Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου: «Θα αποκτήσουν εμπειρίες χωρίς να τις βιώσουν οι ίδιοι»

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου: «Θα αποκτήσουν εμπειρίες χωρίς να τις βιώσουν οι ίδιοι»

3' 30" χρόνος ανάγνωσης

«Να σκεφτόμαστε τη λογοτεχνία ως τη γαλήνη στο μάτι του κυκλώνα, ως ένα είδος κατανυκτικής προσοχής». Σαν πρωινή προσευχή. Πριν ξεκινήσουν τα μέιλ και οι συναντήσεις, τα τηλεφωνήματα και οι απαιτήσεις των άλλων. Σαν εσωτερική προετοιμασία για να βγεις στον κόσμο. Σαν μονόλογο μ’ όλ’ αυτά που δεν θα πεις όταν βγεις εκεί έξω, γιατί αν τα ’λεγες θα σε περνούσαν για παράξενο. 

«Τι τα θέλουμε τα βιβλία;» ρωτάμε κάθε Παγκόσμια Ημέρα, για ν’ απαντήσουμε μόνοι μας ότι είναι πολύ σημαντικά. Είναι σημαντικά πράγματα όντως, ιδίως αυτά που μας λένε ο Χένρυ Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, όμως γιατί; Γιατί διαβάζουμε Γιώργο Σεφέρη και Λαϊνά; Σύμφωνα μ’ έναν διοικητή της αστυνομίας κάπου στο Μέξικο Σίτι, που είχε την περίεργη ιδέα να συντάξει μία λίστα με υποχρεωτικά αναγνώσματα και να την επιβάλει προς μελέτη στους άνδρες του σώματος, το διάβασμα είναι καλό για τα όργανα της τάξης, αφού θα μπορέσουν «να αποκτήσουν κάποιες εμπειρίες χωρίς να τις βιώσουν οι ίδιοι». Αυτή η ιστορία όπως κι όλες οι άλλες σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο Πώς Δουλεύει η Λογοτεχνία, του Τζέημς Γουντ (εκδόσεις Αντίποδες). Ο συγγραφέας του βιβλίου περιγελά ευγενικά τον αστυνομικό για την αφέλειά του. Δεν διαβάζουμε όντως γι’ αυτό, λέει ο Γουντ με το διδακτικό ύφος του καθηγητή στο Χάρβαρντ, διαβάζουμε για τη σκέτη χαρά της ανάγνωσης. Αλλά κι αυτό δεν μου λέει πολλά, είναι μια απάντηση που θα έδινε ένας πιστός ερωτώμενος για την πίστη του, ένα κλείσιμο του ματιού του στυλ «ξέρω πράγματα, αλλά δεν θα καταλάβεις, αν δεν διαβάσεις κι εσύ πρώτα».  

Ο αστυνομικός είχε καταλάβει αυτό που είχε συλλάβει και η Τζωρτζ Ελιοτ σ’ ένα δοκίμιό της για τον γερμανικό ρεαλισμό (μην παραξενευτείτε με το ανδρικό όνομά της, έπρεπε να την παίρνουν στα σοβαρά και το «Τζωρτζ» βοηθάει). Λέει, λοιπόν, η Ελιοτ: «Η μεγαλύτερη ωφέλεια που μας προσφέρει ο καλλιτέχνης, είτε ζωγράφος είτε ποιητής είτε συγγραφέας είναι η διεύρυνση της ενσυναίσθησής μας […] η τέχνη είναι το πράγμα που είναι πιο κοντά στη ζωή». Τι φοβερά, μεγάλα λόγια. Θα ήταν επώδυνα ωφέλιμα για πολλούς καλλιτέχνες σήμερα, αλλά ας μην είμαι κακιά. Πίσω στη λογοτεχνία.

Η αλήθεια είναι ότι η συζήτηση για τα βιβλία είναι ένα διαρκές, ετεροχρονισμένο φλερτ. Λέμε: ας συζητήσουμε για την ανάγνωση, όπως θα λέγαμε «θέλεις να βγούμε ραντεβού;». Γι’ αυτό κάποια πράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν στον τρόπο που μιλάμε για βιβλία. Αυτό το ημιμόνιμο ύφος «τα καράβια μου πέσανε έξω, αλλά παραμένω κουλ και μυστηριώδης» των συγγραφέων πρέπει να απαγορευτεί. Παρομοίως τα βιβλιοπωλεία που αδυνατούν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Ισως πρέπει να απαγορευτούν οι τοξικές συζητήσεις αναγνωστών στα σόσιαλ («Καλός ο Ντοστογιέφσκι, αλλά θα μπορούσε να συντομεύει») και το παρεξηγημένο ύφος εκδοτών και δημοσιογράφων σε κάθε πιθανή δημόσια αλληλεπίδρασή τους με ανθρώπους. Αστειεύομαι φυσικά, αλλά διαβάζουμε, γιατί είναι fun και δεν χρειάζεται να παριστάνουμε πως οι λόγοι είναι άλλοι. 

Κι υπάρχουν βιβλιοπωλεία που παίζουν μ’ αυτό το fun και κουλ. Βιβλιοπωλεία-βινυλάδικα με τέρμα τη μουσική για ατέλειωτο ψάξιμο. Βιβλιοπωλεία με αίσθηση παλιάς έπαυλης, ξύλινα πατώματα και παιχνιδιάρικους πάγκους μ’ αστείες περιγραφές των νέων κυκλοφοριών. Βιβλιοπωλεία-υπόγεια όπου μπορείς ν’ αποκοπείς από τον έξω κόσμο ψάχνοντας το επόμενο βιβλίο (βλ. τη δική μας Πολιτεία). Το αγαπημένο μου τώρα τελευταία είναι οι προτάσεις υπαλλήλων του βιβλιοπωλείου προς το κοινό (νομίζω το έκαναν τα Πάμπλικ) και τα «ραντεβού στα τυφλά μ’ ένα βιβλίο» (στην Αθήνα το ’χω δει στο Λεξικοπωλείο, αλλά μπορεί να υπάρχει και αλλού). 

Πώς λειτουργεί; Αγοράζεις ένα βιβλίο τυλιγμένο για δώρο χωρίς να ξέρεις τι είναι. Βασίζεσαι απλά στην περιγραφή που έχει γραφτεί ειδικά για την περίσταση. Ενδεικτικά: «είμαι αστείο και θα σου αρέσω, αν γενικώς σου αρέσει η Σάλι Ρούνεϊ, τα μυθιστορήματα με δαιμονισμένους εφήβους και το Τόκιο». Οι περιγραφές είναι τόσο καλές που σχεδόν θέλεις να βγεις όντως ραντεβού με τους ανθρώπους που δουλεύουν στο βιβλιοπωλείο. 

Τα «ραντεβού στα τυφλά μ’ ένα βιβλίο» έχουν αυτό που μερικές φορές μάς διαφεύγει όταν μιλάμε για βιβλία και γινόμαστε πάρα πολύ σοβαροί στα ξαφνικά, λες και πουλάμε ασφαλιστικά συμβόλαια ή ιατρικό εξοπλισμό. Μεταδίδουν αυτήν τη σκέτη χαρά της ζωής που ενυπάρχει στο φλερτ, είναι ξεσηκωτικά παιχνίδια με τον εσωτερικό σου κόσμο. Το πλεόνασμα ζωτικότητας που κάνει τη ζωή πιο ζωντανήα αυτό πρέπει να επικαλούμαστε όταν μας ρωτάνε γιατί διαβάζουμε. Ή μπορούμε πάντα και να μην εξηγούμε τίποτα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή