Ο «βουβός πόνος» σαν πολιτικός χρυσός

Ο «βουβός πόνος» σαν πολιτικός χρυσός

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάιρο, 1942. Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει το μεστό ποίημα «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά». Ο τίτλος, αναντίστοιχος με τη βιολογική ηλικία του ποιητή, των 42 ετών, εναρμονίζεται με την ωριμότητα που είχαν συνεπιφέρει με την τεράστια βία τους ο πόλεμος, ο Α΄ και κυρίως ο Β΄ Παγκόσμιος, και ο ξεριζωμός από τα πάτρια μικρασιατικά εδάφη.

Στα χρόνια που πέρασαν από τη δημοσίευση του ποιήματος, ως τμήματος της συλλογής «Μυθιστόρημα, Β΄» (Αλεξάνδρεια 1944, Αθήνα 1945), αρκετοί στίχοι του απέκτησαν ισχυρότατη γνωμική αξία. Εδώ μένω στον στίχο «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», που ανταποκρίνεται εξαιρετικά στο περίφημο τετράστιχο που έχει μόλις προηγηθεί («Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη» κτλ). Εμπειρος ο λόγος «δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», συγχρόνως παράπονο (ίσως προς τα παγίως βαρήκοα ουράνια) και παραμυθητική διαβεβαίωση, δεν διαφέρει στην ουσία και στο λεξιλόγιό του απ’ ό,τι τριμμένο πλην άφθαρτο θα μπορούσε ν’ ακούσει κανείς ξενυχτώντας τον αγαπημένο νεκρό (τότε που τους ξενυχτούσαμε έχοντάς τους ανάμεσά μας) ή στον νεκρόδειπνο.

Πώς ζει κανείς τον πόνο και το πένθος του; Οι τρόποι είναι ισάριθμοι των ανθρώπων, κι ας διακρίνουν οι κάθε ειδικότητας ψυχοθεραπευτές μοτίβα συμπεριφοράς, όπως και στάδια στην αντίδραση των πενθούντων. Η λυρική ποίηση, διά της Σαπφώς, μας συστήνεται ως μελισμένος λόγος που αφορμάται περισσότερο από την απουσία του αγαπημένου προσώπου, τη στέρηση, την απώλεια, παρά από τον πανηγυρικά συντελεσμένο έρωτα. Και η ομηρική ποίηση όμως επεξεργάζεται επίμονα την απώλεια, την ερωτική (όταν η λαφυραγωγημένη Τρωαδίτισσα αλλάζει ιδιοκτήτη και προκαλείται οργή και έριδα) μα προπαντός την τελεσίδικη, τη θανάσιμη: όταν χάνεται στη μάχη ο λατρεμένος συμπολεμιστής, ο αναντικατάστατος εταίρος.

Η ποίηση, ως μία από τις μορφές με τις οποίες πραγματώνεται η τέχνη της αλυπίας, ενδέχεται να αποβεί παραμυθητική για τον δημιουργό της, τον αναγνώστη ή ακροατή της, ίσως και για τους δύο. Ο Πολύφημος, πλανταγμένος από τον άγονο έρωτά του για τη θαλασσοκόρη Γαλάτεια, όπως ωραία τον ζωγραφίζει ο Θεόκριτος στο ειδύλλιο «Κύκλωψ», κηρύσσει ότι «για τα φαρμάκια του έρωτα φάρμακο το τραγούδι, / κι άλλο κανένα, ούτε αλοιφή ούτε σκόνη». Ο Κ. Π. Καβάφης όμως, στη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.», μετριάζει τον ενθουσιασμό και την εμπιστοσύνη, σφηνώνοντας στην έκκλησή σου ένα «κάπως» και ένα «για λίγο»: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως / που κάπως ξέρεις από φάρμακα». Και: «Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».

Αντί να σωπάσουν, και για να μη μείνουν ατιμώρητοι οι ένοχοι, οι χαροκαμένοι ιστορούν το πένθος τους.

Και επειδή οι πληγές δεν είναι μόνο του έρωτα, και δεν είναι καν αυτές οι σοβαρότερες στη δημοκρατία του θανάτου, όπου μας πολιτογραφεί η ανθρωπινότητά μας, ο δημοτικός ποιητικός λόγος μοιράζεται και επικυρώνει την καβαφική αυτογνωσία, δίχως φυσικά να τη γνωρίζει: «Και τα τραγούδια λόγια είναι, τα λεν οι παθιασμένοι, / πάσχουν να διώξουν το κακό μα το κακό δεν βγαίνει». Ή, σε σαμιώτικη παραλλαγή: «Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι, τα λεν οι πικραμένοι, / πάσχουν να βγάλουν το πικρό μα το πικρό δεν βγαίνει». Κι ωστόσο, ποτέ δεν έπαψε να τραγουδάει και να παρηγορεί ο λαϊκός ποιητής, Σε κάποιες παραλογές μάλιστα, έστω λιγοστές, μεριμνά να ηττηθεί ο Χάρος (έστω προσωρινά) από το παλικάρι που αναμετριέται μαζί του, ακριβώς επειδή πρέπει να ειπωθεί ότι «αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε» και να πεθαίνουμε, και δη γονατισμένοι. Και η προσωπική ποίηση επίσης δεν έπαψε ποτέ, και δεν θα πάψει, να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται επιχειρώντας το αδιανόητο και ανέφικτο: να καταβάλει τον Ακατάβλητο, να του βγάλει χλευαστική τη γλώσσα της. Γιατί αν μείνει αμίλητος και ατραγούδιστος ο πόνος, γίνεται μαύρη τρύπα. Σε εξουθενώνει και σε εξαφανίζει.

Οδούς απαντοχής μέσα σ’ αυτή τη μαύρη τρύπα αναζήτησε και η αρχαία φιλοσοφία, από τον Δημόκριτο και τον Επίκτητο έως τον Σενέκα. «Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (3ος αι. π.Χ.), ο Διογένης ο Βαβυλώνιος (2ος αι. π.Χ.) και ο Πλούταρχος έγραψαν από ένα έργο περί αλυπίας που τώρα δε σώζεται», γράφει η Σοφία Ξενοφώντος στην εισαγωγή της στο βιβλίο «Γαληνός, Για την αποφυγή της λύπης (η πραγματεία “Περί αλυπίας”): Το χειρόγραφο της Μονής Βλατάδων» (μετάφραση – σχόλια Παρασκευή Κοτζιά, επίμετρο Ιωάννης Πολέμης, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2016). «Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος του 7ου αι. μ.Χ.», προσθέτει, «συνέθεσε ένα έργο με τίτλο “Περί απροσπαθείας, ήγουν περί αλυπίας”, ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για το πώς στωικές έννοιες ηθικής έτυχαν αναδιαμόρφωσης στο πλαίσιο της χριστιανικής ηθικής». Επίσης το 2016 εκδόθηκε από τον Gutenberg το βιβλίο της Δέσποινας Μωραΐτου «Τέχνη αλυπίας: Ο σοφιστής Αντιφών και η ψυχολογία στην αρχαία Ελλάδα».

«Κράτιστον δη προς αλυπίαν φάρμακον ο λόγος» αποφαίνεται ο Πλούταρχος, μνημονεύοντας Αισχύλο και Ευριπίδη. Και ο Γαληνός, στον Ευριπίδη παραπέμπει, για να τεκμηριώσει μία από τις τεχνικές της αλυπιακής τέχνης του. Οσο για τον Αντιφώντα, που άσκησε και πρακτικά την τέχνη της αλυπίας, στην Κόρινθο, πρέσβευε ότι τη θλίψη μπορεί να την πολεμήσει ο λόγος: η επώδυνα ωφέλιμη ομιλία του πάσχοντος, όσο συντάσσει το ψυχικό ιστορικό του, και η ανασκαπτική ομιλία του ιατρού, ενός πρώιμου ψυχαναλυτή.

Ολα αυτά τα ποιητικά και τα φιλοσοφημένα, όμως, έχουν μηδενική αξία συγκρινόμενα με την άποψη ενός πολιτικού που αντί να ομολογήσει την κατάφωρη ευθύνη του και να παραιτηθεί οριστικά από τον εκ κληρονομίας ρόλο τού πολιτικού, έψεξε εμμέσως πλην σαφώς όσους συγγενείς θυμάτων του εγκλήματος στα Τέμπη μιλούν δημοσίως αντί να σωπάσουν, να κρατήσουν βουβό τον πόνο τους, όπως αφ’ υψηλού τούς συμβουλεύει. Ο βουβός πόνος, το λογοκριμένο πένθος, θα ήταν πολιτικός χρυσός για τον Κ. Αχ. Καραμανλή, τον Κώστα Αγοραστό, σύμπασα τη Ν.Δ. και την κυβέρνησή της. Θα αποκτούσε έτσι μια κάποια ισχύ το προκάτ πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής και θα άκουγε επαίνους ο αναιδώς εριστικός πρόεδρός της. Αντί να σωπάσουν όμως, και για να μη μείνουν ατιμώρητοι οι ένοχοι, οι χαροκαμένοι ιστορούν το πένθος τους, όπως η κ. Μαρία Καρυστιανού, με τις συγκλονιστικές καταθέσεις της στη Βουλή και στην Ευρωβουλή. Το «πολιτικοποιούν»; Μα πολιτικότατο ήταν εξαρχής. Πολιτικοί το προκάλεσαν. Οι κυβερνώντες. Τις προειδοποιήσεις δεν τις πετούσε στο καλάθι των αχρήστων η «κακιά η ώρα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή