Πέτερ Λίμπουργκ: Με διασκεδάζει που τώρα τα πάτε πιο καλά από εμάς

Πέτερ Λίμπουργκ: Με διασκεδάζει που τώρα τα πάτε πιο καλά από εμάς

Η στάση των γερμανικών ΜΜΕ στην κρίση και τα παιδικά χρόνια στην Αθήνα, όταν η χούντα είχε απελάσει τον πατέρα του

6' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ποτέ δεν έχω θυμώσει περισσότερο από τον τρόπο κάλυψης της ελληνικής κρίσης από τα γερμανικά ΜΜΕ. Ηταν τόσο φτηνός. Σκεφτείτε να κάλυπταν τη Γερμανία ξένα ΜΜΕ μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό δεν ήταν δημοσιογραφία, ήταν βρωμιά. Σκέτη υποκίνηση μίσους. “Πουλήστε νησιά”, μπορεί να ηχεί ελκυστικός τίτλος, αλλά είναι σκέτη προπαγάνδα. Το είχα πει τότε και σε κορυφαίους Γερμανούς, αλλά και Γερμανίδες(!), πολιτικούς και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συμμετείχαν, στην αρχή της κρίσης, στη δημιουργία αυτού του κλίματος», λέει ο γενικός διευθυντής της Deutsche Welle (DW) Πέτερ Λίμπουργκ. «Το είπατε και στην Αγκελα Μέρκελ και στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;». Δεν θέλει να απαντήσει, αλλά χαμογελάει αινιγματικά. «Οι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν ενίοτε πόση ζημιά κάνουν με μια πιασάρικη δήλωση στην Bild. Το βρίσκω επαίσχυντο. Η Γερμανία ειδικά θα έπρεπε να σκέφτεται δυο φορές τις συνέπειες των πράξεών της. Πρέπει να χαλιναγωγήσουμε την τάση μας για επιδειξιομανία και διδακτισμό. Πρέπει να το δουλέψουμε». Αυτό δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη του, ότι οι Ελληνες τα έκαναν όλα καλά, απλώς ο τρόπος που έπρεπε να συζητιούνται αυτά τα θέματα είναι διαφορετικός, ώστε να φέρνουν αποτέλεσμα κι όχι να πληγώνουν και να ταπεινώνουν. «Βρίσκω πολύ διασκεδαστικό ότι αυτή τη στιγμή οι οικονομικοί δείκτες της Ελλάδας είναι πολύ καλύτεροι από εκείνους της Γερμανίας. Με χαροποιεί». Γελάμε. «Και οι Ελληνες το διασκεδάζουν», απαντώ.

Στην Ελλάδα του ’70

Η ζωή του στην Ελλάδα από το 1969 έως το 1972, όταν ο πατέρας του ήταν πρέσβης της Γερμανίας στη χώρα μας, ήταν από τις ευτυχέστερες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Ζούσε με την οικογένειά του στην πρεσβευτική κατοικία στο Χαλάνδρι. «Βρέθηκα εκεί χθες το βράδυ και ήταν πολύ συγκινητικό. Είναι πλήρως ανακαινισμένη. Ο κήπος παραμένει ο ίδιος, αλλά η γύρω περιοχή είναι πλέον πολύ διαφορετική. Τότε βρισκόταν στην ύπαιθρο, υπήρχαν ένα δύο παλιά σπίτια, αλλά τίποτα παραπάνω. Τώρα η κατοικία είναι περιστοιχισμένη από ψηλά κτίρια. Ολα μοιάζουν πολύ διαφορετικά». Μου δείχνει τη φωτογραφία της κατάφωτης έπαυλης που τράβηξε το προηγούμενο βράδυ. Του αρέσει που τοποθετήθηκαν στήλες που θυμίζουν αρχαιοελληνικούς κίονες. Εκφράζω τις ενστάσεις μου, αλλά επιμένει ότι είναι πολύ εντυπωσιακή η ανακαίνιση. Πριν από δέκα χρόνια είχε ξανάρθει στην Αθήνα, καθώς του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικα από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, παρουσία της κόρης του. Συνήθως όταν βρίσκεται στην Ελλάδα φοράει το παράσημο, νιώθει «λίγο περήφανος», όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για την DW.

Η αλήθεια είναι ότι στην ηλικία 11-12 ετών δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι στην Ελλάδα επικρατούσε χούντα. Υπήρχε μεν μια τεταμένη ατμόσφαιρα, αυτό το είχε καταλάβει. Ισως η μοναδική διαφορά ήταν η ανάκρουση του εθνικού ύμνου κάθε μέρα στο σχολείο. Του επισημαίνω ότι πιθανότατα το κάνουν ακόμη. «Οχι, το κατάργησαν πρόσφατα στη Γερμανική Σχολή», μου απαντάει. Εκείνο που θυμάται περισσότερο από τα παιδικά του χρόνια στην Αθήνα είναι η διαδρομή από την πρεσβευτική κατοικία προς το σχολείο και οι υπέροχες καλοκαιρινές διακοπές, «τρεις ολόκληρους μήνες στη θάλασσα!». «Οι Ελληνες είναι πολύ φιλικοί με τα παιδιά κι αυτό το διαισθάνεσαι ως παιδί», γι’ αυτό πέρασε σαφώς καλύτερα στη διάρκεια της θητείας του πατέρα του στην Αθήνα, αλλά και στη Ρώμη, «στο Παρίσι όχι και τόσο».

Αυτό δεν ήταν δημοσιογραφία, ήταν βρωμιά. Σκέτη υποκίνηση μίσους. «Πουλήστε νησιά», μπορεί να ηχεί ελκυστικός τίτλος, αλλά είναι σκέτη προπαγάνδα. Το είχα πει τότε και σε κορυφαίους Γερμανούς, αλλά και Γερμανίδες(!), πολιτικούς…

Η ονειρική αυτή παιδική ηλικία τελείωσε γρήγορα όταν υποχρεώθηκε να φύγει εσπευσμένα από την Ελλάδα εξαιτίας της υπόθεσης Γιώργου- Αλέξανδρου Μαγκάκη. «Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι και μας ανακοίνωσε ότι έχει κακά νέα. Εντός 48 ωρών πρέπει να εγκαταλείψω τη χώρα κι εσείς έχετε μια εβδομάδα για να φύγετε από το σπίτι. Μείναμε άναυδοι. “Μα γιατί; Τι έκανε ο μπαμπάς;”. Μας εξήγησε ότι βοήθησε έναν πολιτικό της αντιπολίτευσης να διαφύγει, πως οι συνθήκες ήταν δύσκολες, πως στην υπόθεση ενεπλάκη ένα στρατιωτικό αεροσκάφος και γι’ αυτό τον πέταξε έξω η χούντα». Η γερμανική κυβέρνηση ήταν από τις λίγες χώρες που ήταν τόσο εχθρική προς το δικτατορικό καθεστώς – οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί κρατούσαν αποστάσεις, λέει. «Δεν διατείνομαι ότι ήμασταν τίποτα θύματα, είχαμε όμως μια αίσθηση απώλειας». Το 1974, όταν γύρισε ο πατέρας του στη χώρα προσκεκλημένος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του απονεμήθηκε η ανώτατη τιμητική διάκριση. «Η ίδια με εσάς;», τον ρωτάω. «Οχι, είναι τρία επίπεδα παραπάνω η δική του».

Ο πατέρας του Λίμπουργκ, ο οποίος διετέλεσε πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα επί χούντας, έμπαινε συχνά σε μπελάδες εξαιτίας των επικριτικών ανταποκρίσεων της DW. «Ζούσε όταν αναλάβατε γενικός διευθυντής;». «Ναι, αφού πέθανε πάνω από 100 ετών» (σ.σ. το 2015), μου απαντάει. Το 1971, ωστόσο, ανακοινώθηκε ο θάνατος του πατέρα του, σε μια πρώιμη εκδοχή των fake news. «Δεν υπήρχαν τότε σόσιαλ μίντια και οι επικοινωνίες ήταν πρωτόγονες. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung έγραψε ότι πέθανε, ενώ στην πραγματικότητα είχε πεθάνει ο προκάτοχός του. Τον μπέρδεψαν. Ηταν άσχημο γιατί το διάβασε η οικογένειά του στη Γερμανία και δεν ήταν απλό να πάρεις γρήγορα ένα τηλέφωνο για να επαληθεύσεις την είδηση. Ομως, εδώ κολλάει η παροιμία “όσοι κηρύσσονται νεκροί, ζουν περισσότερο”» (Totgesagte leben laenger).

Εδώ Βόννη

Πολλές φορές στην καθημερινότητά του ο Λίμπουργκ νιώθει περισσότερο μάνατζερ παρά δημοσιογράφος, όπως όταν μου εξηγεί γιατί είναι ασύμφορη μια συνολική μετακόμιση της DW από τη Βόννη: «Το ενοίκιό μας τώρα είναι σχετικά χαμηλό. Αν μετακομίζαμε θα ξεκινούσε μια συζήτηση για την υπερσυγκέντρωση όλων των υπηρεσιών στο Βερολίνο, οι κάτοικοι της Βόννης θα γκρίνιαζαν, όπως και οι κυβερνητικές αρχές στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Παράλληλα θα σταματούσαν όλα και σύσσωμη η οργάνωση θα ασχολείτο επί 3, 4, 6 χρόνια μόνο με τη μετακόμιση. Θα ξεκινούσε μια διαπραγμάτευση με τα σωματεία του προσωπικού, ποιος πρέπει να μετακομίσει και ποιος όχι, υπό ποίους όρους. Το επόμενο πρόβλημα θα ήταν ποιος θα πληρώσει τη μετακόμιση. Και τέλος, θα έπρεπε να βρεθεί ένα κτίριο να μας στεγάσει και τα ενοίκια στο Βερολίνο είναι πλέον υπερβολικά υψηλά». Στο παρελθόν είχαν διατυπωθεί κάποιες προτάσεις για το αεροδρόμιο Τέγκελ ή το Χούμπολντ, αλλά δεν ευδοκίμησαν για διάφορους λόγους. Αρα, στο άμεσο μέλλον δεν πρόκειται να υπάρξει μετακόμιση γιατί δεν αξίζει οικονομικά τον κόπο.

Στόχος του είναι να υπάρξει μια ανανέωση της ελληνικής υπηρεσίας μέσω σόσιαλ μίντια, προκειμένου να προσεγγίσουν νεότερα κοινά. Το πρόβλημα με τις γλώσσες που μιλούν λίγοι, όπως τα ελληνικά, είναι ότι μια χούφτα δημοσιογράφοι καλούνται να κάνουν τα πάντα: τηλεόραση, ραδιόφωνο, ιστοσελίδα, σόσιαλ μίντια, κι αυτό είναι εξοντωτικό. Η ελληνική σύνταξη αυτή τη στιγμή έχει έξι μέλη στη Βόννη, τρία στο Βερολίνο, τέσσερα στην Αθήνα και επτά ανταποκριτές σε Λευκωσία, Κωνσταντινούπολη, Ρώμη, Παρίσι, Βρυξέλλες, Λονδίνο και Σίδνεϊ. Αυτή τη στιγμή διερευνάται κατά πόσον πρέπει να δοθεί έμφαση στο TikTok, λόγω των Κινέζων ιδιοκτητών, αφού υπάρχει αβεβαιότητα για τον τρόπο διαχείρισης των προσωπικών δεδομένων και ρύθμισης των αλγορίθμων. Την ίδια στιγμή, όμως, η συγκεκριμένη πλατφόρμα έχει τεράστια διείσδυση στους νέους. Ούτως ή άλλως το σύνθημά μας είναι «Είμαστε εκεί που βρίσκονται οι χρήστες μας», καταλήγει.

Στη δικτατορία

Οι σχέσεις Γερμανίας – Ελλάδας έχουν περάσει από σαράντα κύματα, γι’ αυτό ο Λίμπουργκ θεωρεί σημαντικό το ελληνικό πρόγραμμα της DW που άρχισε να εκπέμπει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συμπληρώνει 60 χρόνια λειτουργίας. Αναμφισβήτητα η ξεχωριστή περίοδος σ’ αυτή τη σχέση ήταν η δικτατορία, όταν η ελληνική εκπομπή αποτελούσε τη φωνή της ελευθερίας και στήριζε ενεργά την αντίσταση. H πιο δύσκολη φάση ήταν στη διάρκεια της κρίσης, όταν οι Γερμανοί συνάδελφοι κλήθηκαν να μεταφέρουν τη στάση του Βερολίνου και ταυτόχρονα να επιδεικνύουν κατανόηση για την πρόσληψη της κατάστασης στην Ελλάδα. Παλαιότερα ο Λίμπουργκ είχε δύο σπίτια σε Βόννη και Βερολίνο, πλέον όμως έχει μετακομίσει οριστικά στη γερμανική πρωτεύουσα, αφού η τηλεργασία τού δίνει αυτή τη δυνατότητα. Παρ’ όλα αυτά, η έδρα της DW παραμένει στη Βόννη γιατί μια μετακόμιση ολόκληρου του ομίλου θα ήταν υπερβολικά ακριβή. «Εχουμε 1.000 εργαζομένους στο Βερολίνο κι άλλους τόσους στη Βόννη. Συνολικά 3.800 σε όλο τον κόσμο για τρία τηλεοπτικά δίκτυα (αγγλικά, ισπανικά, αραβικά), που εκπέμπουν όλο το 24ωρο προγράμματα σε 32 γλώσσες». Ο προϋπολογισμός της DW ανέρχεται σε 400 εκατ. ευρώ.

Η συνάντηση

Bρεθήκαμε στο εστιατόριο Φιλίππου, Ξενοκράτους 19 στο Κολωνάκι. Πήραμε μια χωριάτικη, μια μελιτζανοσαλάτα, μια γίγαντες, όλα στη μέση. Το βράδυ ήταν καλεσμένος για ψάρι στη Βουλιαγμένη, οπότε συμφωνήσαμε να τσιμπήσουμε κάτι ελαφρύ και να μην πιούμε αλκοόλ. Εκείνος παρήγγειλε μια κόκα κόλα, την οποία έκρυψε στη φωτογράφιση για να μη θεωρηθεί γκρίζα διαφήμιση κι εγώ νερό βρύσης. Ο λογαριασμός ήταν 27,5 ευρώ.

Πέτερ Λίμπουργκ: Με διασκεδάζει που τώρα τα πάτε πιο καλά από εμάς-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή