Φόνος μέσα στην οικογένεια

2' 15" χρόνος ανάγνωσης

«Ποτέ μου δεν είχα δικό μου όπλο. Οχι αληθινό όπλο πάντως, όμως για δύο ή τρία χρόνια από τότε που έβγαλα τις πάνες πηγαινοερχόμουν εδώ κι εκεί με ένα εξάσφαιρο να κρέμεται στο γοφό μου. Ημουν Τεξανός, έστω κι αν ζούσα στα προάστια έξω από το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, διότι τον καιρό εκείνο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η Αγρια Δύση ήταν πανταχού παρούσα και αναρίθμητες στρατιές μικρών Αμερικανών ήταν περήφανοι κάτοχοι ενός καουμπόικου καπέλου κι ενός φτηνού ψεύτικου πιστολιού χωμένου σε μια ιμιτασιόν δερμάτινη θήκη».

Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ο Πολ Οστερ το αφηγηματικό του δοκίμιο «Αιματοβαμμένο έθνος», που κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, το 2023 (στα ελληνικά πολύ πρόσφατα, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Ιωάννας Ηλιάδη).

Δεν είναι δύσκολο να ταυτιστεί κάποιος με την ανάμνηση αυτή, ακόμα κι αν δεν είναι Αμερικανός που μεγαλώνει τη δεκαετία του ’50. Οντας Ελληνας που μεγάλωσα στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’70, θυμάμαι πόσο απήχηση είχαν τα λεγόμενα «καουμπόικα»: ταινίες, σειρές, ντυσίματα τις Απόκριες – και βέβαια τα όπλα.

Για τον ίδιο τον Οστερ, όπως και για πάρα πολλούς εντός και εκτός Αμερικής, κάπου εκεί σταματούσε η σχέση με τα όπλα. Αν, ωστόσο, προερχόταν από διαφορετικό περιβάλλον, το οποίο να είχε «αποδεχτεί τα όπλα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου; Αυτό ακριβώς ισχύει για δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς σε ολόκληρη τη χώρα», για συμπατριώτες του που μεγάλωσαν σε «μια άλλου τύπου κοινότητα».

Μοιάζουν κάπως απλά τα πράγματα, σωστά; Δεν είναι. Ο Πολ Οστερ ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον ξένο έως και εχθρικό προς την οπλοχρησία, σπούδασε λογοτεχνία, μετέφρασε Γάλλους ποιητές στο Παρίσι, έγραψε ποιήματα και, κυρίως, μυθιστορήματα. Εγινε παγκοσμίως διάσημος ως συγγραφέας.

Η οικογένειά του, όμως, έκρυβε ένα μυστικό το οποίο ανακάλυψε στα 23 του: πώς πέθανε ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε πεθάνει όταν ακόμα ο πατέρας του ήταν μικρός. Κάθε φορά που τον ρωτούσε «πώς πέθανε ο πατέρας σου;», έπειτα από μια ένοχη παύση, του έλεγε και μια διαφορετική εκδοχή. Φωτογραφίες του παππού στο σπίτι δεν υπήρχαν, στο μεταξύ.

Ο παππούς Οστερ είχε δολοφονηθεί από τη γυναίκα του, τη γιαγιά του συγγραφέα. Οταν την άφησε για μια άλλη γυναίκα, ένα βράδυ που πήγε δώρα στα παιδιά του, κι ενώ του ζήτησε η (πρώην) γυναίκα του να της φτιάξει κάτι στο σπίτι, πήρε ένα όπλο και τον πυροβόλησε κάμποσες φορές, μπροστά στα μάτια του εννιάχρονου μεγαλύτερου αδελφού του πατέρα Οστερ, ο οποίος ήταν τότε έξι χρόνων.

Η μάνα απαλλάχθηκε στο δικαστήριο «με το ελαφρυντικό της προσωρινής παράνοιας», τα δύο αγόρια, όμως, μεγάλωσαν με βαθιά τραύματα.

Από εδώ ξεκινάει ο ευρύτερος προβληματισμός του Πολ Οστερ για τη σχέση μιας κοινωνίας με τη βία. Αύριο η συνέχεια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT