Οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη

Οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​νώ έχει δοθεί μείζων δημοσιότητα στα ζητήματα διαφωνιών κατά τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης για το Κυπριακό, δεν έχουν τύχει αναλόγου προσοχής οι επιτευχθείσες σοβαρές συγκλίσεις. Για πρώτη φορά στην ιστορία των διαπραγματεύσεων η τουρκοκυπριακή πλευρά κατέθεσε χάρτη που περιγράφει προς επιστροφή εδάφη στο μελλοντικό ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κρατίδιο και έγινε συζήτηση για τα θέματα εγγυήσεων και ασφαλείας παρουσία των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της Κυπριακής Δημοκρατίας, του γενικού γραμματέως του ΟΗΕ αλλά και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Διάχυτη είναι η ανησυχία με την οποία πολλοί εκατέρωθεν της «πράσινης γραμμής» στη Λευκωσία, αλλά και στην Αθήνα και την Αγκυρα, αντιμετωπίζουν την πορεία των διαπραγματεύσεων. Είναι εντυπωσιακή η συμμετρικότητα των επιχειρημάτων στον βαθμό που προσπαθούν να υπονομεύσουν τη διαδικασία και να δαιμονοποιήσουν τους συμμετέχοντες.

Η προσπάθεια αναζητήσεως κοινών τόπων και συγκλίσεων καταγγέλλεται, καθώς ως «επιτυχής διαπραγμάτευση» θεωρείται η άνευ όρων προσχώρηση της άλλης πλευράς στις οικείες θέσεις, κάτι προφανώς εξωπραγματικό. Οι κ. Αναστασιάδης και Ακιντζί παρουσιάζονται εκατέρωθεν είτε ως «προδότες» είτε ως «πανούργα όργανα της μητέρας πατρίδας των» που έχουν εξαπατήσει τον «αφελή ημέτερο διαπραγματευτή» και απεργάζονται τον εξελληνισμό ή εκτουρκισμό αντιστοίχως ολόκληρης της Κύπρου. Η «γεωπολιτική» κινδυνολογία και η παρουσίαση μιας πιθανής συμφωνίας ως «στρατηγικής καταστροφής ιστορικών διαστάσεων» είναι επίσης ιδιαιτέρως δημοφιλής. Συχνή είναι και η προσπάθεια να παρουσιασθεί η λύση ως εκ των προτέρων ανέφικτη λόγω της έμφυτης αδιαλλαξίας της «άλλης πλευράς».

Τούτο συχνά υποκρύπτει τη μύχια ελπίδα ότι η «άλλη πλευρά» θα αναλάβει την ευθύνη της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων. Η άποψη ότι «η απουσία λύσεως είναι μία λύση» μπορεί να διατυπώθηκε από τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς και να εξέφρασε τη θέση της τουρκικής διπλωματίας ώς το 2004, διαθέτει ωστόσο ικανό αριθμό σιωπηρών υποστηρικτών στην ελεύθερη Λευκωσία και στην Αθήνα.

Τόσο ο Νίκος Αναστασιάδης όσο και ο Μουσταφά Ακιντζί έχουν αποδείξει με την πολιτική τους διαδρομή –και με υψηλό πολιτικό κόστος– ότι θεωρούν απαράδεκτη την επ’ αόριστον παράταση της διαιρέσεως της Κύπρου. Χωρίς να υποκύψουν στις σειρήνες του εκατέρωθεν εθνολαϊκισμού, εργάζονται μεθοδικώς επί σχεδόν δύο έτη με σκοπό να άρουν το αδιέξοδο δεκαετιών και να προτάξουν το κοινό συμφέρον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για την επανένωση της Κύπρου στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Οι δηλώσεις του νέου γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες αλλά και η εξαγγελία οικονομικής βοηθείας 3,1 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον κ. Γιούνκερ για την κάλυψη μέρους του κόστους της λύσεως συνηγορούν στο ότι η διεθνής κοινότητα αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ιστορικής ευκαιρίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες, ενδογενείς και εξωγενείς. Η στάση της Τουρκίας αποτελεί προφανώς ερωτηματικό, ουδέν όμως προδικάζει ότι θα αναλάβει την ευθύνη εκτροχιασμού της διαδικασίας. Η παρουσίαση μιας πιθανής συμφωνίας, οι παράμετροι της οποίας συζητούνται επί δεκαετίες στο πλαίσιο του ΟΗΕ ως «καταστροφής» ουσιαστικώς συμβάλλει στην παγίωση του παρόντος καθεστώτος και αναδρομικώς νομιμοποιεί τις διχοτομικές πολιτικές της Τουρκίας. Το ίδιο και η πολλάκις επιλεγείσα παραπομπή δύσκολων αλλά αναγκαίων αποφάσεων στο μέλλον, με τον ευσεβή πόθο ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων θα βελτιωθούν.

Το κυπριακό πρόβλημα ούτε ανέκυψε το 1974, όπως υποστηρίζουν οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές, ούτε λύθηκε τότε, όπως υποστηρίζουν οι Τουρκοκύπριοι ομόλογοί τους. Αμφότερες οι κοινότητες ευθύνονται για την αποτυχία της Κυπριακής Δημοκρατίας να λειτουργήσει σύμφωνα με τις συνταγματικές της διατάξεις και βρίσκονται ενώπιον μιας ιστορικής ευκαιρίας να θεραπεύσουν το απαράδεκτο στάτους κβο. Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι έχουν δικαιώματα και ανησυχίες που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν κατά τις διαπραγματεύσεις, ώστε η συμφωνία να προάγει το κοινό συμφέρον, την ειρήνη και την ευημερία όλων διά του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα δύο ιστορικά κόμματα της Κύπρου, ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, έχουν παραμερίσει βαθιές ιδεολογικές διαφορές και έχουν στρατευθεί σε αυτήν την προσπάθεια. Η αμέριστη στήριξη της Ελλάδος αποτελεί εθνικό συμφέρον αλλά και ηθική υποχρέωση.

* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής και κάτοχος της έδρας Jean Monnet, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή