Εχοντας περάσει χρόνια στην γκρίζα ζώνη της ημιπαρανομίας στη χώρα μας, οι φιλελεύθερες απόψεις έχουν δημιουργήσει σε πολλούς από τους φορείς τους το σύνδρομο της μειονότητας. Τις υπερασπίζονται με τη μονομανία που προκαλεί η ιδεολογική στράτευση προδίδοντάς τες. Είναι ευχάριστο να ακούς πρώην οπαδούς του σοβιετικού συστήματος να σου μιλούν για τα καλά της ελεύθερης αγοράς, είναι όμως άκρως δυσάρεστο να τους ακούς να τα υπερασπίζονται με την ίδια βεβαιότητα που κάποτε τους προκαλούσαν τα επιτεύγματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αλλο φιλελευθερισμός και άλλο gay pride. Αν μη τι άλλο, το θετικό που καταθέτουν οι φιλελεύθερες απόψεις είναι ακριβώς η απελευθέρωση από τις αγκυλώσεις των ιδεολογιών και πάνω απ’ όλα, σε διανοητικό επίπεδο, το δικαίωμα στην αμφιβολία. Δεν διορθώνεις την πραγματικότητα για να αποδείξεις την ορθότητα των ιδεών σου. Προσαρμόζεις τις ιδέες σου στις επιταγές της πραγματικότητας.
Αυτά τα εισαγωγικά για να αναφερθώ και πάλι στο ζήτημα της ενιαίας τιμής του βιβλίου, το οποίο δεν προκαλεί τόσες αντιδράσεις όσες η παστερίωση του γάλακτος ή η πώληση της παρακεταμόλης, πλην όμως αφορά μία από τις σοβαρότερες αναπηρίες της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός δηλαδή ότι η σχέση των Ελλήνων με το βιβλίο, αν δεν είναι ανύπαρκτη, είναι προβληματική. Οφείλεται στο ωραίο κλίμα του ευλογημένου τόπου; Μπορεί. Ο Σεφέρης γράφει στις Μέρες, όταν ταξιδεύει με το τρένο από το Παρίσι στο Καλαί και βλέπει γύρω του το γκρίζο τοπίο, πως μπαίνει στην περιοχή του κόσμου όπου οι άνθρωποι διαβάζουν γιατί τους απωθεί το τοπίο – παραθέτω από μνήμης. Οφείλεται και στην απαξίωση του βιβλίου από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το ελληνόπουλο μαθαίνει από μικρό πως το παπούτσι που φοράει έχει αξία, γιατί το πληρώνει, το φούτερ και το Play Station επίσης. Το βιβλίο όμως, που το σχολείο τού το παρέχει δωρεάν, δεν έχει καμία απολύτως αξία. Και επειδή η βιβλιοθήκη είναι σπάνιο αγαθό, το παιδί μπαίνει στην εφηβεία του θεωρώντας πως το βιβλίο είναι κάτι άχρηστο και βαρετό. Αν δεν γίνεις αναγνώστης στα δεκατρία σου, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ.
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της ενιαίας τιμής ισχυρίζονται ότι θα πέσει η τιμή του βιβλίου, με αποτέλεσμα να προσελκύσει περισσότερους αναγνώστες. Ωραίο μαρξιστικής κοπής επιχείρημα, όπου όλα λογίζονται με βάση την οικονομία. Αν τα 15 ευρώ είναι η μέση τιμή ενός καινούργιου βιβλίου, απ’ αυτά στα οποία δεν μπορεί να κάνει έκπτωση πάνω από 10% ο βιβλιοπώλης, για σκεφθείτε πόσα μπορείτε να κάνετε με αυτά τα χρήματα; Να πάτε θέατρο ή σινεμά με τη γυναίκα σας; Ή να φάτε σε ταβέρνα; Ολα κοστίζουν ακριβότερα, όμως το βιβλίο δεν μπαίνει στον ορίζοντα των επιθυμιών του μέσου Ελληνα, ενώ η ταβέρνα μπαίνει. Η ενιαία τιμή προστατεύει το απαιτητικό βιβλίο και τους μικρούς βιβλιοπώλες. Το είδος μπεστ σέλερ που πωλείται στο Carrefour δεν τη χρειάζεται. Τη χρειάζεται όμως το δοκίμιο ή το καινούργιο μυθιστόρημα, όπως τη χρειάζεται και το υπέροχο βιβλιοπωλείο Adagio II στη Ναύπακτο, όπου απόλαυσα τη συνάντηση με τους αναγνώστες το περασμένο Σαββατοκύριακο. Τα θέλουμε, τα χρειαζόμαστε; Αν συμφωνήσουμε πως όχι, τότε ας καταργήσουμε και την ενιαία τιμή. Μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δεν μας χρειάζονται καν το ελληνικό βιβλίο, οι Ελληνες εκδότες και τα βιβλιοπωλεία. Ομως, να ξέρουμε γιατί μιλάμε. Γιατί πάντως δεν μιλάμε για το γάλα.
ΥΓ.: Πληροφορήθηκα πως στενοχώρησα τον φίλτατο Ζάχο Χατζηφωτίου με μια αναφορά μου σε ρήση του περί πλουσίων οικογενειών και δανεικών. Εννοείται πως δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση να θίξω έναν από τους τελευταίους βετεράνους της αθηναϊκής ζωής. Θεώρησα μάλιστα ότι και ο ίδιος, στις αρετές του οποίου συγκαταλέγω τον αυτοσαρκασμό, θα απολάμβανε το εκκεντρικό της ρήσης που κάποτε τον άκουσα να αναφέρει σε μια εκπομπή για ένα από τα βιβλία του.