Η δοσολογία της πόλωσης

4' 7" χρόνος ανάγνωσης

Το σύνολο των δημοσκοπήσεων της τελευταίας περιόδου συγκλίνει σε κάποια συμπεράσματα:

Η Ν.Δ. καταγράφει μια κάμψη. Oχι ραγδαία, αλλά ορατή τόσο ως προς την πρόθεση ψήφου, όσο και σε σχέση με τους επιμέρους ποιοτικούς δείκτες.

Παρά την όποια φθορά, ωστόσο, το προβάδισμά της παραμένει ευρύ. Στην πρόθεση ψήφου για βουλευτικές εκλογές, μάλιστα, τα ποσοστά της Ν.Δ. αυξάνονται, κάτι που δείχνει ότι η όποια δυσαρέσκεια δεν έχει –ακόμη τουλάχιστον– παγιωμένα χαρακτηριστικά. Μοιάζει περισσότερο με μερική αποστασιοποίηση και όχι με οριστική ρήξη.

Οι απώλειες της Ν.Δ. κατευθύνονται κυρίως προς τα «δεξιά» της (Ελληνική Λύση, Νίκη, μικρότερα δεξιά κόμματα). Οι διαρροές της προς το ΠΑΣΟΚ είναι ελάχιστες και προς τον ΣΥΡΙΖΑ μηδενικές. Οι απώλειες προς τα δεξιά δεν μπορούν να θεωρηθούν μη ανακτήσιμες, ενώ όσο δεν υπάρχει απευθείας μετακίνηση ψηφοφόρων μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, δύσκολα θα επιτευχθεί αλλαγή πολιτικών συσχετισμών.

Τα κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και Αριστεράς παραμένουν στάσιμα. Οι αυξομειώσεις στα ποσοστά τους είναι κατά κανόνα περιορισμένες, αφορούν κυρίως «εσωτερικές» μετακινήσεις και όχι κάποια θεαματική διεύρυνση της πολιτικής τους απήχησης. Η δε τάση των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, με τη θεαματική υποχώρηση των αριστερών κομμάτων και την ενίσχυση των πιο συντηρητικών, πιθανότατα θα επαναληφθεί.

Η ελαφρά ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο δίμηνο δεν μοιάζει απότοκος μιας (υφέρπουσας έστω) πολιτικής δυναμικής, αλλά μιας αναμενόμενης προεκλογικής συσπείρωσης σε συνδυασμό με την επιρροή του κ. Κασσελάκη σε κάποια πιο χαμηλής πολιτικοποίησης κοινά. Μοιάζει δε να έχει χαμηλό ταβάνι, καθώς η προσωπική εικόνα του κ. Κασσελάκη (χαμηλή δημοφιλία, υψηλές αρνητικές αξιολογήσεις, αλλά και η συνολική δημόσια παρουσία του κ.λπ.) απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί δυνάμει πρωθυπουργική.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η πόλωση –αν και εν πολλοίς αναμενόμενη πλησιάζοντας στις ευρωεκλογές– μοιάζει να αποτελεί ζητούμενο. Για τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι το στοιχείο που θα κινητοποιήσει τον κόσμο να ψηφίσει για να στείλει το (αντικυβερνητικό) μήνυμά του. Για τη Ν.Δ. είναι προϋπόθεση της συσπείρωσής της.

Η δοσολογία της πόλωσης, ωστόσο, είναι κάτι που απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς και ιδιαίτερη πολιτική δεξιοτεχνία.

Η μεν αντιπολίτευση, αν και υπερβάλλει ως προς τους τόνους και το διακύβευμα των ευρωεκλογών, παίρνει το ρίσκο να κάνει την άχαρη δουλειά για λογαριασμό της κυβέρνησης, δίνοντας κίνητρο στους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της Ν.Δ. να αντισυσπειρωθούν απέναντι στην «εξωτερική απειλή». Πολλώ δε μάλλον, όταν η εικόνα των κομμάτων της αντιπολίτευσης έχει τα προβλήματα που όλες οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν.

Η «επιστροφή στην κανονικότητα» ύστερα από πέντε χρόνια κυβέρνησης Ν.Δ. έχει ξεπεραστεί. Η «σταθερότητα» ως ζητούμενο απέδωσε το 2023, σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι παρά τα όποια λάθη «κάτι γίνεται» – αίσθηση που έχει πλέον υποχωρήσει.

Oπως, αντίστροφα, μια υπερδραματοποίηση των ευρωεκλογών από πλευράς της Ν.∆. θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Και να προκύψει τελικά ζήτημα πολιτικής σταθερότητας, επειδή θα έχει τεθεί από την ίδια την κυβέρνηση, σε μια συγκυρία μάλιστα που ούτε ο κόσμος το πιστεύει ούτε οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί το υπονοούν.

Το κρίσιμο στοιχείο, βέβαια, σχετίζεται με το τι μπορεί και να κάνει το κάθε κόμμα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης λόγω των δικών τους προβλημάτων, αλλά και του ρόλου τους, μοιάζουν να βάζουν όλα τα «αυγά» τους στο «καλάθι» μιας αυξανόμενης αντισυστημικότητας, η οποία εκδηλώνεται κυρίως με αφορμή τη διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών, αλλά τροφοδοτείται παράλληλα από την ακρίβεια, από ζητήματα που προκάλεσαν έντονες συζητήσεις όπως η ισότητα στον γάμο, αλλά και από πεποιθήσεις (π.χ. αντιδυτικισμός, συμπάθεια προς το «ομόδοξο ξανθό γένος» κ.ά.), που βρίσκουν ακόμη γόνιμο έδαφος σε κάποια τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, ιδίως σε ορισμένες περιοχές της χώρας.

Η κυβέρνηση, ωστόσο, μοιάζει να έχει περισσότερες επιλογές, αφού παρά την κάμψη της διαθέτει ακόμη πολλά ισχυρά πλεονεκτήματα.

Το προβάδισμά της δεν αμφισβητείται. Η υπεροχή του κ. Μητσοτάκη έναντι των βασικών ανταγωνιστών του είναι μεγάλη. Αρκετά δύσκολα νομοσχέδια έχουν ήδη ψηφιστεί. Η πορεία της οικονομίας –παρά το μείζον ζήτημα της ακρίβειας– δημιουργεί προοπτικές. Ενα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης ξορκίζει το ενδεχόμενο να ζήσουμε μια πολιτική κρίση και ένταση ανάλογη με εκείνη της περασμένης δεκαετίας. Ενώ το πολιτικό τοπίο μετά τις ευρωεκλογές μοιάζει καθαρό, καθώς ακολουθούν τρία χρόνια χωρίς εκλογικές αναμετρήσεις, δεδομένο που της επιτρέπει να υλοποιήσει ανεμπόδιστη την πολιτική της.

Αυτό που κυρίως έχει ανάγκη η Ν.∆. είναι η επικαιροποίηση του δικού της κεντρικού αφηγήματος. Το ενοποιητικό στοιχείο της πολιτικής της, το οποίο δεν είναι πλέον σαφές. Το κεντρικό επιχείρημα που θα κάνει τους δυνητικούς ψηφοφόρους της να αφήσουν πίσω την όποια δυσαρέσκειά τους και να τη στηρίξουν ξανά.

Η «επιστροφή στην κανονικότητα», ως υπόσχεση, λειτούργησε το 2019, αλλά ύστερα από πέντε χρόνια κυβέρνησης Ν.Δ. έχει ξεπεραστεί. Η «σταθερότητα» ως ζητούμενο απέδωσε το 2023, σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι παρά τα όποια λάθη «κάτι γίνεται» – αίσθηση που έχει πλέον υποχωρήσει.

Σήμερα, ποιο είναι το αντίστοιχο μήνυμα; Αυτά τα θετικά μηνύματα, τη θετική ατζέντα και το κεντρικό αφήγημα για το πού θέλει να πάει τη χώρα είναι που πρέπει να επικαιροποιήσει η κυβέρνηση. Την πόλωση ας την αφήσει στην αντιπολίτευση, οι υπερβολές της οποίας, εξάλλου, μπορούν ευκολότερα να προκαλέσουν τις χρήσιμες για τη Ν.Δ. αντισυσπειρώσεις.

*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή