Λαϊκισμός, συναίνεση και υγιής πατριωτισμός

Λαϊκισμός, συναίνεση και υγιής πατριωτισμός

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η καταδίκη του λαϊκισμού είχε την τιμητική της στο πρόσφατο συνέδριο για τη Μεταπολίτευση που συνδιοργάνωσε η «Κ». Το ζήτημα αναδείχθηκε ιδιαίτερα στη συζήτηση για τα εθνικά θέματα. Και οι τρεις ομιλητές –«βαριά» ονόματα της εξωτερικής πολιτικής από όλο το πολιτικό φάσμα, Ντόρα Μπακογιάννη, Ευάγγελος Βενιζέλος, Νίκος Κοτζιάς– επισήμαναν τα ουσιαστικά προβλήματα που απορρέουν από την ανεύθυνη κριτική και τη δημιουργία υπερβολικών προσδοκιών.

Ακόμη και αν το δει κάποιος σαν «ακτιβισμό» ή σαν μια διέξοδο για την «έκφραση του λαϊκού αισθήματος» σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, η καλλιέργεια ανεδαφικών απαιτήσεων και οι υποσχέσεις για εύκολες λύσεις σε σύνθετα και δυσεπίλυτα προβλήματα στην πορεία δυσχεραίνουν τη διαχείριση καταστάσεων και προβλημάτων που συνήθως είναι από τη φύση τους ήδη πολύ δύσκολα. Και προκαλούν ζημία στη χώρα, δεν την ωφελούν.

Αν συμφωνούμε ότι η Ελλάδα ωφελήθηκε από την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ, αν συμφωνούμε ότι με τη συμφωνία των Πρεσπών η χώρα μας βελτίωσε το γεωπολιτικό της αποτύπωμα και κατέστη ξαφνικά μέρος λύσεων και όχι μόνο προβλημάτων, αν συμφωνούμε ότι με τη συμμετοχή της στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στην Ευρωζώνη η Ελλάδα θωρακίσθηκε έναντι κινδύνων, οικονομικών και όχι μόνο, τότε οι κατά καιρούς λαϊκίστικες κραυγές σε αυτά τα εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα μάλλον δεν υπηρέτησαν το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον.

Το αντίδοτο στον λαϊκισμό είναι η υπευθυνότητα, αλλά και η συναίνεση. Οχι κριτική για την κριτική, αλλά ειλικρινής αναζήτηση των πιο επωφελών δράσεων ή λύσεων για τη χώρα και προώθησή τους με συνέπεια και συνέχεια. Υπό αυτό το πρίσμα, ήταν μάλλον ατυχής η τοποθέτηση του Αντώνη Σαμαρά ότι η συναίνεση «μυρίζει συνθηκολόγηση». Το επιχείρημα ότι από τη στιγμή που μια κυβέρνηση έχει άνετη πλειοψηφία δεν έχει λόγο να ζητεί τη συναίνεση, στερείται λογικής.

Στα μεγάλα ζητήματα, των οποίων η εξέλιξη θα επηρεάσει τις επόμενες γενιές, επιβάλλεται συνεννόηση και συναίνεση, ενίοτε και ενσωμάτωση στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και θέσεων ή προτάσεων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Οσο μεγαλύτερης αποδοχής τυγχάνουν κάποιες κινήσεις ή λύσεις, τόσο πιο σταθερά είναι τα θεμέλια στα οποία οικοδομούνται. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ πιο ισχυρός ένας πρωθυπουργός όταν εισέρχεται σε μια διεθνή διαπραγμάτευση, είτε με τον Ταγίπ Ερντογάν είτε με την Αγκελα Μέρκελ, έχοντας εξασφαλίσει μια ευρύτερη στήριξη από τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό. Ας σκεφθούμε τι πιέσεις θα δεχόμασταν και τι συμφωνία θα αναγκαζόμασταν να υπογράψουμε με τα Σκόπια εάν είχε ήδη ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Υπό το ίδιο πρίσμα, μπορεί οι υποσχέσεις για μη ένταξη στην «ΕΟΚ των μονοπωλίων» και «σκίσιμο των μνημονίων» να έφεραν ψήφους, αλλά ευτυχώς και οι δύο ηγέτες που τις έδιναν έκαναν τη στροφή προς τον ρεαλισμό και επέλεξαν να κρατήσουν τη χώρα στην ενωμένη Ευρώπη.

Η εθνική συναίνεση, ειδικά σε μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ωφελεί τη χώρα. Είναι υγιής πατριωτισμός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή