Αναζητώντας αρχηγό για τη Ν.Δ.

Αναζητώντας αρχηγό για τη Ν.Δ.

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ι ενδιαφέρον μπορεί να έχει η αναμέτρηση των υποψηφίων για την ηγεσία της Ν.Δ.; Σε σχέση με το πολλαπλό δράμα της χώρας, ο προεκλογικός τους αγώνας μοιάζει σαν τα μοναχικά αγωνίσματα της σφαίρας ή του δίσκου που διεξάγονται ταυτόχρονα με τον μεγάλο αγώνα δρόμου. Μακριά από τις οθόνες, για λίγους οπαδούς.

Η αδιαφορία του κοινού είναι εν μέρει δικαιολογημένη. Προσφέρουν θέαμα για κατανάλωση κομματικού ακροατηρίου. Και μάλιστα με το κομματικό ακροατήριο στενότερο από ποτέ. Ομως η ηγεσία που θα έχει η αξιωματική αντιπολίτευση είναι μεγάλης σημασίας για τη χώρα και για τη δημοκρατία. Σημαντική και για όσους δεν πρόκειται να την ψηφίσουν.

Η ελληνική κεντροδεξιά είχε μέχρι πρόσφατα μια πρωτοτυπία. Από όλες τις χώρες που κατέληξαν σε κρίση και σε κάποιο μηχανισμό στήριξης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος) η Ελλάδα ήταν ο βαρύτερα ασθενής. Οι τιμές που εμφάνιζαν τα βασικά της οικονομικά δεδομένα το 2009-10 αρκούσαν να προκαλέσουν απελπισία σε όποιον μπορούσε να κατανοήσει τη σημασία τους. Η χώρα βρέθηκε στην πιο ακραία και επείγουσα ανάγκη να εφαρμόσει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις από κείνες που βρίσκονται στον πυρήνα μιας ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.

Κι όμως, στη χώρα που περισσότερο από όλες τις άλλες χρειαζόταν ένα άμεσο και σαρωτικό κύμα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα βρέθηκε με μιαν απρόθυμη Ν.Δ. Τα δύο πρώτα χρόνια ως αντιπολίτευση πολέμησε την προσαρμογή, μέχρι που αναγκάστηκε να την εφαρμόσει. Οι αριθμοί κραύγαζαν ότι η χώρα έπρεπε να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά και το ασφαλιστικό, να μεταρρυθμίσει το κράτος, να ανοίξει τις αγορές, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα, να προσελκύσει επενδύσεις. Ομως ο φυσικός ιδεολογικός σύμμαχος των μεταρρυθμίσεων αυτών, η Ν.Δ., έστηνε Ζάππεια, αρνείτο «να συναινέσει στο λάθος», παρέπεμπε σε ανύπαρκτες εναλλακτικές.

Γνωρίζουμε εκ των υστέρων ότι ο δεξιός λαϊκισμός του 2010-11 δεν στέρησε μόνο το αναγκαίο κλίμα συναίνεσης που θα βοηθούσε στην καλύτερη υλοποίηση και ταχύτερη έξοδο από την κρίση. Εδωσε επίσης «αστική» νομιμοποίηση στον αντιμνημονιακό λαϊκισμό των «αγανακτισμένων», στις αφέλειες των «ψεκασμένων» και στις χυδαιότητες περί «γερμανοτσολιάδων» και «προσκυνημένων». Αρδευσε τελικά τον νοσηρό πολιτικό βαλτότοπο της ανοησίας, της υποκρισίας και της εξαλλότητας, στον οποίο τράφηκαν και θέριεψαν οι πολιτικές δυνάμεις που κυβερνούν τη χώρα από τον Ιανουάριο του 2015, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Τι αναζητά κανείς από τη Ν.Δ.; Καταρχήν ένα ελάχιστο ειλικρίνειας. Μετά την ανεύθυνη αντιπολίτευση, ο Σαμαράς ως πρωθυπουργός δούλεψε σκληρά για να βάλει τη χώρα σε τροχιά ανάκαμψης, όπως και ο Τσίπρας 2 είναι μια πιο υπεύθυνη εκδοχή του Τσίπρα 1 και του Τσίπρα προ-2015. Ομως αυτός ο κύκλος του ψέματος και του λαϊκισμού στην αντιπολίτευση πρέπει να σταματήσει. Η πολιτική ανευθυνότητα στοιχίζει ακριβά στη χώρα, οι θεαματικές κυβιστήσεις (ακόμα κι αν καλύπτονται από τα καπνίζοντα συντρίμμια ολέθριων δημοψηφισμάτων) παράγουν κυνισμό και απέχθεια για την πολιτική, γελοιοποιούν τη δημοκρατία, ενδυναμώνουν τα άκρα.

Ο ένας υποψήφιος και νυν αρχηγός είναι διαλλακτικός και μετριοπαθής, συμπαθής και λαϊκός. Εδειξε υπευθυνότητα το καλοκαίρι, όταν μαζί με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ έβαλαν πλάτη σε μια πανικόβλητη κυβέρνηση για να αποτραπεί η εθνική καταστροφή. Εχει όμως περάσει όλη του τη ζωή στον κομματικό μικρόκοσμο, δεν έχει τις παραστάσεις, την ευρωπαϊκή εξωστρέφεια και τους ορίζοντες που οι περιστάσεις απαιτούν, δεν έχει πίσω του κανένα ουσιαστικό αποτύπωμα κυβερνητικής συμβολής.

Ο άλλος υποψήφιος ανήκει στο στρατόπεδο του δεξιού λαϊκισμού, πολιτεύθηκε αντιμνημονιακά, ξεκινώντας ως διορισμένος αντιπεριφερειάρχης του κ. Ψωμιάδη. Εχει στο ενεργητικό του άστοχες δηλώσεις και θέσεις που άγονται από την επιδίωξη κολακείας των ψηφοφόρων του, απορρίπτοντας σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως η αποκρατικοποίηση του ΟΛΘ. Για ένα μιντιακό σύστημα που αναζητά τον αντι-Τσίπρα με ιλουστρασιόν προδιαγραφές «νέος, χαμογελαστός, κάτω των 40, χωρίς γραβάτα, λαϊκιστής, άνευ εμπειρίας, με αδιευκρίνιστες πολιτικές απόψεις», θα ήταν ίσως ιδανικός. Ομως η αξιωματική αντιπολίτευση και η χώρα έχουν υψηλότερες απαιτήσεις. Η απουσία του από τη Βουλή συνιστά θεσμική προσβολή προς ένα ήδη τραυματισμένο Κοινοβούλιο.

Απομένουν δύο υποψήφιοι που μοιράζονται ένα εν ανεπαρκεία πολιτικό πλεονέκτημα: έχουν και οι δύο τολμήσει, από θέσεις υπουργικής ευθύνης, να συγκρουστούν και να γίνουν δυσάρεστοι, κάνοντας ο καθένας τη δουλειά του. Εκπέμπουν την ένταση που σηματοδοτεί την κοπιώδη προσπάθεια ανασυγκρότησης που χρειάζεται αυτή η χώρα για να επιβιώσει. Εκφράζουν μια λογική μονόδρομου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δημοσιονομικής εξυγίανσης, ανταγωνιστικότητας, ανοίγματος των αγορών, που επιτέλους σε αυτό το πολιτικό σύστημα της καφενειακής χαλαρότητας και αμφισημίας μια σοβαρή κεντροδεξιά πρέπει να έχει το θάρρος να εκφράσει!

Με τον έναν διαφωνώ σε πολλά, από τον άλλον με χωρίζει άβυσσος. Ο ένας θα διευρύνει την απήχηση του κόμματός του προς το κέντρο, ο άλλος θα τη συρρίκνωνε σε ένα περιορισμένο δεξιό ακροατήριο. Και οι δυο έχουν δουλέψει στη ζωή τους, αλλά ο ένας έρχεται με ένα βιογραφικό που θα επέτρεπε στο κόμμα του και πιθανόν στη χώρα να μιλήσει ως ίσος τη γλώσσα των Ευρωπαίων εταίρων και να ανακτήσει τον χαμένο σεβασμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ποιος θα αποτελούσε τον καλύτερο ηγέτη για το κόμμα της Ν.Δ.

* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή