως γιατί μεγάλο μέρος των κερδών δεν αντλείται από την ανάπτυξη του καπιταλισμού όσο από παράπλευρες πρακτικές – κάτι σαν τα ουρανοκατέβατα τραπεζικά κέρδη, λες, από τη χαώδη διαφορά των επιτοκίων.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το 2024 θα αυξηθούν τα επιχειρηματικά κέρδη γενικώς, θα συνεχίσει να κυκλοφορεί πολύ χρήμα, επίσης –οι περικοπές στα διάφορα επιδόματα θα επηρεάσουν τα φτωχότερα στρώματα–, θα υπάρξει γόνιμο έδαφος να δυναμώσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις με εξαγορές και συγχωνεύσεις και ο τουρισμός πιθανότατα θα κάνει νέο ρεκόρ. Αν, ωστόσο, σκεπτόμαστε κάτι ευρύτερο, να επιταχυνθεί η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος στην παραγωγικότητα, να πάψει η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων να κρέμεται από τη φθηνή εργασία, να φτιαχτούν επαρκείς θέσεις εργασίας με καλούς μισθούς, ας κρατάμε πολύ μικρό καλάθι. Γιατί αυτά είναι θέμα μεγάλης πολιτικής. Οχι ασκήσεων γοητείας (της αγέλης) των funds.