«Οσο πιο παλιά τόσο πιο καλά»…

«Οσο πιο παλιά τόσο πιο καλά»…

4' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τους προγόνους μας τους θυμόμαστε όλοι, αν εξαιρέσουμε τους εκ πεποιθήσεως πατροκτόνους, μέσα στην ομορφιά και την καλοσύνη: τίμιους, μπεσαλήδες, γενναιόδωρους, καλούς κι αγαθούς εν συντομία. Αυτό σημαίνει ότι τους πλάθουμε κατά τη βούληση και τη βολή μας, με αχαλίνωτη εξιδανικευτική ορμή. Ερήμην των μαρτυριών, τους σχηματίζουμε αναδρομικά έτσι όπως θα θέλαμε να έχουν υπάρξει, απολύτως ενάρετοι, ώστε να ποριστούμε κι εμείς κάτι από τη δόξα τους.

Κι αν τύχει ν’ ακουστεί λόγος αντίθετος, κριτικός για το προγονικό ποιόν, τον καταγγέλλουμε σαν συκοφαντικό και ανάγωγο. Και αναθεματίζουμε τους ασεβείς, βέβαιοι ότι εμείς δεν είμαστε απλώς στη σωστή πλευρά της Ιστορίας πάντα, αλλά είμαστε η ίδια η σωστή πλευρά της Ιστορίας. Εμείς κρατούσαμε από παλιά το χέρι της όταν έγραφε στις δέλτους της όσα της υπαγόρευε η αυθεντία μας. Και τα έγραφε βέβαια στη δική μας γλώσσα, την αρχαία, τη «μητέρα όλων των γλωσσών της υφηλίου (ίσως δε και του Σειρίου), τη μόνη με μαθηματική δομή και σύμφυτη μουσική, τη μόνη συμβατή με τα κομπιούτερ» κτλ. Μέχρι και υπουργός μπορείς να γίνεις αν διακινείς τέτοια μυθεύματα, κι άλλα χειρότερα, λ.χ. ότι οι Ελληνες έχουν βίο αναμάρτητο δέκα χιλιετιών και βάλε.

Αλλά ακόμα κι αν υποστηρίξεις ότι ο Ουρανοπίθηκος ο Μακεδονικός, κρανία του οποίου έχουν βρεθεί στη Μακεδονία, όπου έζησε πριν από καμιά δεκαριά εκατομμύρια χρόνια, ήταν γνήσιος Ελλην, δεν θα πας χαμένος. Ακόμα κι αν δεν γίνεις καθηγητής σε σχολή αρχαιοφανούς αγωγής, και στασίδι σε κάμποσα κανάλια θα αποκτήσεις και τους πιστούς σου στο Διαδίκτυο, σαν επιτυχημένος ινφλουένσος κι εσύ, σαν γιουτιούμπης ή τικτόκος.

«Μακεδονία μας»

Παρεμπιπτόντως, θα έχετε προσέξει, ακούγοντας και τους πολιτικούς μας ηγέτες, ότι όσο περισσότερες φορές πεις «Μακεδονία μας» αντί σκέτο Μακεδονία, με έμφαση στον γραμματολογικώς αδύνατο πλην ιδεολογικώς παντοδύναμο τύπο της κτητικής αντωνυμίας «μας», τόσο πιο πατριώτης αισθάνεσαι και θεωρείσαι. Στύβω τη μνήμη μου αλλά δεν βρίσκω κανέναν αθηναιάρχη που να έχει πει δις και τρις και πλειστάκις, με γλυκερό στόμφο και αισθήματα επιδερμίδας, «η Αιτωλοακαρνανία μας» ή «η Ευρυτανία μας», ούτε καν «η Θεσσαλία μας», παρά τα (ανενδοιάστως μπαζωμένα) θανάσιμα Τέμπη της και τον κατακλυσμικό Ντάνιελ της. Ούτε θυμάμαι άλλον πολιτικό αρχηγό, πλην του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, που να δίπλωσε τον χάρτη της Ελλάδας για να διαπιστώσει ενθουσιασμένος ότι η γενέτειρά του πέφτει πάνω στη Μακεδονία, άρα… Αρα;

«Οσο πιο παλιά τόσο καλύτερα και αγνότερα», αυτό είναι το μεταησιόδειας κοπής δόγμα που κυβερνάει τη σκέψη μας, εξωθώντας μας στην πλήρη απαξίωση του παρόντος μας, του ίδιου μας του εαυτού εντέλει, ατομικού και συλλογικού. «Εμείς; Ρετάλια. Ενα μάτσο χάλια. Ελληνώνυμοι και ουχί ελληνόψυχοι. Ενώ Εκείνοι…». Εκείνοι, σε όποιον αιώνα ή χιλιετία κι αν έζησαν, τα είχαν τα προβλήματά τους και τις μικρότητές τους, κι ας τους ζωγραφίζουμε εμείς μέσα στο άφθαρτο μεγαλείο. Είχαν επίσης τα παράπονά τους, ότι ζουν σε καιρούς παρακμής και κατάπτωσης. Ο «γκρινιάρης» Αριστοφάνης δεν έζησε μόνο τον 5ο αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 4ου.

Ως τριπλή τη διδαχτήκαμε την Κατοχή αυτή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική), βιώθηκε ωστόσο από τη λαϊκή πλειονότητα ως τετραπλή. Γιατί υπήρξε και η «ελληνική Κατοχή».

Το ’40, ας πούμε, το 1940 μ.Χ., το μόλις χθεσινό, του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης, πώς το ανασχηματίζουμε στους πανηγυρικούς μας, στα διαγγέλματά μας, στα σχολικά εγχειρίδια; Με αναδρομική εξομάλυνση των διαφορών, που κάθε άλλο παρά επιπόλαιες ήταν. Δηλαδή με βάση το παντός καιρού κλισέ «όταν οι Ελληνες είναι ενωμένοι…». Αλλά δεν ήταν ενωμένοι. Και δεν είχαν την ίδια στάση στον πόλεμο (δεν είναι λίγες πια οι μαρτυρίες στρατιωτών), ούτε βέβαια τις ίδιες σχέσεις με τους κατακτητές.

Δωσίλογοι

Ογδόντα χρόνια μετά, το βιβλίο του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Οι δωσίλογοι: Ενοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2023) αναμετριέται με ένα ανθεκτικότατο ταμπού. Και κομίζει άφθονα στοιχεία που πιστοποιούν ότι «το μέγεθος του εγκλήματος της συνεργασίας με τον κατακτητή ήταν πρωτόγνωρα μεγάλο και η τιμωρία του πρωτόγνωρα μικρή. Αυτό το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην κατοχική πραγματικότητα και τη διαχείρισή της από το ελληνικό μεταπολεμικό κράτος προκάλεσε ένα συλλογικό τραύμα. Ενα τραύμα τόσο βαθύ και μεγάλο, όσο βαριά και μακρόχρονη ήταν η σιωπή που το σκέπασε».

«Ακόμα και για όσους γνωρίζουν καλά την περίοδο της Κατοχής», παρατηρεί ο συγγραφέας, «η έρευνα του φαινομένου της συνεργασίας με τον κατακτητή αναδεικνύει γεγονότα και δημιουργεί εικόνες που προκαλούν μεγάλη έκπληξη. Εκπληξη ως προς την έκταση και κυρίως την ένταση του φαινομένου. Εκπληξη ως προς τον βαθύ διχασμό που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία, ήδη από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής». Ως τριπλή τη διδαχτήκαμε την Κατοχή αυτή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική), βιώθηκε ωστόσο από τη λαϊκή πλειονότητα ως τετραπλή. Γιατί υπήρξε και η «ελληνική Κατοχή», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που χρησιμοποιήθηκε στην κεντρώα εφημερίδα «Ελευθερία» στις 20 Οκτωβρίου 1945, στην έναρξη της μεγαλύτερης δίκης συνεργατών του κατακτητή, όπως θυμίζει ο Χαραλαμπίδης στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου του.

«Την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές» μπορεί να πει κανείς, ρεαλιστικά ή κυνικά. Πράγματι. «Μετά την απελευθέρωση», σημειώνει ο Χαραλαμπίδης στο υποκεφάλαιο «Η ελληνική δικαιοσύνη ως εργαλείο νομιμοποίησης της κατοχικής ανακατανομής του πλούτου», «η ευνοϊκή θέση στην οποία βρέθηκαν πολλοί επιχειρηματίες που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές δεν θα είχε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα για αυτούς αν δεν συνοδευόταν από τη δικαστική διευθέτηση του ζητήματος, που θα έσβηνε τις σκιές της συνεργασίας και συνεπώς θα νομιμοποιούσε τα κέρδη της κατοχικής περιόδου. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι Ελληνες επιχειρηματίες έτυχαν εξαιρετικά ευνοϊκής μεταχείρισης από την ελληνική δικαιοσύνη, με σαφή πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα».

Δεν απειλείται από ιστοριογραφικές έρευνες όπως αυτή για τον θριαμβεύσαντα δωσιλογισμό το εικόνισμα πλανημένης ή/και πλανερής Ιστορίας που συνεχίζουμε να λιτανεύουμε και να προσκυνάμε. Το αναπλασμένο παρελθόν μας θα παραμείνει εξωραϊσμένο. Για να μπορούμε έτσι να καταγγέλλουμε σύμπασα την οικουμένη για «συνωμοτικό ανθελληνισμό», ακόμα κι αν κάποιοι, σε κάποια συνδρομητικά τηλεοπτικά δίκτυα, διανοηθούν να αναφερθούν στην ομοφυλοφιλία του Μεγαλέξανδρου. Αυτά βέβαια τα ξέρουμε και από τον Πλούταρχο. Ε, σειρά του να κηρυχθεί «κακοήθης» και αυτός. Για τιμωρία. Επειδή ο ίδιος κήρυξε κακοήθη ολόκληρο Ηρόδοτο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή