Τρεις αριστεροί συζητούν

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο
Τρεις αριστεροί συζητούν-1
Η επικείμενη συζήτηση Τεμπονέρα, Αχτσιόγλου, Χριστοδουλάκη με άξονα την κυριαρχία Μητσοτάκη δεν θίγει τον πρωθυπουργό, αλλά την ανεπάρκεια των αντιπάλων του.

Για να διεξάγεται συζήτηση με συνομιλητές τον Διονύση Τεμπονέρα, τον Μανώλη Χριστοδουλάκη και την Εφη Αχτσιόγλου, το ερώτημα εν είδει τίτλου «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;» δεν είναι ρητορικό. Προφανώς, οι συνομιλητές καλούνται να δώσουν μία ή περισσότερες απαντήσεις – απαντήσεις, που μέχρι στιγμής δεν έχουν δοθεί, διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν η σχετική εκδήλωση. Το θέμα είναι ότι εφόσον οι τρεις συνομιλητές εκπροσωπούν συγκεκριμένες παρατάξεις με συγκεκριμένους προέδρους, οι απαντήσεις στο ερώτημα θα έπρεπε να είναι δεδομένες: Κασσελάκης, Ανδρουλάκης και Χαρίτσης συνιστούν τους εκ των πραγμάτων αξιόμαχους αντίποδες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν πρέπει το αυτονόητο να συζητηθεί, μάλλον δεν θεωρείται και τόσο αυτονόητο· μάλλον οι επίσημοι αντίπαλοι του Μητσοτάκη δεν θεωρούνται και τόσο αξιόμαχοι. Δικαιολογημένη, λοιπόν, η δυσαρέσκεια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην επερχόμενη αριστερή μάζωξη· τρεις πολιτικοί που «ψάχνονται» εκτός των κομματικών τους ορίων είναι τρεις πολιτικοί που δεν βλέπουν μέσα στα όρια αυτά προκοπή. Αλλά κι αυτοί, τι ακριβώς περιμένουν από τις παρατάξεις τους έπειτα από μια τέτοια ενέργεια πολιτικής αυτονόμησης; Να τους ρωτήσουν αν βρήκαν το νέο αντίπαλο δέος του Μητσοτάκη, ώστε να συσπειρωθούν όλοι γύρω του, καταργώντας τους ήδη υπάρχοντες προέδρους;

Λάθος ερώτημα

Το πιο προβληματικό, βέβαια, στην όλη υπόθεση δεν είναι η αυτοαναίρεση και η εσωκομματική υπονόμευση που προκρίνουν οι πολιτικοί – συζητητές της Aριστεράς. Δεν είναι η έμμεση (ή μήπως είναι άμεση;) παραδοχή της ανεπάρκειας της ηγεσίας τους απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία τους εξωθεί σε αναζήτηση σωτήρα μακριά από τον πρόεδρό τους. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι το ερώτημα που τίθεται –«απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;»– είναι το λάθος ερώτημα. Η ομφαλοσκοπική κουλτούρα της «συνέλευσης», η προδιάθεση της προσωπολατρίας και το αρνητικό απότοκο της τελευταίας, δηλαδή η δαιμονοποίηση του αντιπάλου, έχουν δημιουργήσει για ακόμη μια φορά στην Αριστερά την ψευδαίσθηση ότι αυτό που ζητάει η κοινωνία είναι, όχι μία πρόταση, αλλά ένα χαρισματικό άτομο. Η πολιτική ως ριάλιτι σόου. Δεν έχουν σημασία οι ιδέες, τα προγράμματα και οι μέθοδοι, αλλά το λαμπερό πρόσωπο που θα πείσει αντί να πράξει. Οταν δεν πράξει, θα πούμε ότι προσπάθησε, «αλλά δεν το άφησαν».

Αντιπαραγωγική εμμονή

Και μόνο το γεγονός ότι η συλλογιστική πορεία της αντιπολίτευσης εκκινεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι ένας άκαρπος και στενόμυαλος ετεροπροσδιορισμός. Είναι και μία από τις αιτίες της λεγόμενης κυριαρχίας του Μητσοτάκη: ο πρωθυπουργός κυριαρχεί επειδή η αντιπολίτευση ασχολείται μαζί του, αντί να ασχοληθεί με τον εαυτό της. Με τη σειρά τους, οι πολίτες αγνοούν την αντιπολίτευση επειδή, αντί να εγκύψει στα προβλήματά τους, ψάχνει να βρει πώς θα κατασκευάσει τον αντι-Μητσοτάκη· ένα αντιθετικό μοντέλο εξουσίασης δηλαδή, με σημείο αναφοράς τον Αλλο, εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να παράγεται πρωτογενής πολιτική. Ο λαϊκισμός Τσίπρα που πτώχευσε, η «μοντέρνα» προσέγγιση Κασσελάκη που αποδείχθηκε κωμική ασχετοσύνη και ο «ευρωπαϊκός αέρας» Ανδρουλάκη, που μετατράπηκε σε μπαγιάτικο άρωμα ΣΥΡΙΖΑ, απέτυχαν να διδάξουν αυτούς που πρέπει, ότι η σωστή ερώτηση δεν είναι «ποιος», αλλά «τι» και «πώς». Ο αριστερός δογματισμός στερεί από την αντιπολίτευση αυτά που χρειάζεται περισσότερο: τον ρεαλισμό και το ανοιχτό μυαλό. Αλλά και τη στοιχειώδη μνήμη: όποιος έχει εμμονή με τον Μητσοτάκη, καλό θα ήταν να θυμηθεί ότι κι αυτός πρώτα έπραξε και μετά έπεισε ως πρόσωπο.

Ανύπαρκτη εναλλακτική

Δεν είναι και τόσο δύσκολο να ανακαλύψεις πού τα πάει άσχημα ο Μητσοτάκης· δεν απαιτεί τρομερή νοημοσύνη να καταλάβεις τι είναι αυτό που οι πολίτες ζητούν από εκείνον, αλλά δεν το λαμβάνουν. Είναι η μείωση της ακρίβειας· πώς όμως να διαχειριστούν την ακρίβεια αξιόπιστα οι πολιτικοί, που αναμασούν ακόμη τσιτάτα για τον νεοφιλελευθερισμό ή πιστεύουν ότι τα λεφτά προκύπτουν από τη μείωση ενός φόρου; Είναι η ασφάλεια· πώς όμως θα παράσχουν ασφάλεια όσοι δικαιολογούν τη βία και αντιπαθούν την τιμωρία; Είναι το στεγαστικό πρόβλημα, η ρύθμιση του μεταναστευτικού ζητήματος, η προστασία των πανεπιστημίων και των συνόρων, ένα κράμα πρακτικών υποθέσεων που η Aριστερά τείνει να αντιμετωπίζει με την ιδεοληψία, την άρνηση και την αοριστία της ακροαριστεράς – φοβούμενη ίσως τη μητρική μομφή της τελευταίας.

Το τέλος του σνομπισμού

Η δραματοποίηση της πολιτικής (βλ. «κυριαρχία Μητσοτάκη») και οι πομπώδεις συζητήσεις δεν είναι απαραίτητες. Για την ακρίβεια, είναι παρελκυστικές. Αν η Αριστερά ή έστω κάποιοι εκπρόσωποί της ενδιαφέρονται για το μέλλον του χώρου, δεν χρειάζεται να ψάχνουν τρόπους σύγκρουσης με τον αντίπαλο, αλλά τρόπους σύνδεσης με τους πολίτες. Σύνδεση, φυσικά, δεν είναι ούτε ο λαϊκισμός ούτε οι προβολές των αραχνιασμένων αριστερών κλισέ στον λαό. Αυτό που επείγει, είναι το τέλος του σνομπισμού. Οι εκλογές το έχουν αποδείξει: οι πολίτες δεν επιθυμούν αυτά που επιθυμεί η Αριστερά. Είναι διατεθειμένη η Αριστερά να εξελιχθεί μαζί τους ή θα συνεχίσει να παριστάνει ότι ο λαός δεν ξέρει το καλό του; Θα συγκεντρωθεί στην πραγματικότητα ή θα συνεχίσει να ρεμβάζει, αποδίδοντας τις ήττες της στον Μητσοτάκη;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή