Ομιλήσωμεν ουν ακαταλαβιστί

Ομιλήσωμεν ουν ακαταλαβιστί

3' 43" χρόνος ανάγνωσης

Το πρόσφατο άρθρο στην «Καθημερινή», που αναφερόταν στον Λεωνίδα Εμπειρίκο και στις μελέτες του για τις διάφορες γλώσσες που μιλιούνταν στον τόπο μας –αρβανίτικα, βλάχικα, των Ρομά–, μου θύμισε μια από τις «Ναυτικές ιστορίες» του Γιώργου Π. Σπορίδη, που κυκλοφόρησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Σύντομες και σπαρταριστές, είχαν μεγάλη επιτυχία και μάλιστα σε μια εποχή όπου είχαμε ακόμη πρόσφατα στον νου μας τα πολεμικά γεγονότα, καθώς και τις συνθήκες της συνεργασίας μας με τους Εγγλέζους.

Με τα δικά μου, πολύ πιο άχαρα, λόγια η ιστορία που διηγείται ο Σπορίδης είναι η εξής: στην Αλεξάνδρεια, όπου είχε συγκεντρωθεί ο στόλος μας για να συνεχίσει τον αγώνα, μετά την κατάληψη της χώρας μας από τους Γερμανούς, «ο Ναύαρχος» (που δεν κατονομάζεται, αλλά καταλαβαίνεις πως πρέπει να ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας), «ο Ναύαρχος», λοιπόν, περιγράφεται να έχει φτάσει στο τελευταίο σημείο εκνευρισμού: αιτία ήταν πως στα συμβούλια, όπου οι Αγγλοι καλούσαν τους Ελληνες συναδέλφους τους για να συζητήσουν θέματα του ναυτικού μας, οτιδήποτε ανταλλασσόταν στα ελληνικά μεταξύ των δικών μας, οι Εγγλέζοι το καταλάβαιναν. Πώς το κατάφερναν αυτό «οι εξάδελφοι», αφού υποτίθεται πως δεν ήξεραν ελληνικά;

Αυτό το μυστήριο ανασκουμπώθηκαν να το λύσουν δύο υπαξιωματικοί, ο Μεμάς και ο Νιόνιος, που ήταν στην υπηρεσία του Ναυάρχου και του ήταν πολύ αφοσιωμένοι. Με πολλά λοιπόν τζόγια μου ινκρεντίμπιλε και άλλα τέτοια επτανησιώτικα, κατέληξαν πως ο «ένοχος» πρέπει να ήταν ο ανθυποπλοίαρχος Ρόναλντ Μπέικερ, ένας νεαρός Εγγλέζος, που παρίστατο πάντα στις συσκέψεις, δεν μιλούσε καθόλου, κρατούσε σημειώσεις και πότε πότε περνούσε ένα χαρτάκι στον προεδρεύοντα Αγγλο αξιωματικό.

Για να διαπιστώσουν αν πράγματι ήξερε ελληνικά και το έκρυβε, επιστράτευσαν την Ανέττα, τη φιλεναδίτσα του Διονύση. Την άλλη μέρα ο ανθυποπλοίαρχος Ρόναλντ Μπέικερ, καθώς έβγαινε απ’ το γραφείο του είδε μια νεαρότατη και τροφαντή δεσποινιδούλα να γλιστράει και να κινδυνεύει να πέσει στο πεζοδρόμιο. Ορμά ευθύς και την αρπάζει στα γερά του μπράτσα. Εκείνη τρέμοντας τον ευχαριστεί ελληνικά, προσθέτοντας «σόρι, νο σπικ ίνγκλις. Μι γκρικ».

«Δεν πειράζει δεσποινίς», της απαντάει εκείνος αλαλιασμένος από τις αστραπές του χαμόγελού της και το συνεχιζόμενο τρίκλισμά της. «Ομιλώ εγώ την ελληνικήν».

Ετσι το μυστήριο λύθηκε και οι δύο υπαξιωματικοί έτρεξαν ευθύς στον Ναύαρχο: «Το και το αμιράλε μου!».

«Να σας φιλήσω! Να σας προαγάγω!», ενθουσιάστηκε εκείνος. «Α, ώστε ο Μπέικερ! Βρε τον άτιμο! Χμ, έχει καλώς!» Και μια σύσκεψη που την ανέβαλλε εβδομάδες, την όρισε ευθύς για την επομένη.

Ετσι, την άλλη μέρα τέσσερις Ελληνες ναύαρχοι, «δυο Υδραίοι και δυο από την Ελευσίνα» –λέει ο Σπορίδης– «έμπαιναν στη μεγάλη αίθουσα συσκέψεων για να κουβεντιάσουν με τρεις Εγγλέζους, έναν αντιναύαρχο και δυο υποναυάρχους. Μόνοι τους οι δικοί μας. Επιτελείο ολόκληρο οι Βρετανοί. Η σύσκεψη άρχισε, ο Εγγλέζος προεδρεύων ανέπτυξε τα θέματα και τέλος ζήτησε από τους «Ελληνες συναδέλφους» να πουν τη γνώμη τους. Ο Μπέικερ στη γωνίτσα του, με τα χαρτιά και το μολυβάκι του, ήταν έτοιμος να γράψει και να σπρώξει το χαρτάκι στον προϊστάμενό του. Εγινε μικρή παύση και κατόπιν ο Ναύαρχος άνοιξε το στόμα του και απηύθυνε στους συναδέλφους του την ερώτηση:

«Τουθαμ αρμπιρίστε;».

«Ψε;», έκαναν εκείνοι.

«Του μος μαρ μιρ ιγγλέζι».

Οι Ρωμιοί χαμογέλασαν.

«Κα μιρ»*

Κι έτσι, στα αρβανίτικα, συνέχισαν τη συζήτησή τους.

Τρεις μέρες αργότερα μαθεύτηκε πως ο Μπέικερ είχε μετατεθεί. Από τη γλυκιά Αλεξάνδρεια είχε βρεθεί στις πικρές λαμαρίνες ενός αντιτορπιλικού. Και ο Ναύαρχος μουρμούρισε. «Τον φάγανε τον άνθρωπο, τον φάγανε οι ξένες γλώσσες. Αυτές, μωρέ, που μιλάμε στην Υδρα και την Ελευσίνα».

Αυτά τα διασκεδαστικά γράφει ο Σπορίδης. Κι εγώ μπορώ να προσθέσω ότι τότε στο Ναυτικό μας αρβανίτικα μιλούσαν πολλοί από τους λαμπρότερους αξιωματικούς μας, ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου από τη Μάνδρα Αττικής, ο Ορέστης Λάσκος από την Ελευσίνα, οι Υδραίοι, όπως ο Πέτρος Βούλγαρης και ο Θεόδωρος Π. Κουντουριώτης, ο Παναγιώτης Κώνστας από τη Φυλή Αττικής – για να αναφέρω μόνο μερικούς. Επιπλέον, υποψιάζομαι πως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι, δηλαδή οι Ελληνες δεν μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά σε μια σύσκεψη που γινόταν με κοινή γλώσσα τα αγγλικά. Θα ήταν απρέπεια. Πολύ πιθανότερο είναι ότι οι αξιωματικοί μας συνειδητοποίησαν σε κάποια στιγμή ότι οι Εγγλέζοι –που μάλιστα ήταν τότε διαβρωμένοι από τους σταλινικούς πράκτορες του Κιμ Φίλμπι– είχαν βρει τον τρόπο να κρυφακούν τις ιδιαίτερες συσκέψεις τους. Οπότε οι αξιωματικοί μας –που δεν έπασχαν από τις αλλόκοτες ψευδαισθήσεις μερικών τωρινών πολιτικών μας περί της «ευεργετικής» αναμείξεως ξένων στα εσωτερικά μας– κατέφυγαν σ’ αυτή την «ξένη γλώσσα», την ακατανόητη για τους «εξαδέλφους».

* – Να μιλήσουμε αρβανίτικα; – Γιατί; – Για να μη μας καταλάβουν οι Αγγλοι. – Καταλάβαμε.

*Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή