«Κάλλιο ’χω να σε κόψει του Τούρκου το σπαθί»…

«Κάλλιο ’χω να σε κόψει του Τούρκου το σπαθί»…

4' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πανίσχυρες οι προλήψεις κατά των Εβραίων, τους απεικονίζουν σαν σφαγείς στους γάμους τους και αιμοπότες στο Πάσχα τους. Εγραφε το 1896 ο Ν. Γ. Πολίτης: «Σήμερον μικρόν είναι το εκ των θρησκευτικών προλήψεων κακόν, εν δε μόνον περιεσώθη επίφοβον λείψανον της μεσαιωνικής βαρβαρότητος. […] Εννοώ την δοξασίαν, καθ’ ην οι Ιουδαίοι μεταλαμβάνουσιν αίματος χριστιανού παιδός κατά το πάσχα. Είναι αύτη βδελυρόν όπλον δυσφημίας αλλοθρήσκων, αλλ’ όπλον παλαιότατον και εσκωριασμένον». Δεν αληθεύει, φοβάμαι, αυτό το «εσκωριασμένον». Κοφτερή παραμένει η μισαλλοδοξία.

Η «συκοφαντία αίματος» θριάμβευσε στη Ζάκυνθο το 1891 και σ’ εκείνο το περιστατικό θεμελιώθηκε το δράμα του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ», που πρωτοπαίχτηκε το 1909, από την Κυβέλη Αδριανού. «Η υπόθεσις του έργου», εξηγεί ο συγγραφέας, «στηρίζεται σ’ έν’ απλό θρύλο, το πλαίσιό του όμως είναι ιστορικό. Βλ. το βιβλίον του Φρειδ. Καρρέρ “Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός, και τα εν Ζακύνθω συμβάντα κατά την Μεγάλην Παρασκευήν”». Αν ο Ξενόπουλος εγκλωβιζόταν στα αντισημιτικά γραφόμενα του Φρειδερίκου Καρρέρ, που δογμάτιζε ότι «ο Ιουδαίος είναι φύσει φιλύποπτος, πονηρός, ψεύστης, ψοφοδεής και δειλός», δεν θα παρέδιδε ένα έργο ευαίσθητης διερεύνησης των φυλετικών παθών. Τα πάθη αυτά οργανώνονται γύρω από τον έρωτα της Εβραιοπούλας Ραχήλ με τον χριστιανό ορθόδοξο Κάρολο Δεσύλλα, ένα αρχοντόπουλο που μεταφράζει το «Ασμα Ασμάτων», αδυνατεί όμως να πολεμήσει τις αντισημιτικές πεποιθήσεις της μητέρας του. Ο «απλός θρύλος» είναι η συκοφαντία αίματος, όπως απλοϊκά τη διατυπώνει η Αρετή, υπηρέτρια του Δεσύλλα, μιλώντας στον Αβραμή, υπηρέτη της Ραχήλ: «Δεν κλέφτετε, παναπεί, ένα χριστιανόπουλο κάθε που κοντολογά η Λαμπρή σας, και δεν το τρέφετε με κουκουνάρι και σταφίδα… […] Και δεν το κυλάτε έπειτα μέσα σ’ ένα βαρέλι με καρφιά, και δε βουτάτε πανιά στο αίμα του… […] Και δεν τα καίτε, και δε ρίχνετε από τη στάχτη τους μέσα στ’ άζυμά σας! Ε;».

Ιδού ωμή η «συκοφαντία αίματος» σε θεσσαλικό δημοτικό τραγούδι, δημοσιευμένο από τον Θεόδωρο Νημά: «”Ηλιε μ’, το τι μας άργησες κι αργείς να βασιλέψεις;”/ “Κάτι είδα, μάνα μ’, ξέχασα κι αργώ να βασιλέψω·/ ν-Ουβραίοι γάμου έκαναν μ’ ένα σκυλοκιφάλι,/ σφάζουν πιδιά, τα ‘χουν αρνιά, νυφίτσις, προβατίνις,/ σφάζουν κί τς χήρας τον υγιό, το ‘χουν πρώτο κριάρι”».

Το τραγούδι αυτό δεν εκφράζει αισθήματα αυστηρώς εντοπισμένα γεωγραφικά. Ταυτόσημη απάντηση δίνει ο ήλιος σε μακεδονική παραλλαγή: «”Στη Βέροια εγιομάτισα, στα Γρεβενά δειλνούσα./ Στα έρημα τα Γιάννενα πολύ εχασομέρσα./ Εβραίοι γάμο έκαμαν, παίρναν Ρωμιοτοπούλα./ Σφάζαν παιδάκια σαν αρνιά, μάνες σαν προβατίνες,/ σφάξαν της νύφης τον αδερφό σαν το παχύ κριάρι”».

Αιώνες επί αιώνων παρήγαγαν μιαν ακράδαντη πίστη του ελληνικού στοιχείου για το εβραϊκό, καταγραμμένη και στα λεξικά. Διαβάζουμε λ.χ. στο Λεξικό Δημητράκου: «εβραίος […] 3) μτφ. άνθρωπος έχων τα ελαττώματα τα αποδιδόμενα εις τους Εβραίους ήτοι ο άγαν συμφεροντολόγος, ανελεήμων, σκληρός, μικρολόγος, δειλός, ιδίως φιλάργυρος, τσιγκούνης». Λίγο πριν δίνεται η παροιμία «έχει κι ο Οβριός σπαθί και στο κούρσος θενά βγει», με τη σημείωση: «επί δειλών προσποιουμένων τους ανδρείους».

Ο έρωτας κάποιες φορές υπερνικά τις προκαταλήψεις – έστω κι αν δεν θριαμβεύει πάντα.

Τον «άγαν συμφεροντολόγον» και ορκοπάτη Εβραίο ζωγραφίζει ένα πανελλαδικής εξάπλωσης τραγούδι. Εδώ η παραλλαγή της Σωζόπολης: «Ενα καράβι αρμένιζε στης Μάλτας το κανάλι./ Είχ’ Οβριό πραματευτή και Τούρκο καπετάνιο./ Τα πήρε ο σκύλος ο βοριάς, η άγρια τραμουντάνα,/ και του σερέκου η θάλασσα πολύ το στραπατσάρει./ ‘Ποκρίθηκεν ο Οβριός κι αυτά τα λόγια λέγει:/ “Πάψε, Θεέ μου, τη θάλασσα, πάψε και τον αγέρα/ να βαφτισθώ στην πίστη σου, εγώ και τα παιδιά μου”./ Επαψε ο Θιός τη θάλασσα, έπαψ’ και τον αγέρα./ Σκυλοβριός πισμάνεψε τα λόγια όπου είπε:/ “Εχε, Θεγέ μ’, την πίστη σου κι εγώ την εδική μου”./ Ακόμα ο λόγος στέκουνταν κι η συντυχιά κρατούσε. Τα πήρε ο σκύλος ο βοριάς, η άγρια τραμουντάνα,/ γιόμισ’ η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια».

Ανίκητος θεός

Ευτυχώς υπάρχει πάντα η δύναμη του έρωτα, έστω κι αν δεν θριαμβεύει κάθε φορά. Τα δημοτικά που ιστορούν την αγάπη χριστιανού με Εβραιοπούλα δεν έχουν την ίδια λύση, κι αυτό οφείλεται είτε στην τροπή συγκεκριμένου περιστατικού είτε στις αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στη μια ή την άλλη εποχή ή περιοχή του ελληνικού χώρου. Η αίσια έκβαση της ερωτικής πολιορκίας πάντως δεν είναι συνηθισμένη.

Ερωτικά ευτυχής είναι η κατάληξη σε κρητικό τραγούδι: «Μιαν Οβριοπούλαν αγαπώ/ και με καιρό θα τση το πω/ κι ελπίζω να θελήσει/ κι αυτή να μ’ αγαπήσει./ Περνώ και μπαίνω για νερό,/ να πιω γιατ’ είναι δροσερό,/ να σβήσω τη φωθιά μου/ που έχει η καρδιά μου./ Λέω τση: “Σύρε μου νερό/ της στέρνας, που ‘ναι δροσερό”. Σέρνει το και μου δίνει/ και τη φωθιά μου σβήνει».

Η στάση της Εβραιοπούλας, όταν την πολιορκεί Ρωμιός, ποικίλλει. Συνηθέστερα πάντως τελεσφορεί η αποτρεπτική παρέμβαση της μάνας της: «Μια Κυριακήν ημέραν, Δευτέραν το ταχύ/ σηκώνομαι κι υπάγω κάτω στην Εβραϊκήν./ Βρίσκω μια Εβριοπούλα οποιά κτενίζετο/ μ’ ένα χρυσό κτενάκι και διαστολίζετο./ Πριχού να της μιλήσω, πριχού να της ειπώ,/ γυρίζει και μου λέει: “Καλώς τον αγαπώ./ Καλώς τα δυο μου μάτια, οπού τα πιθυμώ”./ Λέγω της Εβριοπούλας, να γίνεις χριστιανή,/ να λούζεσαι Σαββάτο, ν’ αλλάζεις Κυριακή/ και να μεταλαμβάνεις Πάσκα και Λαμπηρή./ Της μάνας της τα λέγει, να δγει τι θα της πει. […] / “Κάλλιο ‘χω να σε κόψει του Τούρκου το σπαθί/ παρά Ρωμιό να πάρεις να γίνεις Χριστιανή».

Μπορεί άλλα δημοτικά τραγούδια να τα στοιχειώνει η αντιεβραϊκή προκατάληψη, όσα όμως πραγματεύονται το ερωτικό ενδεχόμενο αναγνωρίζουν στη μάνα της Εβραιοπούλας, ως αυτονόητο, το δικαίωμα της άρνησης. Θέτουν μάλιστα στο στόμα της σχεδόν τις ίδιες λέξεις με τις οποίες συντάσσει τη δική της κατηγορηματική άρνηση η Ελληνίδα μητέρα, όταν η κόρη της πολιορκείται ερωτικά από Τούρκο. Στο ρεμπέτικο «Ξανθή Εβραιοπούλα» του Σταύρου Παντελίδη, που το τραγούδησε η Ρίτα Αμπατζή το 1934, ο έρωτας πανηγυρίζει: «Ολο τον κόσμο γύρισα,/ είδα έμορφα κορίτσια,/ μα εσύ Εβραιοπούλα/ μού πήρες την καρδούλα,/ γιατί έχεις σκέρτσα και καπρίτσια».

Στο ρεφρέν οι γλώσσες σμίγουν όσο όμορφα σμίγουν οι άνθρωποι, όταν, σαν πιστοί της θρησκείας του έρωτα, περνούν φτερωμένοι πάνω από τα εμπόδια που ορθώνουν οι «κανονικές» θρησκείες: «Αχ Εβραιοπούλα μου, μου πήρες την καρδιά/ τε κέρο πιένα μούτσο,/ κέρο με μάνκες, ωχ, αμάν/ Εβραιοπούλα, δεν αντέχω πια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή