Ελληνόφωνο Ιντερνετ: αυτομαστίγωμα, μιζέρια και λίγος Σεφέρης

Ελληνόφωνο Ιντερνετ: αυτομαστίγωμα, μιζέρια και λίγος Σεφέρης

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Να δικάσουμε και τη μαμά και τον μπαμπά του», έλεγε μία, «η οικογένεια φταίει – ποινικά». Ούτε που καταλάβαινε τι έλεγε, μα δεν έχει και σημασία. Θέλω να πω, υπάρχουν κάποιοι αιώνες πολιτισμού που οδήγησαν στο να δικάζεται κανείς πριν καταδικαστεί και να καταδικάζεται ο καθένας για τα δικά του εγκλήματα κι όχι γι’ αυτά των γονιών ή των παιδιών του. Ψιλά γράμματα. Σημασία έχει να μπορεί κανείς ν’ ακουστεί, και το εθνικό φετίχ των 40+, το facebook, είναι αιμοδιψές.

«Είναι τέρας», κατέληξαν, μέσα απ’ τη δίκαιη δίκη των καναλιών και των ιστοσελίδων που κοντεύουν να μας δείχνουν πτώματα, σαν να είμαστε πια αληθινά ψοφίμια, για λίγα ακόμα κλικ. Ισως η βέλτιστη στρατηγική για τις ιστοσελίδες να είναι εναλλάξ γυμνό, πτώματα, προσωπική εξομολόγηση και ένα ταυτοτικό ζήτημα. Λέω ενδεικτικά: τρανς vs χριστιανοί.

Το τεκμήριο αθωότητας δεν τα πήγαινε καλά στο ελληνόφωνο Ιντερνετ, τεράστιο μέρος του οποίου καταλαμβάνει η πλατφόρμα facebook, που εξακολουθεί να είναι δημοφιλής στη μέση ηλικία και πάνω, παρά τα καταγεγραμμένα προβλήματα που προκαλεί στις εκλογές, στην ψυχική υγεία, στον τόνο και στο ύφος εκφοράς του λόγου (τους κάνει εξοργισμένους, γιατί εάν δεν είναι εξοργισμένοι δεν θα φανούν). Μα τι είναι τούτο το πράγμα, το τεκμήριο; «Είδαμε το πρόσωπο του τέρατος» κ.λπ. «συγκλονίζει». Ατέρμονες συζητήσεις. Ατέρμων βρόχος. Διαρκής ανατροφοδότηση. Συμπεράσματα πρωτοετούς φοιτητή Γενικού Ποινικού σκόρπια ανάμεσα σε μοιράσματα προσωπικού πόνου και τελικά ανάτασης (μέσω κάποιας «προσωπικής» «θρησκείας» που δεν απαιτεί, αλλά πάντα λυτρώνει) και προσωπικές ιστορίες που δεν θα αφήσουν πτυχή της προσωπικής ζωής των συμπολιτών μας ακάλυπτη. Είναι σημαντικό να είναι όλα πολύ προσωπικά.

Πάντως είναι λογικό το έγκλημα να προκαλεί αποτροπιασμό. Το να θεωρούμε τους πάντες αθώους, ωστόσο, μέχρι να τους κρίνει η δικαιοσύνη είναι κατάκτηση. Τεράστια. Μεγαλειώδης. Ογκόλιθος του νομικού μας πολιτισμού. Μία νίκη της ελευθερίας των ατόμων απέναντι στο κράτος-χωροφύλακα. Αλλά πετιέται στα λασπόνερα κι αυτή, στα σαρκοβόρα που πρέπει να δαγκώσουν. Γυναίκες και άνδρες που πρέπει οπωσδήποτε καθημερινά, πάση θυσία, να βρουν κάπου να τοποθετηθούν. Είστε υπέρ ή κατά; που έγραφε κι ο Αναγνωστάκης. 

Αυτές τις ημέρες περιφέρεται το πτώμα του τραγουδιού της χώρας σ’ ένα διαγωνισμό τραγουδιού δεδηλωμένης ελαφράδας που, όμως, για τους Ελληνες έχει πάρει διαστάσεις Περσικού πολέμου. Δεν πειράζει που κάποια πολύ στοιχειώδη δεν λειτουργούν (π.χ. νοσοκομεία). Σημασία έχει πώς θα φανούμε στο γυαλί. Ομως, για το Poor Things; Γι’ αυτό τι λέτε; «Μπράβο, Γιώργο» ή «εγώ δεν τρελάθηκα»; Τι απ’ τα δύο; 

Κι ενώ η άσκηση εθνικού αυτομαστιγώματος συνεχίζεται και Ελληνες πάνε κάτω από επίσημα κανάλια προώθησης του τραγουδιού (για το οποίο κάποιοι άνθρωποι δούλεψαν εμφανώς σκληρά και θα εξακολουθήσουν να δουλεύουν) και γράφουν «σάπιο», «χάλι», «Ι disapprove this» (sic), κι αφού καλά καλά αποπροσανατολίστηκαν πλήρως απ’ τα πιεστικά προβλήματά τους, μ’ αυτά και μ’ εκείνα το ορμητικό ρεύμα της τοξικότητας συνεχίζεται. Να καταδικάζονται κατευθείαν «ορισμένοι». Ισως στα μεσημεριανάδικα, ίσως στα δημοφιλή προφίλ. Το economist είχε γράψει για το facebook πως δεν είναι πια κοινωνικό δίκτυο, αλλά διαδραστική τηλεόραση σε υψηλή ταχύτητα. Ισως αυτό να εξηγεί πλήρως το επίπεδο. 

Περνώντας από την Ομόνοια, που την αγαπώ, γιατί ποτέ δεν μπορεί να ομορφύνει πραγματικά, αλλά ούτε και ν’ ασχημύνει, σκεφτόμουν, καθώς παρατηρούσα τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε στον ηλεκτρικό, τον ποιητή που έγραφε «παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δεν βρίσκεται πουθενά». Τον καταλαβαίνω ως εξής αυτόν τον στίχο: ένα χάσιμο μέσα στο πλήθος από ερεθίσματα. Ανθρωποι που ’χουν χάσει το κέντρο τους ή απλώς τον μπούσουλα. Ανθρωποι που δείχνουν την πληγή τους (το αγαπημένο trauma των Gen Z, μια ελληνική λέξη) σαν να περιφέρουν μια πραμάτεια (λέξη που αγαπούσε ο Σεφέρης). 

Ο ποιητής είχε γράψει χίλια δυο πράγματα, αλλά η φράση που ’χει μείνει είναι πως η Ελλάδα τον πληγώνει. Εμεινε αυτή στα χείλη και στις ρηχές πρώτες επαφές με το έργο. Γιατί είναι μια εντυπωσιακή φράση, όπως και τόσες άλλες του Γ.Σ. Αλλά κι επειδή μπορείς να την ερμηνεύσεις έτσι ώστε να μην απαιτεί. Αν φταίει η Ελλάδα, ποιοι είμαστε εμείς για να μην πληγωθούμε; Κι αν είμαστε τόσο πληγωμένοι –σακατεμένοι οριακά– δεν δικαιούμαστε να βγούμε στην κερκίδα; ΑΓ ΩΝΙΑ, έγραφε παρακάτω. Ολα πωλούνται και όλα είναι αγχωτικά. Ομως, αλλού είχε πει για το φως και τον τρόπο που κολυμπάει κανείς στη θάλασσα. Διώχνοντας πρώτα το ένα κύμα, μετά το άλλο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή