Γιάννης Βογιατζής: Επαρση, ίδιον των αποτυχημένων

Γιάννης Βογιατζής: Επαρση, ίδιον των αποτυχημένων

Λείπουν στην εποχή μας η αγνή, ανιδιοτελής αγάπη και η συγγνώμη. Αν υπάρχουν αυτά, όλα τα εμπόδια τα υπερπηδάς

7' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ήθελε να γίνει ηθοποιός. Πήγε στο Εθνικό Θέατρο και βρήκε τον Δημήτρη Χορν. «Αν μου πείτε ότι έχω τα προσόντα να γίνω ηθοποιός, θα γίνω. Αλλά ακόμη κι αν μου πείτε όχι, εγώ πάλι θα γίνω», του δήλωσε. «Ε, τότε, να γίνεις!» του απάντησε εκείνος. Περισσότερες από εβδομήντα ταινίες μετράει από το 1957, τότε που από σύμπτωση εξασφάλισε μία ατάκα στο «Λατέρνα, φτώχια και γαρύφαλλο» του Αλέκου Σακελλάριου. Μέσα από τη μεγάλη οθόνη λατρεύτηκε. Καταπιεσμένος σύζυγος στην «Ιταλίδα από την Κυψέλη», αίσθημα της Ρένας Βλαχοπούλου στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», κλητήρας στο «Δεσποινίς διευθυντής», βαρύς και ασήκωτος Παναγής στο «Γοργόνες και μάγκες», χαζούλης θυρωρός στο «Ο Μικές παντρεύεται» – μ’ εκείνο το εμβληματικό «Σας χαιρέτησα; Δεν σας χαιρέτησα…», που ήταν δική του ιδέα και ο Κώστας Πρετεντέρης το πρόσθεσε τελευταία στιγμή στο σενάριο.

Και σήμερα, σχεδόν 96 ετών, ο Γιάννης Βογιατζής, ακαταπόνητος εργάτης της υποκριτικής, κάνει πρόβες για την «Αλλη πλευρά της καταιγίδας», πρωτότυπη σύνθεση του Γιάννη Χουβαρδά για το Φεστιβάλ Αθηνών (1-7 Ιουνίου, Πειραιώς 260). «Ο Χουβαρδάς με έβγαλε από τα βουλεβάρτα και την επιθεώρηση. Ηταν ακόμη στο Αμόρε όταν μου ζήτησε να παίξω μαζί του. Φοβόμουν. “Μα, αυτά τα έργα είναι πολύ σοβαρά για μένα. Πώς θα ανταποκριθώ στις απαιτήσεις τους;” τον ρώτησα. “Εγώ ξέρω καλά ποιος είσαι”, με ενθάρρυνε εκείνος. Δεν έχω παράπονο. Ανεργος δεν έμεινα ποτέ. Αλλά ουδέποτε έθεσα όρο σε ποια σειρά θα μπει το όνομά μου. Μόνο τι θα παίξω με ενδιέφερε».

Δύο ώρες πριν από το ραντεβού μας μου τηλεφώνησε. «Πώς πίνετε τον καφέ σας;». «Σκέτο». «Ουφ, ευτυχώς, γιατί δεν βρίσκω τη ζάχαρη. Κάπου εδώ θα είναι. Μου το έλεγε η μακαρίτισσα η μανούλα μου: αν ψάχνεις κάτι, βάλε σημάδι τη μύτη σου. Μπροστά σου θα είναι…».

– Ποιες είναι οι οικογενειακές σας καταβολές;

– Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά. Σοφή γυναίκα και σπουδαία μαγείρισσα. Η μαγιονέζα της ήταν έργο τέχνης. Τη θυμάμαι να τη φτιάχνει και να μουρμουρίζει πάνω από το σκεύος. «Τι λες, μαμά;» τη ρωτούσα. «Ξορκίζω το κακό», μου απαντούσε «για να μην κόψουν τα αυγά». Ο πατέρας μου ήταν δικαστικός, αρεοπαγίτης.

– Στήριξαν την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;

– Ο πατέρας μου όχι. Αρνήθηκε – και με αρνήθηκε. Οταν είχα αρχίσει να γίνομαι γνωστός, όπως και ο πρώτος μου εξάδελφος, ο τραγουδιστής Γιάννης Βογιατζής, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου τον ρώτησε αν είχε κάποια συγγένεια με τους δύο Βογιατζήδες για τους οποίους γράφουν οι εφημερίδες. Εκείνος απάντησε: «Ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο». Αλλά είχα τις πλάτες της μάνας μου. Οταν μπήκα στη δραματική σχολή μού έδωσε μια συμβουλή: «Αγόρι μου, στη ζωή μπορούμε μερικές φορές να λέμε κάποια κατά συνθήκην ψεύδη. Στη σκηνή, όμως, πρέπει να είσαι πάντα αληθινός».

– Σε λίγες ημέρες κλείνετε τα 96 σας χρόνια. Γιατί παίζετε ακόμη στο θέατρο;

Ενας ηθοποιός που παίζει κωμωδία πρέπει να «σκάψει» περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή για να είναι καλός στον ρόλο του.

– Γιατί έχω ανάγκη να βρίσκομαι στη σκηνή. Με ξεκουράζει, μου δίνει ζωή. Δεν κάνω θέατρο για τα χρήματα ούτε για να ικανοποιήσω τον εγωισμό μου, αλλά για να εκτονωθώ. Αυτό ισχύει για κάθε δουλειά. Αν την αγαπάς, αν σου αρμόζει –δεν χρησιμοποιώ τυχαία αυτό το ρήμα–, αν τη βλέπεις ως λειτούργημα, σου δίνει κάτι «θείο». Αυτή είναι η πιο μεγάλη ανταμοιβή σου.

– Τι προσφέρει στο κοινό το θέατρο και τι σε εσάς;

– Στους θεατές τέρψη και παιδεία. Τέρπειν άμα και διδάσκειν είναι το θέατρο. Αν κάποιο από τα δύο λείπει, ο στόχος χάνεται. Σε μένα έχει δώσει απεριόριστη ευτυχία. Δεν μπορώ να κάθομαι ούτε να σκοτώνω τον χρόνο μου. Να κάνω τι; Να πηγαίνω στα καφενεία να βλέπω τους άλλους να καπνίζουν;

– Δεν καπνίσατε ποτέ;

– Στο ξεκίνημά μου, για να αποδείξω το αντριλίκι μου. Αλλά όταν συνειδητοποίησα πόσο κακό μπορούσε να κάνει στην υγεία μου, το έκοψα. Επαιζα τότε στην «Τύχη της Μαρούλας», στο Θέατρο του Εθνικού Κήπου. Ενα βράδυ πάρκαρα στην οδό Φιλελλήνων, θυμάμαι, πέταξα το τελευταίο πακέτο και ορκίστηκα στη ζωή της μητέρας μου να μην ξαναβάλω τσιγάρο στο στόμα μου.

– Από όλους τους ανθρώπους με τους οποίους έχετε συνεργαστεί ποιους νοσταλγείτε;

– Τον Φίνο. Είχε σπουδάσει νομικά, θα μπορούσε να είχε γίνει διαπρεπής δικηγόρος, αλλά αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο με όλη του την ψυχή. Ποτέ δεν απέκτησε δικό του σπίτι, για να έχει χρήματα να πληρώνει τους ηθοποιούς και την παραγωγή. Και όταν πάθαινε βλάβη κάποια μηχανή, η χαρά του ήταν απίστευτη: έπαιρνε το βαλιτσάκι με τα εργαλεία του και έτρεχε να την επιδιορθώσει ο ίδιος. Θυμάμαι πάντα και τον Τσιφόρο, τον Βασιλειάδη, τον Πρετεντέρη. Σχολείο ήταν για μένα αυτοί οι άνθρωποι, με τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους.

Γιάννης Βογιατζής: Επαρση, ίδιον των αποτυχημένων-1
«Εχω δει αμέτρητα “καλάμια». Τους λυπόμουν. Νόμιζαν ότι ευτυχία είναι να μείνουν στις καμπάνες της Βουλιαγμένης ή να πεταχτούν για ψώνια στο Παρίσι. Οσο μικρότερη παιδεία έχεις, τόσο ευκολότερα καβαλάς το “καλάμι’’», λέει ο Γιάννης Βογιατζής. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Εκανα πολλούς ανθρώπους να κλάψουν από τα γέλια, τι άλλο να ζητήσω;

– Φιλίες στον χώρο σας κάνατε;

– Αδελφικοί φίλοι μου ήταν ο Σταύρος Ξενίδης, ο Δημήτρης Νικολαΐδης και ο Σωτήρης Μουστάκας. Μόνη μας τρέλα ήταν να αρχίζουμε ξανά την πρόβα με το που τελείωνε μια παράσταση. Και να πηγαίνουμε για ψαροντούφεκο. Μέχρι εκεί φτάναμε.
 
– Η επιτυχία των λεγόμενων εμπορικών ταινιών πιστεύετε ότι έκανε κακό στη θεατρική σας πορεία;

– Οχι, κάθε άλλο. Για να ερμηνεύσεις σωστά ένα ρόλο πρέπει να είσαι αληθινός, σαν να υπάρχει αυτό το πρόσωπο στην πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει κυρίως στον κινηματογράφο. Και η αλήθεια φέρνει την επιτυχία, γιατί έτσι ο θεατής θα σε ταυτίσει με το πρόσωπο που υποδύεσαι. Σε κάθε ταινία, όπως και σε κάθε παράσταση, σας μιλώ ειλικρινά, εγώ δεν λέω τα λόγια απλώς του ρόλου, τον ζω. Και δεν περιορίζομαι μόνο στις πληροφορίες που δίνει το έργο. Σκέφτομαι πού μένει, τι του αρέσει να τρώει, πώς κοιμάται, αν έχει οικογένεια και φίλους. Φτιάχνω έναν ολόκληρο κόσμο.
 
– Το αντίθετο της μανιέρας, δηλαδή, που είναι μεγάλη παγίδα για έναν ηθοποιό. Συμφωνείτε;

– Η μανιέρα είναι σκέτη καταστροφή. Υπάρχουν ηθοποιοί που σε όλη τους τη ζωή παίζουν μόνο έναν ρόλο, με διαφορετικά ονόματα. Πριν τους δω στη σκηνή ξέρω πώς θα παίξουν. «Μα και ο Βέγγος αυτό δεν έκανε;» ίσως πουν κάποιοι. Οχι. Ο Βέγγος ενσάρκωσε τον πονεμένο Ελληνα, που προσπαθούσε να ξεπεράσει τα χτυπήματα της μοίρας και της Ιστορίας και να επιβιώσει· εξέφρασε μια ολόκληρη γενιά, όπως και ο Τσάρλι Τσάπλιν.
 
– Οι κωμωδίες σάς έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Δεν λαχταρήσατε έναν δραματικό ρόλο;

– Με σύστησαν κάποτε στον Βασίλη Λογοθετίδη ως κωμικό ηθοποιό. Εκείνος χαμογέλασε. «Δεν υπάρχουν κωμικοί και δραματικοί», είπε. «Μόνο ηθοποιοί. Καλοί και κακοί». Με τα χρόνια συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε. Ενας ηθοποιός, μάλιστα, που παίζει κωμωδία –δεν μιλώ για τους γελωτοποιούς που παριστάνουν τους κωμικούς– πρέπει να «σκάψει» περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή για να είναι καλός στον ρόλο του. Εγώ όμορφος δεν ήμουν. Ζεν πρεμιέ δεν υπήρξα ποτέ. Εκανα, όμως, πάρα πολλούς ανθρώπους να κλάψουν από τα γέλια. Τι άλλο να ζητήσω;

– Είδατε πολλά «καλάμια» στην πορεία σας;

– Αμέτρητα. Τους λυπόμουν. Νόμιζαν ότι ευτυχία είναι να μείνουν στις καμπάνες της Βουλιαγμένης ή να πεταχτούν για ψώνια στο Παρίσι. Οσο μικρότερη παιδεία έχεις, τόσο ευκολότερα καβαλάς το «καλάμι». Η έπαρση είναι ίδιον των αποτυχημένων ανθρώπων – αποτυχημένων μέσα τους. Για μένα άλλα μετρούσαν: να μαθαίνω διαρκώς νέα πράγματα και να γίνομαι καλύτερος. Αλλά στη σκηνή επικρατεί η απόλυτη αξιοκρατία.

Ο χρόνος

«Η ηλικία είναι κάτι συγκεκριμένο, δεν μπορείς να το αλλάξεις. Ο χρόνος προχωράει. Δεν θα σε ρωτήσει αν το θέλεις ή όχι, αυτός κυλάει ασταμάτητα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις –και αυτό που έχει σημασία– είναι να ζήσεις όσο το δυνατόν πιο έντιμα, πιο σωστά και με καθαρή συνείδηση. Αυτό που περισσότερο λείπει στην εποχή μας είναι η αγνή, ανιδιοτελής αγάπη. Και η συγγνώμη. Αν υπάρχουν αυτά, όλα τα εμπόδια τα υπερπηδάς. Πάντως, το μυαλό μου λειτουργεί ακόμη· είναι και θέμα γονιδίων, ίσως. Αυτό είναι πολύ ευχάριστο, γιατί ο κόσμος έχει χάσει τα μυαλά του τελευταία. Πιστεύω ότι ευθύνεται ο κορωνοϊός. Οι άνθρωποι γελάνε πολύ, κλαίνε πολύ, όλα στην υπερβολή τα κάνουν, προσπαθώντας να βγάλουν από πάνω τους τον φόβο του θανάτου».

Η συνάντηση

Με υποδέχτηκε με καφέ και μουστοκούλουρα, στο σπίτι του που είναι γεμάτο πίνακες του αδελφού του, Γιώργου, και φωτογραφίες: του γιου του, του εγγονού του και της γυναίκας του, Βασιλικής. Πέθανε το 2019. «Ημασταν μαζί από παιδιά. Ηταν σπουδαίο κορίτσι και στήριγμά μου. Είναι, δηλαδή, γιατί για μένα δεν έχει φύγει. Απλώς απουσιάζει αυτήν τη στιγμή». «Φοβάστε τον θάνατο;» ρωτάω έπειτα από ολιγόλεπτη παύση. «Οχι. Φτάνει να είναι ακαριαίος. Βέβαια, έτσι ίσως δεν προλάβω να αποχαιρετήσω όπως πρέπει όσους αγαπώ. Γι’ αυτό φροντίζω κάθε μέρα να τους δείχνω την αγάπη μου. Σας πήρα μονότερμα, όμως. Οταν αρχίζω να μιλάω, δεν σταματάω…».

Γιάννης Βογιατζής: Επαρση, ίδιον των αποτυχημένων-2

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή