Το τίμημα του μαξιμαλισμού

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μες στο κατακαλόκαιρο, με τριάντα τόσους βαθμούς, διερωτώμαι τι μπορεί να έκανε τον Ανδρέα τον Λοβέρδο τον υπουργό να λαμπρύνει με την παρουσία του εκδήλωση του ΙΕΚ Omiros Aegean College, για τα σαράντα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Δεν αποκλείω να τον προσήλκυσε η συμμετοχή στην εκδήλωση προσωπικοτήτων του διαμετρήματος ενός Γ. Λιλλήκα και ενός Χρ. Γιαλλουρίδη. Προσπαθώ να φαντασθώ τι ειπώθηκε σε αυτή την εκδήλωση· μάλλον, μπορώ να φαντασθώ πάρα πολύ καλά τι ειπώθηκε: τα ίδια και τα ίδια, αυτά που λέγονται ξανά και ξανά εδώ και σαράντα χρόνια. Αυτά που κάποτε συγκινούσαν, μα όσο περνούσαν τα χρόνια γίνονταν ανούσια και βαρετά – ιδίως δε μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, που ήταν και η μοναδική αξιόλογη ευκαιρία επίλυσης του ζητήματος τα τελευταία σαράντα χρόνια.

Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για το Κυπριακό; Ελάχιστοι, αν εξαιρέσουμε τους επαγγελματίες του Κυπριακού: πολιτικούς, διπλωμάτες, κάποιους δημοσιογράφους. Ακόμη και οι ίδιοι Ελληνοκύπριοι, με την απόφασή τους τον Απρίλιο του 2004 να αρνηθούν τη μόνη αληθινή ευκαιρία για λύση, έδειξαν ότι το ενδιαφέρον τους για την επανένωση του κράτους τους φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Αλλά, μερικές φορές αναρωτιέμαι, αν ήταν και ποτέ πραγματικό αυτό το ενδιαφέρον. Διότι δεκαετίες ολόκληρες επαναλάμβαναν μηχανικά το «μάντρα» της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας κ.λπ., χωρίς ποτέ να έχουν σκύψει να εξετάσουν πώς είναι τέλος πάντων στην πραγματική ζωή αυτό που ζητούσαν τόσο επίμονα. Οταν το είδαν, με τη μορφή του σχεδίου Ανάν, δεν τους άρεσε – το έδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Δεν τους κακίζω για τη στάση τους αυτή – κάθε άλλο μάλιστα. Διαχρονικό γνώρισμα του Υπαρκτού (Ελλαδικού) Ελληνισμού είναι η κατάπληξη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απόσταση που χωρίζει τα λόγια από τις πράξεις. Παρήγορο το ότι, επ’ αυτού τουλάχιστον, συμπίπτουμε για μια φορά οι Ελλαδίτες με τον Καβαφικό Ελληνισμό, τελευταίο κομμάτι του οποίου είναι η Κύπρος. Και, εν πάση περιπτώσει, δικό τους κράτος είναι, εκείνοι αποφασίζουν. Εκριναν ότι το κόστος, πολιτικό και οικονομικό, της επανένωσης δεν άξιζε τον κόπο. Τους καταλαβαίνω κιόλας, όταν κοιτάζω από την απόσταση του χρόνου την ιστορία του Κυπριακού. Η τροπή του ζητήματος, αφότου ο Μακάριος κατήγγειλε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και οι Τουρκοκύπριοι απομονώθηκαν σε θυλάκους, δεν αντιστρέφεται. Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας κατά κάποιο τρόπο τακτοποίησε τον διαχωρισμό που είχε προ πολλού επιβληθεί με ευθύνη της ελληνοκυπριακής πλευράς: εμείς από εδώ, εσείς από εκεί.

Η οδύνη της εισβολής, βέβαια, δεν αμφισβητείται. Ομως ο χρόνος θεραπεύει τα τραύματα. Συνέβαλε σε αυτό και η ευμάρεια που έφερε η ανάπτυξη της οικονομίας και εξισορρόπησε (αν δεν επεσκίασε) το κόστος των χαμένων περιουσιών. Ας μην παραβλέπουμε κιόλας ότι ο στόχος της επανένωσης δεν πρέπει να κρίνεται με τα μέτρα, λ.χ., του γερμανικού υποδείγματος. Στη Γερμανία είχαμε το ίδιο έθνος: Γερμανούς, τους οποίους χώριζαν διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Στο «χρυσοπράσινο φύλλο», όμως, είχαμε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους ή, για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η διαφορά, είχαμε Ελληνες της Κύπρου και Τούρκους της Κύπρου. Ο χρόνος έδειξε ότι οι Ελληνοκύπριοι βολεύτηκαν μια χαρά μόνοι τους. Στο κάτω κάτω, αυτό δεν ήθελαν πάντα ή, έστω, από το 1963 και ύστερα; Μια Κύπρο ελληνική, που δεν θα τη μοιράζονταν με τους Τούρκους. Μέσα στην παραζάλη του μαξιμαλισμού και της αυταπάτης μιας αναδρομικής εθνικής ολοκλήρωσης ξέχασαν όμως τα βασικά: ότι η Ελλάδα, ως εγγυήτρια δύναμη, ήταν και παραμένει πολύ μακριά, ενώ η Τουρκία, επίσης εγγυήτρια, βρίσκεται απέναντι στα δυο βήματα.

Επόμενο, λοιπόν, σήμερα η μνήμη της εισβολής να εκδηλώνεται με τελετουργίες της παρακμής, κατάλληλες για Λιλλήκες, Γιαλλουρίδηδες και Ελλαδίτες πολιτευόμενους. Αυτή η μιζέρια είναι το τίμημα του μαξιμαλισμού. Σε δέκα χρόνια, όταν θα έχουμε πεντηκονταετία και εφόσον θα βρισκόμαστε εδώ, τα ξαναλέμε για το θέμα. (Οχι, δηλαδή, ότι θα υπάρχει τίποτε καινούργιο να πούμε. Αλλά σε δέκα χρόνια από σήμερα αυτά που λέμε σήμερα θα έχουν ξεχαστεί…).

Οι αληθινοί κομμουνιστές

«67 Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα καταδικάζουν την ισραηλινή βαρβαρότητα», διαβάζω στον «Ριζοσπάστη». Διατρέχω τον κατάλογο με τα κομμουνιστικά κόμματα και -τι κρίμα!- δεν βλέπω πουθενά το Κόμμα Εργατών Κορέας της οικογενείας Κιμ στη Βόρειο Κορέα. Αλλά γιατί λέω «κρίμα»; Το γεγονός ότι οι κομμουνιστές της Β. Κορέας δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αποδεικνύει ότι αυτοί είναι οι γνησιότεροι κομμουνιστές…

Παρεμπιπτόντως, αναζητώντας στην ιστοσελίδα του επίσημου πρακτορείου της Β. Κορέας κάτι πρόσφατο για την κατάσταση στη Γάζα, βρήκα την εξής απίθανη είδηση: «Πιονγιάνγκ, 21 Ιουλίου. Ο Υπέρτατος ηγέτης Κιμ Γιονγκ Ουν παρέλαβε ένα δώρο από το Κομμουνιστικό Κόμμα ιταλόφωνης περιοχής στην Ελβετία. Το δώρο παραδόθηκε στον αρμόδιο αξιωματούχο την Κυριακή από τον Αλεσάντρο Λουκίνι, αναπληρωτή γραμματέα πολιτικών υποθέσεων, επικεφαλής της αντιπροσωπείας του κόμματος που επισκέπτεται τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας». Τρομερό, αν το σκεφθείτε… Σχεδόν ασύλληπτο… Οχι μόνον υπάρχει Κ. Κ. στην Ελβετία, αλλά καλλιεργεί σχέσεις με τη Β. Κορέα! (Βέβαια, υπάρχει στην ιταλόφωνη Ελβετία, γεγονός που κάτι σημαίνει…).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή