Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς: Σεντόνι ριγμένο επάνω στην Αθήνα

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς: Σεντόνι ριγμένο επάνω στην Αθήνα

Οι ιδιαιτερότητες μιας αβίωτης πόλης, που είναι όμως περιζήτητη για τον αυθορμητισμό

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αθηναιοδίφης», με αυτή τη λέξη επιθυμεί να προσδιορίζεται. Υπήρξε καθηγητής, αρχιτέκτων, πολεοδόμος – ιστορικός της πολεοδομίας, και παραγωγικότατος συγγραφέας. Είναι 91 ετών, κατέβηκε με τα πόδια τις κατηφόρες του Κολωνακίου όπου μένει, για να έρθει στο ραντεβού μας στο εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού.

«Ανεβαίνω σχεδόν κάθε μέρα τα 220 σκαλοπάτια από το λιμάνι μέχρι το σπίτι», έγραψε σε ένα παλιότερο κείμενό του από την περίοδο της πανδημίας, τότε που οι συνθήκες τού έδωσαν την ευκαιρία να απολαύσει με τη σύζυγό του τη «λιτότητα του βίου στη χειμερινή Υδρα». Εχει εκδώσει 35 βιβλία, στην πλειονότητά τους μετά τα εξήντα του χρόνια. «Βιολογικά ή μοιραία, άλλοι άνθρωποι έχουν ταχθεί να ολοκληρωθούν πολύ νέοι, και άλλοι με την ωριμότητα», τονίζει.

Η συνάντηση με τον Αλέξανδρο Παπαγεωργίου-Βενετά κανονίστηκε με αφορμή το Αργυρό Μετάλλιο που του απένειμε η Ακαδημία Αθηνών για την έκταση και τη σημασία του επιστημονικού του έργου. Πώς αισθάνεται γι’ αυτό; «Διακόνευσα την τέχνη και τον λόγο. Τι μπορεί να περιμένει κανείς; Προ 20 ετών μού δόθηκε ο τίτλος του επιτίμου διδάκτορος στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Και προ ολίγων ημερών, το αργυρό βραβείο της Ακαδημίας για το σύνολο του έργου μου. Είναι τιμή, αλλά τα αισθάνομαι λιγάκι σαν μια όψιμη θωπεία της πατρίδας».

Εζησε τα παιδικά του χρόνια στο ιδιόκτητο σπίτι του πατέρα του στην Κάτω Κηφισιά. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 4 ετών. Στα 5 του χρόνια έγραφε κάρτες στη μητέρα του με γοτθική γερμανική γραφή, γλώσσα που διδάχτηκε κατ’ οίκον. Εχει τις πρώτες του αναμνήσεις τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Πρώτο βίωμα, οι ατελείωτες ώρες αγορίστικων παιχνιδιών στον Εθνικό Κήπο. Σπούδασε στο Μετσόβιο τη δεκαετία του 1950, με σπάνιους δασκάλους – τον Πικιώνη, τον Κιτσίκη, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Ορλάνδο. «Την Αθήνα τη γνωρίσαμε και τη βιώσαμε συνειδητά», θυμάται για τις βραδιές συζητήσεων στην ταβέρνα του Παλιού Πανεπιστημίου στην Πλάκα, τους περιπάτους στα εξωκκλήσια, τις μονές, τους λόφους γύρω από την Ακρόπολη».

«Ημασταν ανυπόμονοι να ανοίξουμε τα φτερά μας και να βγούμε στη ζωή», λέει. Αυτός ήταν ο λόγος που, παρότι επί μία δεκαετία άσκησε την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα –μεταξύ άλλων, εκπόνησε μελέτες για τον ΕΟΤ και τη ΔΕΗ, για τη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου μπροστά από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το πάρκο Κεφαλαρίου στην Κηφισιά– αποφάσισε να κλείσει το γραφείο του και να φύγει για τη Γερμανία;

«Αφορμή ήταν η εγκαθίδρυση των συνταγματαρχών, το 1967. Αισθάνθηκα ότι δεν είχα διάθεση να ζήσω την ηθική ταπείνωση και τη θλίψη του καθεστώτος. Αυτό με εξώθησε να φύγω από τα πάτρια. Υπήρχε όμως πάντοτε μέσα μου και το σαράκι της έρευνας, και ίσως αυτό ήταν η βαθύτερη αιτία. Ελαβα μια βραχυχρόνια πρόσκληση υφηγεσίας στο Βερολίνο και ξεκίνησα για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Η πορεία της ζωής μου ήταν μια αρκετά ήρεμη περιπλάνηση, δεν ήταν αγκύρωση».

Το διδακτορικό του αφορούσε τη μεθοδολογία συντήρησης των προϊστορικών πόλεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο – εκδόθηκε το 1970 σε τρεις γλώσσες. Hταν πολύ επίκαιρο, επειδή το 1975 χαρακτηρίστηκε Eυρωπαϊκό Eτος Aρχιτεκτονικής Kληρονομιάς και ωρίμαζαν οι σκέψεις για την πολεοδομική διάσταση της προστασίας και όχι μόνον η μέριμνα για τη μνημειακή αρχιτεκτονική. Το μεράκι του ήταν η ιστορική μελέτη της πολεοδομικής εξέλιξης της νεότερης Αθήνας, στην οποία αφοσιώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια.

Και τώρα, πώς βλέπει αυτή την πόλη, την οποία γνωρίζει τόσο καλά;

«Εχουμε πολλές φορές γκρινιάξει για την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας, κυρίως για την αφόρητη πυκνότητα δόμησης σε ένα χώρο που δεν μπορούσε να το αντέξει. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, είναι μια πόλη αβίωτη. Από την άλλη, δίνει τη δυνατότητα πολλών εμπειριών, γι’ αυτό γοητεύονται όσοι έρχονται από τόπους πιο πειθαρχημένους και οργανωμένους, επιθυμώντας περισσότερο αυθορμητισμό».

– Ας μιλήσουμε, συνεπώς, για τις ελπίδες των Αθηνών.

– Το ένα θετικό είναι ότι έως τώρα διατηρήθηκε η ανθρώπινη κλίμακα – μόνον επί συνταγματαρχών χτίστηκαν ψηλά κτίρια, και αυτά περιφερειακά. Συνεπώς, ερχόμενοι από τη θάλασσα και τους λόφους, βλέπουμε τον πολεοδομικό ιστό ξαπλωμένο επάνω στο ανάγλυφο του εδάφους. Θα σωθεί τούτη η εικόνα όταν κτισθούν δύο πύργοι 200 μέτρων στο Ελληνικό; Με μεγάλο τρόμο βλέπω μπροστά μου την αίσθηση τέτοιων κατακορύφων, μια εγγραφή τελείως ξένη μέσα στο ιστορικό τοπίο του λεκανοπεδίου. Δεύτερο θετικό είναι η ποιότητα της αρχιτεκτονικής. Υπάρχουν τα ενδιαφέροντα νεοκλασικά κτίσματα, τα ενδιαφέροντα του Μεσοπολέμου, ή και τα νεότερα, όλα μεμονωμένα. Δεν είναι ιστορική πόλη η Αθήνα, με την έννοια του να διαθέτει ένα «σώμα», έναν ιστό μερικών αιώνων όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις της Ευρώπης.

– Τι μένει ως εντύπωση από την αρχιτεκτονική της Αθήνας;

– Για μένα μια ομοιομορφία σχημάτων και χρωμάτων. Μια άθροιση λευκών κύβων από τα διώροφα έως τα δεκαώροφα κτίρια, που δημιουργεί ένα πέπλο σαν σεντόνι ριγμένο ήσυχα επάνω σε μια μεγάλη πολιτεία.

O Πικιώνης

«Ευτύχησα στο τέλος των σπουδών μου να “κρατήσω ράμματα” στην κατασκευή των πλακόστρωτων στις προσβάσεις στην Ακρόπολη, που θυμίζουν πίνακες του Μοντριάν», λέει.

Υπήρξε ένας από τους 3-4 σπουδαστές που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τον Δημήτρη Πικιώνη στον άθλο του. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τις πλακοστρώσεις εκτελούσαν ομάδες έμπειρων τεχνιτών, κτιστάδων και ξυλουργών, αλλά έπρεπε να υλοποιηθούν σύμφωνα με τα σχέδια του Πικιώνη. «Ο γέροντας –σχεδόν 70 ετών– με ένα ψαθάκι καθόταν με τις ώρες επιτόπου και έκανε αρχιτεκτονική επιστασία οδηγώντας τους μάστορες με το χέρι. Κατασκευάζονταν οπτικές δέσμες που διαμόρφωναν τον σκελετό ώστε να τοποθετηθούν οι πλάκες, και για να γίνουν αυτές οι δέσμες τεντώναμε νήματα με πασσάλους στο έδαφος, κρατούσαμε “ράμματα”, νήματα», εξηγεί.

Να στηθούν στους γύρω λόφους ταρατσώματα θέας με τηλεσκόπια. Μικρά αερόστατα να κάνουν ήσυχες βόλτες επάνω από τον Παρθενώνα. Mπορεί να ακούγονται ανεδαφικά, αλλά ίσως γίνουν αν συνεχιστεί η πλημμυρίδα του πολιτισμού των μαζών στον οποίο ζούμε.

Παρακολουθεί έκτοτε με μεγάλο ενδιαφέρον το έργο της Ακρόπολης: Επί τρία χρόνια ήταν σύμβουλος του Κωνσταντίνου Τρυπάνη και συνομιλητής με τους εμπειρογνώμονες της UNESCO, φίλος και συνάδελφος με τον Χαράλαμπο Μπούρα, φίλος με τον Μανόλη Κορρέ, «ψυχή της αναστήλωσης του Παρθενώνα».

Ωστόσο, οι τάσεις του φίλου του για πολύ προχωρημένες αναστηλώσεις που φτάνουν στην ανακατασκευή, δεν τον βρίσκουν σύμφωνο. «Εκεί διαφωνούμε με τον Μανόλη, που έχει μέσα του έναν μικρό Λεονάρντο ντα Βίντσι – ένα σπάνιο ταλέντο αναβίωσης αρχαίων κατασκευαστικών μεθόδων, εφευρετικότητας και ευαισθησίας». Ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχει και η επιταγή της ιστορικής συνέπειας εκτός από την αισθητική καθαρότητα. «Δηλαδή, ένα μνημείο περνάει ανά τους αιώνες και τις χιλιετίες διάφορες φάσεις, και θεωρώ προβληματική και αμφιλεγόμενη την αναίρεσή τους. Δεν ξέρω εάν σήμερα θα ξηλώναμε εύκολα τον Καταλανικό Πύργο του Παρθενώνα δίπλα στα Προπύλαια, τμήμα από το παλάτι των Δουκών της Αθήνας του 13ου αιώνα», σχολιάζει.

Στις κατηγορίες που αφορούν τα θέματα της διαστρώσεως, υπενθυμίζει ότι τα πράγματα είναι αναστρέψιμα. Οι διαμορφώσεις δεν ακουμπούν την επιφάνεια του βράχου μαζί με τα ατελείωτα σημάδια από τα αρχαία αναθήματα. «Αλλωστε και μόνον το “δέρμα” της Ακρόπολης είναι μνημείο, τεκμήριο που δεν μπορείς να παραγκωνίσεις».

– Βλέπετε κάποιες λύσεις για το πρόβλημα του συνωστισμού των επισκεπτών στον Ιερό Βράχο;

– Να στηθούν στους γύρω λόφους, σε επίκαιρα σημεία, καταπληκτικά ταρατσώματα θέας, που με τηλεσκόπια και έτοιμο ψηφιακό υλικό να «ξεναγούν» από μακριά τους τουρίστες. Μικρά αερόστατα να κάνουν ήσυχες βόλτες πάνω από το μνημείο. Ολα αυτά μπορεί να σας ακούγονται ανεδαφικά, ή κωμικά, αλλά ίσως γίνουν αν συνεχιστεί η πλημμυρίδα του πολιτισμού των μαζών στον οποίο ζούμε.

Ενα «αλλά» για το Μουσείο

«Η ιδέα τού να ανανεωθεί, να επεκταθεί και να εκσυγχρονιστεί το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι θεμιτή και απολύτως αποδεκτή. Τι επέμβαση θα έχουμε όμως;» αναρωτιέται ο συνομιλητής μου. Κατά τη γνώμη του, όντως το βραβείο δόθηκε στην πιο ελκυστική αρχιτεκτονική πρόταση. «Το μεγάλο “αλλά”, στο οποίο επιμένω, είναι ότι πολεοδομικά και ιστορικά, μια τέτοια προσθήκη εμπρός από το παλιό κτίριο είναι λανθασμένη. Οπως δείχνουν όλες οι φωτογραφικές προσομοιώσεις από τον φαρδύ δρόμο της Πατησίων, το Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα από τα 10 τοπόσημα των νεότερων Αθηνών, κρύβεται κατά ενενήντα τοις εκατό», τονίζει.

Το επόμενο πρόβλημα που εντοπίζει είναι πως μετατίθεται ο κήπος και γίνεται ένα κηπάριο «όχι επάνω στην αττική γη, αλλά μετέωρο στο μπετονένιο δώμα του νέου κτιρίου. Είναι γαργαλιστικό για τους αρχιτέκτονες να κάνουν την προσθήκη τους μέσα στο σκηνικό της Ιστορίας».

Η συνάντηση

Εφθασε νωρίτερα από την καθορισμένη ώρα στο ραντεβού μας συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, τη Γερμανίδα αρχαιολόγο Γκέρχιλντ Χίμπνερ, για την οποία η Ελλάδα υπήρξε εξαρχής δεύτερη πατρίδα, όπως για εκείνον η Γερμανία.

Για το γεύμα καθίσαμε οι δυο μας σε ένα ήσυχο τραπέζι στην άκρη της αίθουσας του εστιατορίου του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού, χώρο που ο κ. Βενετάς γνωρίζει πολύ καλά. Παραγγείλαμε ντολμαδάκια κασιώτικα, καθώς επέμενε να τα δοκιμάσω, και μια σαλάτα Μπουράτα. Ηπιε μια μπίρα χωρίς αλκοόλ, εγώ νερό και καφέ για το κλείσιμο του γεύματος. Οταν πλέον ολοκληρώθηκε η συζήτησή μας, μοιραστήκαμε με την κ. Χίμπνερ ένα τσιζκέικ με δύο κουταλάκια.

Το γεύμα προσφέρθηκε από το εστιατόριο.

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς: Σεντόνι ριγμένο επάνω στην Αθήνα-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή