Το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στη χώρα

Το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στη χώρα

5' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ένα από τα στοιχεία που θυμάμαι κάθε φορά που κάτι εξωφρενικό, παλαβό κι “ελληνικό” συμβαίνει στη χώρα μας, είναι ένα εύρημα της έρευνας “World Values Survey” από το 2018: το ποσοστό των Ελλήνων που διαφωνούν με την άποψη ότι “οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι άξιοι εμπιστοσύνης και πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντί τους” είναι 8,4%, ένα από τα χαμηλότερα του κόσμου. Δεν είναι η μόνη. Πολλές κοινωνικές έρευνες βρίσκουν ξανά και ξανά ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία με πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη, τόσο απέναντι στους θεσμούς, όσο και ανάμεσα στους ίδιους τους πολίτες. Είναι πρόβλημα σοβαρό και, αν το πάρουμε ως δεδομένο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ευθύνεται για πολλά άλλα φαινόμενα που βλέπουμε γύρω μας. Το ότι έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων στην Ευρώπη μπορεί να εξηγείται από την πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη που έχουν οι Έλληνες κι οι Ελληνίδες μεταξύ τους, όπως και το ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις σπάνια συγχωνεύονται ή συνεργάζονται, το ότι το πολιτικό προσωπικό σπάνια επιδιώκει τις συναινέσεις, ή το ότι ερχόμαστε τελευταίοι σε όλα πεδία που μετράνε το “κοινωνικό κεφάλαιο” ενός λαού (στην αιμοδοσία, τη συμμετοχή σε εθελοντικές δράσεις και σε άλλες συλλογικότητες). Εγώ το χρησιμοποιώ ως δεδομένο για να εξηγήσω όσα συμβαίνουν γύρω μας συχνά.

Μήπως όμως κάνω λάθος; Μήπως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα;

Δυο Έλληνες επιστήμονες, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (και τακτικός αρθρογράφος της “Κ”) Στάθης Καλύβας και η κοινωνιολόγος Ευφροσύνη Χαριτοπούλου από το Princeton είχαν την αίσθηση ότι αυτές οι έρευνες δεν αποτυπώνουν αποτελεσματικά την πραγματικότητα στην κοινωνία μας. Έβλεπαν συμπεριφορές και στάσεις που υποδεικνύουν, αντίθετα, υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης. Αυτές περιλαμβάνουν διάφορα φαινόμενα στην καθημερινότητα και την οικονομική δραστηριότητα, από καθημερινές οικονομικές συναλλαγές και συμφωνίες που γίνονται χωρίς συμβόλαια ή προκαταβολές, μέχρι πολίτες που αφήνουν σπίτια ή αυτοκίνητα ξεκλείδωτα, ή δανείζουν μικροποσά σε αγνώστους χωρίς δεύτερη σκέψη. Οπότε σχεδίασαν μια έρευνα η οποία θα “δοκίμαζε” τα θεωρητικά ευρήματα όλων εκείνων των μεγάλων κοινωνικών ερευνών, στην πράξη. Τα αποτελέσματά της, που παρουσιάστηκαν σε μια εκδήλωση στο LSE τον περασμένο Μάιο την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ, είναι σε κάποιο βαθμό αναπάντεχα και εξαιρετικά διαφωτιστικά.

Ένα από τα πράγματα που έκαναν οι ερευνητές είναι να τρέξουν ένα ερωτηματολόγιο παρόμοιο με αυτών των μεγάλων διεθνών κοινωνικών ερευνών, με προσωπικές συνεντεύξεις σε ένα νομό της ελληνικής επαρχίας (το νομό Δράμας). Διαπίστωσαν έτσι ότι, πράγματι, το ποσοστό των πολιτών που δήλωναν ότι εμπιστεύονται τους άλλους, τους “ξένους” ανθρώπους, είναι πολύ χαμηλό -μόλις 17% σε αυτή την περίπτωση. Επιβεβαίωσαν, επίσης, το ότι οι ίδιοι άνθρωποι δήλωναν ότι εμπιστεύονται τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους (γείτονες, συγγενείς) σε πολύ υψηλότερα ποσοστά (κι αυτό είναι γνωστό από τις μεγάλες κοινωνικές έρευνες) αλλά και κάτι ενδιαφέρον: ότι αυτοί που δηλώνουν πως εμπιστεύονται τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν, το θεωρούν μειονέκτημά τους.

Καθότι όμως αυτή η έρευνα έγινε με προσωπικές συνεντεύξεις σε σχετικά περιορισμένο δείγμα, οι ερευνητές είχαν το χρόνο και την ευχέρεια να ρωτήσουν και πιο συγκεκριμένα, πρακτικά πράγματα τους πολίτες. Και εκεί τα ευρήματα άρχισαν να γίνονται λίγο περίεργα. “Αν χάνατε το πορτοφόλι σας”, ρωτούσαν, “πιστεύετε ότι αυτός ή αυτή που θα το έβρισκε θα σας το επέστρεφε;”. Και το 44% των ερωτηθέντων έλεγαν “ναι”. “Θα φιλοξενούσατε κάποιον που δεν γνωρίζετε στο σπίτι σας;” ρωτούσαν. Και το 35% έλεγαν “ναι”. 

Οι ερευνητές στη συνέχεια προχώρησαν το θέμα παραπέρα, και σχεδίασαν κάποια κοινωνικά “πειράματα” για να μετρήσουν το αν όντως οι Έλληνες εμπιστεύονται τους άλλους στην πράξη, ή όχι. Στο πιο ενδιαφέρον από αυτά, τέσσερις ηθοποιοί ανέλαβαν να προσεγγίσουν 593 αγνώστους μέσα σε τέσσερις ημέρες στη Θεσσαλονίκη, ζητώντας τους ένα πράγμα: το κινητό τους, για να πάρουν ένα τηλέφωνο, επειδή το δικό τους, δήθεν, είχε μείνει από μπαταρία. Πόσοι λέτε ότι δέχτηκαν να το δώσουν; Εσείς θα το δίνατε; Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν, τι θα περιμέναμε ως αποτέλεσμα από αυτό το πείραμα; Από ό,τι αποδείχτηκε, 284 πολίτες δέχτηκαν να δώσουν το κινητό τους σε έναν άγνωστο άνδρα ή μια άγνωστη γυναίκα για να πάρει τηλέφωνο. Είναι σχεδόν οι μισοί, το 47,8%. Μάλιστα, άλλο ένα 25,3% αρνήθηκαν μεν να δώσουν το κινητό, αλλά προσφέρθηκαν να βοηθήσουν, πληκτρολογώντας οι ίδιοι το νούμερο που χρειαζόταν να καλέσει ο άγνωστος. Οι περισσότεροι που αρνήθηκαν, δε, αισθάνθηκαν την ανάγκη να επικαλεστούν κάποια δικαιολογία, ή να ζητήσουν συγγνώμη. Θεωρούσαν ότι αυτό που έκαναν, η άρνησή τους, ήταν κάτι κακό.

Οπότε τι συμβαίνει εδώ; Πως γίνεται να δηλώνουμε ότι δεν εμπιστευόμαστε τους άλλους αλλά, όταν καλούμαστε να τους εμπιστευτούμε στην πράξη, το κάνουμε σε πολύ υψηλά ποσοστά; Μήπως είναι λάθος τα αποτελέσματα των μεγάλων, διεθνών κοινωνικών ερευνών; Είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αντίφαση που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και όταν είχα επισκεφτεί τη Θεσσαλία λίγο μετά την καταιγίδα Daniel, και είχα ακούσει τις ιστορίες αλληλεγγύης, αυταπάρνησης και αλληλοϋποστήριξης των τοπικών κοινωνιών την ώρα που τα πάντα πλημμύριζαν.

Αυτό είναι ένα μεγάλο και κρίσιμο ερώτημα, που χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση, πέραν όλων των άλλων εξαιτίας και ενός σημαντικού κινδύνου, που επισημαίνει ο Στάθης Καλύβας: αν θεωρήσουμε ως δεδομένο το ότι είμαστε μια κοινωνία πολύ χαμηλής εμπιστοσύνης χωρίς να είμαστε, υπάρχει ο κίνδυνος για γίνουμε. Δυο επισημάνσεις από την παρουσίασή του αξίζει να υπογραμμιστούν, γιατί είναι πιθανό να κρύβουν μια απάντηση. Το ότι οι Έλληνες λένε ότι δεν “εμπιστεύονται” τους “ξένους” σε μεγαλύτερα ποσοστά από ό,τι πολίτες άλλων χωρών ίσως να εξηγείται από μια άλλη διαφορά: στο τι ορίζουμε εμείς ως “εμπιστοσύνη” σε αντιδιαστολή με το τι καταλαβαίνουν αυτοί με την ίδια λέξη, και στο τι ορίζουμε εμείς ως “ξένοι”.

Αλήθεια, τι καταλαβαίνει ο πολίτης όταν ακούει τη λέξη “εμπιστοσύνη” σε μια ερώτηση που του κάνουν; Η λέξη αυτή για εμάς, λέει, εμπεριέχει εξαιρετικά υψηλές προσδοκίες: ότι ο άλλος δεν θα μας προδώσει, δεν θα μας κοροϊδέψει, δεν θα μας λοιδωρήσει, θα μας αποδεχτεί όπως είμαστε, χωρίς προϋποθέσεις. “Καταλαβαίνουμε ως εμπιστοσύνη κάτι τόσο βαθύ που μοιάζει περισσότερο με αγάπη”, λέει ο Καλύβας στην παρουσίαση. Προφανώς, με έναν τόσο απαιτητικό ορισμό, δεν μπορούμε να δηλώνουμε ότι εμπιστευόμαστε τους άλλους εύκολα. Και σίγουρα όχι το ίδιο εύκολα με πολίτες άλλων χωρών και ομιλητές άλλων γλωσσών, που καταλαβαίνουν κάτι πολύ πιο χαλαρό όταν ακούνε την ίδια λέξη.

Η άλλη παράμετρος, δε, είναι το ποιον ακριβώς θεωρούμε “ξένο”. Αν ο πήχης για την εμπιστοσύνη μας είναι εξαιρετικά υψηλός, ο πήχης για το ποιον θεωρούμε “γνωστό” μας είναι, λέει, πολύ χαμηλός. Όπως επισημαίνει ο Καλύβας, για τους περισσότερους Έλληνες αρκεί μια ολιγόλεπτη συζήτηση με κάποιον για να θεωρήσουμε ότι αυτόν “τον ξέρουμε”. Με αυτό ως δεδομένο, το ότι ελάχιστοι Έλληνες και ελάχιστες Ελληνίδες δηλώνουν ότι “εμπιστεύονται” τους “ξένους” είναι λιγότερο περίεργο. Οι “ξένοι” είναι λίγοι. Κι η “εμπιστοσύνη” είναι ένα πολύ βαθύ και σημαντικό πράγματα το οποίο, ωστόσο, από ό,τι αποδεικνύεται προσφέρουμε σχετικά απλόχερα. Αρκεί πρώτα να κάνουμε μια ολιγόλεπτη συζήτηση με τον άλλο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή