Γιώργος Σπέντζος: Μετά το Ιντεάλ, έμεινα άστεγος

Γιώργος Σπέντζος: Μετά το Ιντεάλ, έμεινα άστεγος

Οι αναμνήσεις μισού αιώνα από τον ιστορικό κινηματογράφο και η ελπίδα για το μέλλον των σινεμά

7' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξεκίνησε να ασχολείται με τον χώρο του κινηματογράφου όταν η κάθε κόπια ταινίας ζύγιζε 25 κιλά. «Τώρα, το στικάκι που χρειάζεται για την προβολή ζυγίζει 25 γραμμάρια», λέει και εκβιάζει ένα χαμόγελο, κάπως θλιμμένο. Προσπαθεί ο Γιώργος Σπέντζος να αφήσει πίσω του την «αποκαθήλωση», όπως τη χαρακτηρίζει, του ιστορικού Ιντεάλ της Πανεπιστημίου, με τις αναπαυτικές βελούδινες θέσεις και τη μεγαλύτερη στην Ελλάδα οθόνη, και να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά του. Κάποιες φορές, στη διάρκεια της συζήτησής μας, παρασύρεται από το ορμητικό κύμα αφηγήσεων και αναμνήσεων και γελάει με την καρδιά του. Κάποιες άλλες, σκοτεινιάζει και είναι σκυθρωπός. Οχι πως δεν γνωρίζει ότι «τα μέσα θέασης αλλάζουν ταχύτατα» και η αίθουσα, όπως την έχουμε ζήσει, ανήκει μάλλον στο παρελθόν. Αυτό όμως δεν απαλύνει το αίσθημα ότι έχει μείνει «άστεγος». Παρά το γεγονός ότι η «Σπέντζος Φιλμ» διαχειρίζεται αρκετούς ακόμη κινηματογράφους, χειμερινούς και θερινούς, «η ναυαρχίδα χάθηκε», συνοψίζει, «ο στόλος μας υπάρχει».

Πριν από λίγες ημέρες ήταν η τελευταία προβολή, πριν κλείσουν τα φώτα για να παραδοθεί στη νέα εποχή του: το Μέγαρο Σλήμαν – Μελά θα μετατραπεί σε πεντάστερο ξενοδοχείο, από τον όμιλο Mitsis Hotels, το οποίο θα περιλαμβάνει τον κινηματογράφο και το ιστορικό εστιατόριο που θα ανακαινιστούν. Οταν τέλειωσε το, ψηφιακά αποκατεστημένο «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο (η βραδιά διοργανώθηκε σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας), όρθιοι οι θεατές χειροκροτούσαν επί ενάμιση λεπτό. Τι χειροκροτούσαν; Την αίθουσα. Το τέλος μιας εποχής.

«Αγαπήθηκε πολύ το σινεμά και το προσωπικό του, οι περισσότεροι επί τέσσερις δεκαετίες εκεί». Το 1958 ο πατέρας του το πήρε από την Κατερίνα Ανδρεάδη (λειτουργούσε ως θέατρο) και το έκανε κινηματογράφο. Πιλότος ο ίδιος στην Πολεμική Αεροπορία, εξ ου και ο αετός που είναι στο σήμα της «Σπέντζος Φιλμ». «Είμαι από το 1976 στο Ιντεάλ. Το κοινό μεγαλώνει ηλικιακά, όλο και μεγαλύτεροι άνθρωποι έρχονται. Εχουμε βέβαια και πολλούς φοιτητές γιατί είμαστε κοντά στα πανεπιστήμια. Η πανδημία έφερε, ασφαλώς, τρομακτικές αλλαγές. Βολεύτηκαν όλοι στα σπίτια τους. Εβλεπα στον δρόμο πολύ μεγάλα κουτιά από τηλεοράσεις 50άρες και 60άρες. Αυτοί ήταν εν δυνάμει θεατές που χάθηκαν στις πλατφόρμες και τις σειρές».

Γιώργος Σπέντζος: Μετά το Ιντεάλ, έμεινα άστεγος-1
«Η πανδημία έφερε, ασφαλώς, τρομακτικές αλλαγές. Βολεύτηκαν όλοι στα σπίτια τους. Εβλεπα στον δρόμο πολύ μεγάλα κουτιά από τηλεοράσεις 50άρες και 60άρες. Αυτοί ήταν εν δυνάμει θεατές που χάθηκαν στις πλατφόρμες και τις σειρές», λέει για την κρίση στις κινηματογραφικές αίθουσες ο Γιώργος Σπέντζος. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΡΕΛΑΣ / INTIME NEWS]

Πιστεύει πάντως ότι «ο βασικός πυρήνας του κινηματογράφου θα κρατηθεί, παίζει ρόλο και η ροή των ταινιών, η “Φόνισσα” είχε κάνει 350.000 εισιτήρια μέχρι πριν από λίγες ημέρες…». Και βέβαια υπάρχουν πάντα εκείνοι που έρχονται παραμονή Χριστουγέννων ή Πάσχα και ρωτούν «δεν θα παίξετε το βράδυ; Κι εμείς τι θα κάνουμε;». «Είναι αρκετοί όσοι πηγαίνουν στο σινεμά για να μη νιώθουν μόνοι», παρατηρεί ο αιθουσάρχης, ακολουθώντας τον στίχο του τραγουδιού του Κώστα Χατζή.

Ο Γιώργος Σπέντζος μπερδεύει συχνά στα ρήματα τον ενεστώτα «έχουμε» με τον παρατατικό «είχαμε», όταν μιλάει. Νιώθει την «αποκαθήλωση» σαν «να σου κόβουν ένα πόδι, ένα χέρι».

– Η σχέση σας με τον αγοραστή;

– Είμαστε σε συζητήσεις και προσπαθούμε να βρούμε την ιδανική λύση, που να συνδυάζει την κινηματογραφική χρήση με ένα κέντρο πολιτισμού, όπως θέλει ο κ. Μήτσης. Θα δούμε…

Μου είπε ο κ. Μπεχτσής, ο νέος ιδιοκτήτης της Οπερας, ότι θα μου έχει μια καρέκλα μόνιμα να πηγαίνω όποτε θέλω να απο- λαμβάνω τις ταινίες! Με συγκίνησε πολύ.

– Αρα δεν έκλεισε η πόρτα;

– Ναι, δεν έκλεισε, αλλά ο χρονικός ορίζοντας είναι πολύ ευρύς. Για να ολοκληρωθεί ένα τέτοιο πεντάστερο ξενοδοχείο, θα περάσουν χρόνια, τουλάχιστον τρία. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα μπορεί να ανατραπούν όλα… Εν τω μεταξύ θα “τρέχω” τα άλλα σινεμά –την Αβάνα, το Σινεάκ στον Πειραιά, το West City στο Μπουρνάζι, το καλοκαίρι την Αίγλη, τη Φιλοθέη, το Ψυχικό–, πάντα θα κινούμαι γύρω γύρω. Φεύγω βέβαια από το κέντρο της πόλης, αλλά άνοιξε και πάλι η Οπερα… σαν να παρέδωσα τη σκυτάλη από την Πανεπιστημίου στην Ακαδημίας. Μου είπε ο κ. Μπεχτσής (ο νέος ιδιοκτήτης της) ότι θα μου έχει μια καρέκλα μόνιμα να πηγαίνω όποτε θέλω να απολαμβάνω τις ταινίες! Με συγκίνησε πολύ.

– Μήπως θρηνούμε για κάτι που η εποχή θα προσπεράσει μοιραία; Σε όλο τον κόσμο συμβαίνει.

– Δυστυχώς, έτσι είναι. Γι’ αυτό συγκινήθηκα που άκουσα τον Γαβρά να αφηγείται το εξής περιστατικό: ένα νεαρό ζευγάρι τού είπε ότι είδε την ταινία του και του άρεσε πολύ. Κι όταν εκείνος ρώτησε πού την είδαν, του απάντησαν στο τάμπλετ. Κι ο Γαβράς δυσαρεστήθηκε. Στο τάμπλετ, σχολίασε, δεν μπορείς να εκτιμήσεις ούτε τον κόπο του σκηνοθέτη ούτε τα κοστούμια ούτε τους χώρους ούτε τον μόχθο όλων των συντελεστών. Συρρικνώνεται το σινεμά ως τέχνη στο τάμπλετ. Η εστία του είναι η αίθουσα.

– Σας επηρέασε το κλείσιμο του Αττικόν – Απόλλων;

– Ασφαλώς. Χάνεται η δύναμη της πιάτσας. Κι αυτό δεν ευνοεί κανέναν. Μειώνεται η ισχύς του ανταγωνισμού, που βοηθάει να βελτιωθείς. Δεν είμαι εναντίον της εξέλιξης, αλλά το καινούργιο πρέπει να έχει χώρο και για το παλιό. Να συνομιλούν μεταξύ τους. Οι μεγάλοι επιχειρηματίες που επενδύουν μετράνε με το τετραγωνικό και όχι με το «πολιτιστικό».

Τρελό κυνηγητό στις Κάννες για τη «Γρανίτα από λεμόνι»

Χρησιμοποιεί τον πληθυντικό όταν μιλάει για τη «Σπέντζος Φιλμ», με ιστορία 78 χρόνων. Είναι τρία αδέλφια: ο Αλέκος ο μεσαίος, ο Σπύρος ο μικρότερος και ο ίδιος ο πρεσβύτερος.

«Εγώ γεννήθηκα στο Κάιρο, τα αδέλφια μου στο κέντρο της Αθήνας. Εγώ τελείωσα την ΑΣΟΕΕ, ο Αλέξανδρος Αρχιτεκτονική στην Γκρενόμπλ και ο Σπύρος Νομική στο ΑΠΘ. Γιατί Γκρενόμπλ και Θεσσαλονίκη; Για να γλιτώσουν από τον πατέρα μου, που ήταν πολύ αυστηρός! Απαιτούσε τάξη και πειθαρχία».

Το ’76 πέθανε ο πατέρας και ανέλαβαν εκείνοι. «Το 1997 ιδρύθηκε η “Σπέντζος Φιλμ Α.Ε.”, συνεταιριστήκαμε με τον Αντώνη Μανιάτη, γιο του Χρήστου Μανιάτη. Είμαστε όλοι παιδιά βετεράνων του κινηματογράφου».

Ο Γιώργος Σπέντζος είναι αστείρευτη πηγή γεγονότων, που περιλαμβάνουν διάσημους σταρ, λαμπρές πρεμιέρες, εκδηλώσεις, περιστατικά. Οπως τότε που κυνηγούσε στις Κάννες τη «Γρανίτα από λεμόνι Νο 5 ή 6,» δεν θυμάται πια. «Τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε πρώτοι εμείς να την αγοράσουμε. Την ώρα που φτάνω στο ξενοδοχείο “Μαρτινέζ”, βλέπω έναν ανταγωνιστή μας, μεγαλύτερο σε ηλικία, να περιμένει στο ασανσέρ για να ανέβει στον έβδομο όροφο όπου βρίσκονταν τα γραφεία της “Κάνον”. Πατάω λοιπόν μια τρεχάλα κι αρχίζω να ανεβαίνω τις κυκλικές σκάλες, χώνομαι στο γραφείο, συμφωνούμε στην τιμή, κλείνουμε την ταινία! Τα αβαντάζ όταν είσαι νέος!».

Τη δεκαετία του ’80 συνυπήρξε από τις Κάννες στο Μονακό, για μια προβολή, μέσα στην ίδια λιμουζίνα με τον Ρίνγκο Σταρ και τη γυναίκα του ηθοποιό Μπάρμπαρα Μπαχ. «Επί 32 χλμ. με έναν μύθο! Τρελάθηκα! Μου μίλησε αυτός πρώτα, είδε την κάρτα μου George Spentzos Distributor Greece, κι άρχισε να μου λέει ιστορίες από την Ελλάδα όταν ήρθαν οι Beatles επί δικτατορίας (1967), τις εντυπώσεις του από τα νησιά».

Το 1988 στην πρεμιέρα του «Απέραντου γαλάζιου», με τον Λικ Μπεσόν, που έγινε στο Αττικόν γιατί ανακαινιζόταν το Ιντεάλ, το εισιτήριο είχε 5.000 δραχμές, οι θεατές ήταν πάνω από 900 και τα έσοδα δόθηκαν στη Μελίνα Μερκούρη για το Μουσείο της Ακρόπολης. Το 1990, στην πρεμιέρα του «Αμλετ» του Τζεφιρέλι περίμεναν τον Αλαν Μπέιτς. «Η Ειρήνη Παπά με τον Μιχάλη Κακογιάννη έφεραν στην αίθουσα όλο το επιτελείο του “Ζορμπά”, ήταν οι πάντες, ο Θεοδωράκης, ο Φούντας, ο Μουστάκας… Του έκαναν έκπληξη και συγκινήθηκε πάρα πολύ».

Δεν ξεχνάει «τον υπέροχο Ντάνιελ ντέι Λιούις» όταν ήρθε για το «Αριστερό μου πόδι», για τα παιδιά της ΕΛΕΠΑΠ, την έξαρση στην προβολή του «Underground» με τον Κουστουρίτσα, τη μεγαλύτερη ξένη εισπρακτική επιτυχία τους με το «Αλεξάντερ» του Ολιβερ Στόουν (2004), με μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου (πάνω από 600.000 εισιτήρια), τη μεγαλύτερη ελληνική (μετά τη «Λούφα και Παραλλαγή» του Περάκη, 1984), το «Safe sex» (1999), των Ρέππα – Παπαθανασίου με 1,2 εκατ. εισιτήρια!

Τα προσόντα ενός διανομέα; «Ενστικτο, διαίσθηση, τύχη και ταχύτητα».

Το ρίσκο της δουλειάς

«Νομίζει ο κόσμος ότι πάμε στα φεστιβάλ και απλώς επιλέγουμε τις ταινίες που θέλουμε. Δεν είναι καθόλου έτσι», τονίζει ο Γ. Σπέντζος. «Γίνεται ένας άτυπος “πλειστηριασμός” από πολλούς ενδιαφερομένους, με μυστικές τις προσφορές του καθενός. Εχουμε πράκτορες στην Αμερική που μας ενημερώνουν για το τι πρόκειται να γυριστεί, ώστε να κάνουμε προσφορά εξαρχής, να είμαστε μέσα στο παιχνίδι. Γιατί και τους παραγωγούς τους ενδιαφέρει να προεισπράξουν. Στη δουλειά μας για να κλείσεις μια ταινία δίνεις το 25% με την υπογραφή, το 25% όταν ολοκληρώνονται τα γυρίσματα, άλλα 25% όταν τελειώσει το μοντάζ και τα τελευταία 25% με την παράδοση. Μια ταινία μπορεί να ξεκινήσει από 20.000 δολάρια. Ενα μπλοκμπάστερ φτάνει μέχρι και 500.000. Αλλά και ο παραγωγός για μια ταινία παίρνει δάνεια από τις τράπεζες, βάζει υποθήκες. Καθένας έχει το δικό του ρίσκο».

Η συνάντηση

Στο «Pasaji» (Στοά Σπυρομήλιου, Βουκουρεστίου), όπου μας εξασφάλισαν μια ήσυχη γωνιά στο εσωτερικό, ρώτησα ένα κορίτσι 20 ετών αν είχε ακούσει για το Ιντεάλ. Απάντησε «όχι», με συστολή, παρότι πήγαινε σινεμά. «Τα μέσα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και όλα τα μαθαίνουμε στο δευτερόλεπτο. Οσο πιο γρήγορα κινούνται όμως, τόσο τα τείχη μεταξύ των γενιών γίνονται αδιαπέραστα», σχολίασε ο Γ. Σπέντζος. Μοιραστήκαμε στην αρχή μια σαλάτα με μπουράτα και ντοματίνια. Ακολούθησαν λιγκουίνι με κολοκύθα για εκείνον και ραβιόλι με ρικότα και σπανάκι για εμένα. Με δυο αναψυκτικά ο λογαριασμός ήταν 77 ευρώ. Η κουβέντα μας συνεχίστηκε την επομένη το πρωί, με έναν ωραίο καφέ στο στέκι του (Λουκάρεως 39). «Τι θα σας λείψει από το Ιντεάλ;», τον ρωτώ. «Η μυρωδιά του».

Γιώργος Σπέντζος: Μετά το Ιντεάλ, έμεινα άστεγος-2
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή