Το mail και το fail

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο
Το mail και το fail-1
Η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων είναι απότοκο της ελαστικής σχέσης μας με τη νομιμότητα και την εφαρμογή της.

Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να ασχολούμαστε με τα μεγάλα και επείγοντα· οι υπαρξιακές κρίσεις είχαν για πολλά χρόνια μονοπωλήσει ολόκληρο το φάσμα των πιθανών μας προβλημάτων, επομένως ανταποκρινόμαστε με ένταση και ενδιαφέρον κυρίως σε αυτές. Οταν δεν κινδυνεύουν το νόμισμα και οι τράπεζες, καιγόμαστε ή πλημμυρίζουμε· όταν δεν καιγόμαστε ή πλημμυρίζουμε, έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολύνεκρα δυστυχήματα και νομικές δυστοκίες· όταν δεν συμβαίνει τίποτα από τα παραπάνω, είμαστε σχεδόν ευγνώμονες. Εχοντας εκπαιδευτεί στο να αντιδρούμε προς ό,τι επηρεάζει καταιγιστικά τη ζωή μας, τείνουμε να διαχειριζόμαστε με χλιαρό αίσθημα ό,τι δεν μας πλήττει άμεσα. Φαινόμενα όπως η μαζική αποστολή προεκλογικών e-mails εκ μέρους της Αννας-Μισέλ Ασημακοπούλου σε πρόσωπα που ούτε γνωστοποίησαν ποτέ τη διεύθυνσή τους ούτε και συναίνεσαν στην αποστολή τέτοιων μηνυμάτων, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Η χλιαρότητα αιτιολογείται, αλλά δεν δικαιολογείται· η απευαισθητοποίηση απέναντι σε ό,τι δεν απειλεί να μας πάρει το κεφάλι είναι σημάδι μιας κοινωνίας σε παρακμή. Η αξία των προσωπικών μας δεδομένων δεν μειώνεται επειδή αυτά δεν βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων μας, αλλά, εδώ που τα λέμε, γιατί πρέπει να υπάρχει λίστα προτεραιοτήτων; Δεν μπορούν όλα μας τα δικαιώματα να γίνονται σεβαστά ταυτόχρονα;

Επικοινωνιακός επαρχιωτισμός

Η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων οφείλεται κατ’ αρχάς στις πρωτόγονες μεθόδους πολιτικής επικοινωνίας και συσπείρωσης που μετέρχονται οι Ελληνες πολιτικοί, αλλά και στον γενικότερο επαρχιωτισμό που διέπει την αντίληψή τους για το πώς πρέπει κανείς να πολιτεύεται. Η επιθετική προσέγγιση, το κραυγαλέο πνεύμα και η μαζικότητα για τη μαζικότητα επιλέγονται διαχρονικά ως ιδανικά εργαλεία για την προώθηση ενός πολιτικού σκοπού, παρότι όλα δείχνουν ότι η υπέρβαση του μέτρου καταρρακώνει τον σκοπό, αντί να τον δικαιώνει. Τι κέρδισε η Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου από τον υπερβάλλοντα ζήλο της; Αντί να στείλει το μήνυμά της σε αυτούς τους οποίους το μήνυμα αφορά, προτίμησε τη μεγάλη δεξαμενή, εκείνους δηλαδή που, ακόμη κι αν νομιμοποιείτο να προσεγγίσει, μάλλον δεν υπήρχε λόγος να προσεγγίσει. Οσοι εθίγησαν από το προεκλογικό e-mail δεν εθίγησαν μόνο επειδή τα προσωπικά τους δεδομένα παραβιάστηκαν, αλλά κι επειδή εκείνη που τα παραβίασε είναι μια υποψήφια που δεν τους αντιπροσωπεύει πολιτικά.

Αποδοκιμασία και αλλαγή

Οταν λέμε ότι πρέπει να διερευνηθεί πώς ήρθαν στην κατοχή της ευρωβουλευτού της Ν.Δ. οι διευθύνσεις που χρησιμοποίησε για την προεκλογική της εκστρατεία, δεν εννοούμε να γίνει ένα διαδικαστικό, επιεικές πασάλειμμα από την εισαγγελία και την παράταξή της, ώστε, αν διαπιστωθεί παρανομία, η ευρωβουλευτής να αντιμετωπιστεί ως μικρό παιδί που υπέπεσε σε ένα αμελητέο παράπτωμα. Εννοούμε ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις και η συμπεριφορά αυτή να αποδοκιμαστεί ηχηρά. Για να αποδοκιμαστεί όμως η συμπεριφορά, πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητή. Οποιος πιστεύει ότι η αποστολή τού e-mail έγινε με δόλο, μάλλον δεν έχει εκτιμήσει σωστά τον τρόπο σκέψης στον οποίο το περιστατικό βασίζεται. Η παραβίαση των δεδομένων έγινε κυρίως από άγνοια· άγνοια του νόμου, άγνοια του πώς αυτός εφαρμόζεται και τι καταλαμβάνει, άγνοια για το τι είναι ηθικά σωστό. Οποιος θέλει μπορεί να φαντασιώνεται πανουργίες και σκοτεινές συνωμοσίες· στην πραγματικότητα, όμως, οι πολιτικοί μας είναι περισσότερο αδαείς και αδιάφοροι παρά οτιδήποτε άλλο.

Μέτρα και σταθμά

Καλώς διαμαρτύρονται, λοιπόν, όσοι διαμαρτύρονται για τα απερίσκεπτα ηλεκτρονικά μηνύματα της Ασημακοπούλου. Το αν θα διαμαρτύρονταν εξίσου σε περίπτωση που είχαν λάβει παρατύπως αντίστοιχα μηνύματα από πολιτικούς της προτίμησής τους δεν είναι σχετικό με την καταδίκη της πράξης· αυτή είναι ανεξάρτητη και αυτονόητη· είναι όμως σχετικό με τη συνολική περί δικαίου αντίληψή μας ως κοινωνίας. Το γεγονός ότι ο περίφημος GDPR αγνοείται συστηματικά από άτομα που οφείλουν να τον σέβονται έχει να κάνει και με την κουλτούρα επιλεκτικής εφαρμογής του νόμου· με το ότι, ως Ελληνες, αποφασίζουμε αυθαίρετα ποια παρανομία είναι επιλήψιμη και ποια όχι, ποια συγχωρούμε και υπό ποιες προϋποθέσεις, ενώ στο τέλος απορούμε κιόλας γιατί είναι τόσο προβληματική η σχέση μας με τη νομιμοφροσύνη.

Το εθνικό μας «whataboutism»

Η απόκριση του Στέφανου Κασσελάκη στην εισαγγελική έρευνα που διατάχθηκε για τη διακρίβωση του σύννομου ή μη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στο εξωτερικό, είναι ενδεικτική της αντιφατικής μας στάσης απέναντι στη νομιμότητα. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν μας διαφωτίζει ως προς το αν και πώς οι εκτός Ελλάδος επιχειρήσεις του παραβιάζουν τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται εκ του νόμου ως πολιτικός αρχηγός. Αντιθέτως, μας παραπέμπει σε άλλες υποθέσεις, των οποίων, κατά τη γνώμη του, θα έπρεπε η Δικαιοσύνη να έχει επιληφθεί. Η νοοτροπία αυτή δεν είναι μόνο του Κασσελάκη. Πρόκειται για έναν γνησίως ελληνικό κανόνα: παράνομο είναι ό,τι επιλέξουμε εμείς να είναι και, αν κάτι μας ενοχλεί περισσότερο από κάτι άλλο, τότε αυτό το κάτι ορίζεται ως πιο παράνομο και το κάτι άλλο ως αμελητέο. Είναι απλό: Μέχρι να απαιτήσουμε νομιμότητα καθολική και δίχως αστερίσκους, θα πρέπει να βολευτούμε με αυτήν που έχουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT