Δεν πρέπει να φοβόμαστε την Ακροδεξιά

Δεν πρέπει να φοβόμαστε την Ακροδεξιά

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλησιάζουν, το φάντασμα της Ακροδεξιάς αρχίζει πάλι να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Σύμφωνα με μια μελέτη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων που μόλις κυκλοφόρησε, ακροδεξιά κόμματα αναμένεται να τερματίσουν στην πρώτη θέση, με ποσοστά άνω του 20%, σε τουλάχιστον εννέα χώρες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ιταλίας. Σε άλλες εννέα χώρες, ανάμεσά τους η Γερμανία, η Ισπανία και η Σουηδία, κόμματα της Ακροδεξιάς προβλέπεται να κερδίσουν, επίσης με υψηλά ποσοστά, τη δεύτερη ή την τρίτη θέση. Στο ερώτημα «τι αποτελεί τον κοινό τους πυρήνα και τι θέλουν αυτά τα κόμματα» δεν υπάρχει ενιαία απάντηση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν ετερόκλητο πολιτικό εσμό που διακρίνεται από δύο κοινά χαρακτηριστικά, την ξενοφοβία (από τον φόβο του μεταναστευτικού) και τον πατριωτικό εθνικισμό (από τον φόβο του ευρωπαϊσμού). Πρόσθετα, αλλά όχι κοινά, χαρακτηριστικά των ακροδεξιών κομμάτων είναι η συμπάθεια προς τη Ρωσία, η αμφισβήτηση της κλιματικής κρίσης, η έλξη προς θεωρίες συνωμοσιών, αρκετές φορές η χρήση βίας.

Σε σύγκριση, ο διάχυτος φόβος που εκδηλώνεται στην Ελλάδα για την Ακροδεξιά είναι μάλλον υπερβολικός. Πρώτα πρώτα, κανένα ακροδεξιό κόμμα δεν διαθέτει εκλογικά ποσοστά που θα του επέτρεπαν να διεκδικήσει την εξουσία. Αντιθέτως, ο χώρος της ελληνικής Ακροδεξιάς είναι διασπασμένος σε τρία μικρά κόμματα, με απόψεις που είναι περισσότερο γραφικές παρά επικίνδυνες, με ηγεσίες που είναι πολιτικά αστοιχείωτες και χλευάζονται δημόσια, με μηδενική διάθεση για μεταξύ τους συνεργασία, σε πλήρη απομόνωση στο περιθώριο της πολιτικής μας ζωής.

Γιατί διαφέρει η Ελλάδα από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με την Ακροδεξιά; Υπάρχουν τέσσερις εξηγήσεις – ιστορικές, οργανωτικές, κοινωνικές και πολιτικές.

Η μεταπολιτευτική μας ιστορία έχει ήδη διατρέξει μισό αιώνα, χωρίς όμως ποτέ να δημιουργηθεί ακροδεξιό κόμμα με –έστω χαμηλό– διψήφιο εκλογικό ποσοστό. Λίγοι θυμούνται σήμερα την Εθνική Παράταξη της δεκαετίας του ’70, όπως ελάχιστοι θα θυμούνται σε λίγα χρόνια τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό και τους Ανεξάρτητους Ελληνες. Ο κυριότερος λόγος της πολιτικής ατροφίας της σύγχρονης ελληνικής Ακροδεξιάς είναι ότι ποτέ κατά το ιστορικό παρελθόν δεν υπήρξαν μη δημοκρατικές κυβερνήσεις με κοινωνική νομιμοποίηση. Κατά κανόνα, οι ελληνικές δικτατορίες ήταν σύντομες, πολιτικά αποτυχημένες και ιδεολογικά άκαρπες. Αντίθετα, πολλά από τα σημερινά κόμματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, έχουν τις ρίζες τους σε ισχυρά αυταρχικά καθεστώτα και ιδεολογίες του Μεσοπολέμου που, αν και ηττήθηκαν στρατιωτικά και πολιτικά, έσπειραν ιδέες που ακόμη διατηρούν κοινωνική έλξη.

Στην Ελλάδα ο πολιτικός χώρος είναι διασπασμένος σε τρία μικρά κόμματα, με απόψεις που είναι περισσότερο γραφικές παρά επικίνδυνες, με ηγεσίες που είναι πολιτικά αστοιχείωτες.

Πολλά ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη μοιάζουν σήμερα με καλοκουρδισμένες μηχανές. Διαθέτουν οργανώσεις που εκτείνονται από το τοπικό μέχρι το κεντρικό επίπεδο, επαγγελματικά κομματικά στελέχη, ικανή ηγεσία, πολύ συχνά με γυναίκες αρχηγούς, δραστήρια συμμετοχή σε ένα πυκνό δίκτυο ακροδεξιών οργανώσεων παγκοσμίως, ισχυρή ιδιωτική χρηματοδότηση. Ασχολούνται με σύγχρονα θέματα (π.χ., κοινωνικής δικαιοσύνης και ατομικών ταυτοτήτων), έχουν ορατή κοινωνική δράση, καθώς και δυνατότητα μαζικών κινητοποιήσεων. Τίποτα από όλα αυτά δεν θυμίζει τα κόμματα της ελληνικής Ακροδεξιάς. Αυτά παραμένουν κρατικά χρηματοδοτούμενοι οργανισμοί με αδύναμες (αποκλειστικά ανδρικές) ηγεσίες, χωρίς συγκροτημένο πολιτικό πρόγραμμα, με σχεδόν ανύπαρκτη οργάνωση και με ασαφή ιδεολογία – πέραν, βέβαια, του ανεπεξέργαστου κοινωνικού συντηρητισμού και του τυφλού εθνικισμού τους.

Η ελληνική Ακροδεξιά, επίσης, έχει αποτύχει να αποκτήσει πλήρη και αποκλειστική κυριότητα σε ζητήματα που ανήκουν στον δικό της ιδεολογικό χώρο. Κλασικό παράδειγμα, ο αντιευρωπαϊσμός, που στην υπόλοιπη Ευρώπη συνδέεται με τη δράση και τις απόψεις της Ακροδεξιάς, ενώ στην Ελλάδα ευδοκιμεί κυρίως στον χώρο της Αριστεράς. Αλλά και η αντίθεση σε αρκετά άλλα ζητήματα που θεωρούνται ότι ανήκουν στην ακροδεξιά πολιτική ατζέντα (όπως η ξενοφοβία, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, άλλα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας) φαίνεται ότι διαπερνά οριζόντια τα πολιτικά κόμματα (και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία) από τα άκρα δεξιά μέχρι τα άκρα αριστερά. Αυτός άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε, ήταν ένας από τους λόγους που, πριν από λίγα μόλις χρόνια, επέτρεψε την κυβερνητική συμμαχία ενός αριστερού με ένα ακροδεξιό κόμμα.

Ο τελευταίος, ίσως σημαντικότερος, λόγος είναι πολιτικός και σχετίζεται με τη Ν.Δ. Για να δυναμώσουν εκλογικά, τα ακροδεξιά κόμματα πρέπει να απομακρυνθούν από τα άκρα και να κινηθούν προς το κέντρο αναζητώντας κεντροδεξιούς ψηφοφόρους. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου, εκμεταλλευόμενη τα άφθονα σκάνδαλα διαφθοράς και άλλες αδυναμίες τους, η Ακροδεξιά είτε αναγκάζει τα κεντροδεξιά κόμματα να συνάψουν συμμαχίες μαζί της είτε, απλούστατα, τα κερδίζει στις εκλογές, όπως έκανε η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα, για όσο τουλάχιστον η Ν.Δ. θα παραμένει ένα συμπαγές και ισχυρό κόμμα, διατηρώντας τη βαθιά τάφρο που το ίδιο έχει ανοίξει από την αρχή κιόλας της Μεταπολίτευσης για να το χωρίζει από την Ακροδεξιά, αποκλείοντας εξαρχής κάθε μορφής πολιτική συνεργασία μαζί της.

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή