Ο θρήνος για τα σινεμά

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ο θρήνος για τα σινεμά-1
Ο θρήνος για τα σινεμά που κλείνουν είναι ταυτόχρονα σημάδι ρομαντισμού, αλλά και ελιτίστικου συντηρητισμού.

Ο θρήνος για τα αθηναϊκά σινεμά που κλείνουν περιλαμβάνει ένα εύλογο παράπονο ανάμεικτο με απορία: πώς γίνεται την ώρα που όλα δείχνουν ότι το κοινό «επιστρέφει» στη βιομηχανία του κινηματογράφου, με ταινίες σαν την «Barbie» να σπάνε ρεκόρ και να κυριαρχούν στην ποπ κουλτούρα για μήνες, οι πλέον κλασικοί πυλώνες του σινεμά να παρακμάζουν; Φαινομενικά, πρόκειται όντως για αντίφαση. Αν το σινεμά εξακολουθεί να απασχολεί το κοινό, αν οι αριθμοί δείχνουν πως συνεχίζει να αποτελεί μια επιδραστική μορφή τέχνης που παράγει δισεκατομμύρια, τότε η σταδιακή εξαφάνιση των αιθουσών προβολής από την Αθήνα είναι ένα σημάδι ασυμβατότητας του ελληνικού παραδείγματος με τη διεθνή πραγματικότητα. Υπό αυτήν την έννοια, έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται: γιατί είναι τόσο δύσκολη η διατήρηση των σινεμά στην Αθήνα των άπειρων καφέ και φαγάδικων, όπου η έξοδος για διασκέδαση και ψυχαγωγία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του αστικού γονιδιώματος; Η κατάσταση εξηγείται με μια απλή διάκριση: το σινεμά δεν ταυτίζεται με τις αίθουσες· όχι πλέον. Η αγάπη για τις ταινίες δεν σημαίνει αγάπη για τους κλασικούς τρόπους προβολής τους.

Παλιοί καλοί καιροί

Τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ των σινεμά εστιάζονται στη νοσταλγία για μια χαμένη εποχή, στις εξιδανικευμένες έννοιες της κοινότητας και της γειτονιάς, στο ατμοσφαιρικό βίωμα της ομαδικής θέασης. Οι αίθουσες σινεμά, με αυτό το σκεπτικό, είναι κάτι παραπάνω από τις ταινίες που προβάλλονται εντός τους: είναι χώροι πολιτισμού και κοινωνικής συνάντησης, αισθητικά και πολιτικά σύμβολα που αντιπροσωπεύουν ένα μοντέλο πόλης χωρίς το άχθος του gentrification, της βιομηχανοποιημένης ομοιογένειας και της τουριστικοποίησης. Ο φόβος της απώλειάς τους αντικατοπτρίζει ουσιαστικά την καχυποψία προς ό,τι θα τα αντικαταστήσει. Τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, τα ξενοδοχεία και οι άδειοι χώροι-φαντάσματα σηματοδοτούν μια σημαντική έκπτωση από πλευράς κουλτούρας: εκεί όπου κάποτε η φαντασία κάλπαζε, τώρα ψωνίζουμε κρέατα – κάτι τέτοιο υπονοεί η δραματοποιημένη αντίθεση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, όχι εντελώς άδικα, αν και κάπως παραπλανητικά. Τον ίδιο καημό φέρουν, για παράδειγμα, και όσοι αναπολούν τις αλάνες στις οποίες έπαιζαν κάποτε ανέμελοι, ενώ αναθεματίζουν τις πολυκατοικίες που πήραν τη θέση τους. Βέβαια, αν τους ρωτήσει κανείς πού θα έμενε ο κόσμος αν δεν χτίζονταν οι πολυκατοικίες, μάλλον δεν θα έχουν πολλά να πουν.

Μεταστροφή

Η ουσία, όπως πάντα, βρίσκεται μακριά από τον υπερβάλλοντα ρομαντισμό και την καταστροφολογία. Το κλείσιμο των κινηματογράφων δεν είναι ενδεικτικό πολιτιστικής καταστροφής, αλλά μεταστροφής: οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν να βλέπουν ταινίες, απλώς τώρα μπορούν να τις βλέπουν φθηνότερα και ευκολότερα από το σπίτι τους. Το streaming ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες της πλειονότητας των θεατών, γι’ αυτό και προτιμάται. Δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο από την παραδοσιακή εμπειρία του σινεμά, είναι διαφορετικό, για μια διαφορετική εποχή με διαφορετικούς ανθρώπους. Ναι, στο σπίτι δεν απολαμβάνεις τη μεγάλη εικόνα και τον υποβλητικό ήχο της αίθουσας, αλλά, από την άλλη, δεν χρειάζεται και να υποφέρεις το κεφάλι τού μπροστά, το μάσημα του ποπ κορν των δίπλα και τις συνομιλίες των πίσω. Στο σπίτι δεν βιώνεις τη «μυσταγωγική τελετουργία» μιας «εμβληματικής» αίθουσας, αλλά ποιος είπε ότι δεν υπάρχουν και οικιακές τελετουργίες;

Ζήτημα ζήτησης

Ο θρήνος για τα χαμένα σινεμά είναι σε μεγάλο βαθμό μια έκφανση ελιτισμού: «Oσοι βλέπετε ταινίες στο σπίτι δεν είστε σινεφίλ. Δεν αγαπάτε την τέχνη σωστά. Εμείς που πηγαίνουμε στο σινεμά την αγαπάμε καλύτερα και περισσότερο». Μπορεί να έχουν και δίκιο όσοι το πιστεύουν αυτό, αν και, ομολογουμένως, το streaming και η ψηφιοποίηση του κινηματογράφου τον έχουν εκδημοκρατίσει δυναμικά, προάγοντας την τέχνη του σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό,τι οι αίθουσες. Oπως και να ‘χει, πάντως, οι κινηματογράφοι που κλείνουν δεν συντηρούνταν ποτέ αποκλειστικά από τους διαμαρτυρόμενους σινεφίλ· οι τελευταίοι, θεωρητικά, συνέχισαν να τους επισκέπτονται και μετά την επέλαση του streaming, να όμως που αυτό δεν ήταν αρκετό για να τους σώσει. Οι κινηματογράφοι «πεθαίνουν» επειδή δεν έχουν πλέον επαρκές κοινό. Επειδή οι περισσότεροι από όσους αγόραζαν κάποτε εισιτήριο, τώρα βρίσκουν πιο διασκεδαστικές τις ιδιωτικές προβολές. Επειδή πολλοί από εκείνους που αγόραζαν κάποτε εισιτήριο δεν αγόραζαν επειδή αγαπούσαν το σινεμά, αλλά για να σκοτώσουν τον χρόνο τους· τον χρόνο που τώρα σκοτώνουν στο κινητό τους (το ίδιο έχει συμβεί και με τα βιβλία, παρεμπιπτόντως).

Η ζωή συνεχίζεται

Αν και απολύτως αναμενόμενες, είναι λίγο περίεργες οι εκκλήσεις στην κοινωνία των πολιτών και στα υπουργεία για την επαναλειτουργία κινηματογράφων που έκλεισαν επειδή δεν «έβγαιναν». Τι ακριβώς μπορεί να γίνει; Να υποχρεωθούν οι επιχειρηματίες να θέσουν σε λειτουργία χώρους οι οποίοι δεν τους αποφέρουν κέρδη; Να διαθέτουν οι ιδιοκτήτες την περιουσία τους με κριτήριο τα συναισθήματα των σινεφίλ; Να απαλλοτριωθούν τα σινεμά; Οι εποχές αλλάζουν κι αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό· είναι αναπόφευκτο. Ευτυχώς, το σινεμά δεν είναι οι αίθουσες· είναι οι θεατές του. Oσο υπάρχουν αυτοί, θα βρίσκει τον τρόπο να επιβιώνει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή