Μάριος Μαρκοβίτης: Γιατί έχουν αγριέψει τα παιδιά της καραντίνας

Μάριος Μαρκοβίτης: Γιατί έχουν αγριέψει τα παιδιά της καραντίνας

Μελετώντας την εφηβική βία από την εποχή της δολοφονίας του Αλεξ: τι έχει αλλάξει στις κοινωνικές συνθήκες που δικαιολογεί την έξαρση του μπούλινγκ

6' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Μάριος Μαρκοβίτης ανήκει στους «ιεραποστόλους» της παιδοψυχιατρικής. Την αγαπημένη αυτή συντρόφισσα ζωής, όπως τη χαρακτηρίζει, διακόνησε από πολλές θέσεις, συχνά αφιλοκερδώς. Πρωτοστάτησε στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση, στην κοινωνική και κοινοτική ανάπτυξη των υπηρεσιών, στην εκπαίδευση. Τον Ιούνιο του 2006 διορίστηκε επικεφαλής ομάδας πραγματογνωμόνων στη συνταρακτική υπόθεση εξαφάνισης του εντεκάχρονου Αλεξ, στη Βέροια. Τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης βοήθησαν σημαντικά στο σκεπτικό της απόφασης στη δίκη, τρία χρόνια μετά. Την εμπειρία του από εκείνη την υπόθεση που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και πέρασε τα σύνορα αφηγείται σε ένα συναρπαστικό βιβλίο με τίτλο «Τα τζόκεϊ καπέλα» (εκδ. Επίκεντρο), στο οποίο επιχειρεί «μια ερευνητική και κριτική προσέγγιση των πέντε ανηλίκων οι οποίοι αποτυπώθηκαν στη συλλογική μνήμη ως εγκληματικά άτομα», καθώς και των αντιδράσεων της τοπικής κοινωνίας.

Παρακολουθεί σήμερα, εμφανώς προβληματισμένος, την έκρηξη της βίας στους νέους, τη διάχυτη ανησυχία της πολιτείας και της κοινωνίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου. «Δεν υπάρχει το αυγό του Κολόμβου», λέει. «Είναι το μπούλινγκ φαινόμενο της εποχής όπως πολλοί υποστηρίζουν;», ρώτησα ξεκινώντας τη μεταξύ μας συζήτηση.

«Το πρόβλημα είναι διαχρονικό. Οι γονείς και οι παππούδες των σημερινών παιδιών και εφήβων έζησαν τέτοια φαινόμενα και στα σχολεία και στη γειτονιά. Θυμούνται ότι στο σχολείο και στις παρέες ο “χοντρός” δεχόταν τα πειράγματα, εκείνος που τραύλιζε ήταν ο “κεκές”, αυτός με τα γυαλιά ο “γυαλαμπούκας” κ.ο.κ. Ηταν, όμως, πιο αθώα, δεν είχαν την αγριότητα των σημερινών. Γίνονταν, βέβαια, και ταπεινωτικά πειράγματα, όπως σε παιδιά χωρισμένων γονιών. Εκείνα τα χρόνια ο χωρισμός ήταν στίγμα. Ερχονταν, θυμάμαι, στο γραφείο μου και μου έλεγαν δήθεν εμπιστευτικά “με το συμπάθιο, γιατρέ, αλλά αυτό το παιδί έχει γονείς χωρισμένους”, αναφερόμενοι στο παιδί που ενοχλούσε τον γιόκα τους. Ακόμη χειρότερα, όμως, ήταν όσα υφίσταντο συνήθως τα υιοθετημένα παιδιά. Τότε έκρυβαν οι θετοί γονείς την υιοθεσία, αλλά η γειτονιά, όπως συμβαίνει πάντα, γνώριζε, το άρπαζαν τα άλλα παιδιά, το σφύριζαν στο δόλιο παιδί: “Δεν είναι αυτή η μαμά σου”. Αρνητικές, επώδυνες ήταν συχνά οι συνέπειες».

Για την ιστορία ας σημειωθεί πως τα δικαστήρια και οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων προηγήθηκαν χρονολογικά από την εμφάνιση της παιδοψυχιατρικής, των ιατροπαιδαγωγικών και των διαφόρων υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Τα ορφανά και περιφερόμενα παιδιά μετά το 1922, εύκολα χαρακτηρίζονταν παραβάτες. Ενδεικτικά, στην Καλαμαριά ιδρύθηκε το 1926 το «Ασυλο Αλητόπαιδων», που με διάφορα ονόματα διατηρήθηκε έως το 1983!

Το μπούλινγκ ως φαινόμενο μπήκε για πρώτη φορά στη δημόσια συζήτηση και στη ζωή μας με την «εξαφάνιση» του Αλεξ και εδραιώθηκε με την τραγική περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη στα Γιάννενα το 2015, ο οποίος έπειτα από συνεχή εκφοβισμό, ψυχολογική και σωματική βία, δεν άντεξε και αυτοκτόνησε.

– Τι συμπέρασμα βγάλατε ως προς το προφίλ αυτών των πέντε ανηλίκων που καταδικάστηκαν για την υπόθεση του Αλεξ;

– Ολα ήταν κάτω των 13 ετών, ανεύθυνα ποινικά. Καταδικάστηκαν για «μη σκοπούμενη θανατηφόρα βλάβη» σε αναμορφωτικά μέτρα, δεν χαρακτηρίστηκαν όμως «εγκληματική συμμορία». Μικροκλοπές και πράξεις βίας τα χαρακτήριζαν. Μια παρέα αποτελούσαν, χρήσιμη για την ηλικία τους, ανήκει και συμμετέχει ο καθένας, δίνει και παίρνει, ακολουθεί κανόνες, καταλαβαίνει τον εαυτό του και τους άλλους. Κάτι τους ξεχώριζε και τους έδενε: ήταν παιδιά έντονα προβληματικών οικογενειών, μεταναστών τα τρία. Φτώχεια, χωρισμοί, ενδοοικογενειακή βία, αλκοολισμός. Η βία μεταφέρθηκε στα παιδιά, «τα λόγια δεν κάνουν τίποτα, μόνο το ξύλο σε διορθώνει», δήλωνε ένας από αυτούς. Ετσι βίωσε, έτσι συμπεριφερόταν. Σχολική αποτυχία είχαν και οι πέντε. Τα σχολεία τους δεν λειτούργησαν προληπτικά.

Οργίαζαν τα ΜΜΕ, ίδιος κανιβαλισμός, στιγματίστηκε και αυτοενοχοποιήθηκε η πόλη, κυκλώματα παιδεραστών, trafficking, εμπόριο οργάνων, ανεπαρκής η Αστυνομία. Δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα η σορός του Αλεξ. Τραγική φιγούρα η μητέρα, ζει τη διαρκή απώλεια, βιώνει τον θάνατο χωρίς θάνατο, αδυνατεί να ολοκληρώσει το πένθος. Πώς να νιώθει άραγε που μια ψυχολόγος ισχυρίζεται ότι ζει ο Αλεξ και βρίσκεται στη Γερμανία;

– Εχουμε σήμερα έξαρση του φαινομένου;

– Στατιστικά, ένας στους τρεις – τέσσερις ανηλίκους δηλώνει ότι υπήρξε θύμα ή θύτης μπούλινγκ ή και τα δύο. Σε ποσοστά βρισκόμαστε χαμηλότερα από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Εχουμε όμως νέα χαρακτηριστικά: ωμότητα και σκληρότητα, αδίστακτη παρορμητικότητα και επιθετικότητα, χαμήλωμα της ηλικίας εμφάνισης, συμμετοχή όλο και περισσότερο κοριτσιών, εμφάνιση μέσα και έξω από τα σχολεία, χωρίς σημαντικές κοινωνικοοικονομικές διαφορές. Και το σημαντικό βεβαίως, η εισβολή του κυβερνοεκφοβισμού. Σήμερα μπούλινγκ μπορεί να κάνει το κάθε παιδί, ακόμη και ένα συνεσταλμένο προηγούμενο θύμα, εύκολο να χλευάσει με ένα βιντεάκι κάποιον συμμαθητή, ένα κορίτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ετσι, να δοκιμάσει, να νιώσει την εμπειρία, να βάλει τον εαυτό του στην ομάδα των άλλων που κάνουν το ίδιο, είμαι κι εγώ εκεί, ανήκω. Η τεχνολογία είναι παντού πια, δεν εξαλείφεται, πρέπει να υπάρχουν κανόνες και όρια στη χρήση της, ό,τι δεν μεταφέρεται από την οικογένεια και δεν διδάσκεται στο σχολείο, τα παιδιά θα το μάθουν αλλού και αλλιώς. Υπαρκτός είναι ο κίνδυνος από την κακή χρήση, πέρα από τις συνέπειες στη σχολική επίδοση και τη συμβολή στο μπούλινγκ, να επηρεάζονται δυσμενώς τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, η ελευθερία σκέψης, η κρίση, η βούληση, ακόμη και η ενσυναίσθηση.

Εχουμε νέα χαρακτηριστικά παραβατικότητας: ωμότητα και σκληρότητα, συμμετοχή όλο και περισσότερο κοριτσιών, εμφάνιση μέσα και έξω από τα σχολεία.

– Πού τα αποδίδετε όλα αυτά;

– Μιλάμε για την τελευταία γενιά, «Α» την έχουν ονομάσει. Παιδιά που μεγάλωσαν στη χώρα μας μέσα στην οικονομική κρίση, η οποία ασφαλώς πέρασε στην κάθε οικογένεια, δημιούργησε προβλήματα, οικονομικά, συναισθηματικά, σχέσεων. Ενα πλαίσιο ανασφαλές για όλα τα μέλη, κυρίως όμως για τα παιδιά που είναι ευαίσθητοι δέκτες, συλλαμβάνουν τα πάντα. Ηρθε μετά η πανδημία, άλλη μεγάλη δοκιμασία που κράτησε καιρό. Αρρώστιες και θάνατοι στο περιβάλλον, εμβόλια, φόβοι, κλείσιμο στο σπίτι, διαδικτυακά μαθήματα. Υπάρχουν ήδη μελέτες που υποστηρίζουν ότι πολλά παιδιά καθυστέρησαν ακόμη και στην ανάπτυξή τους. Αλλα εμφάνισαν ψυχολογικά ή και ψυχιατρικά προβλήματα. Είναι σίγουρα μερικά από τα αίτια, οι μακρόχρονες έρευνες θα τα φωτίσουν περισσότερο. Και ας μη μας διαφεύγει ότι πέραν της πυρηνικής, της ελληνικής οικογένειας, υπάρχει και η παγκόσμια οικογένεια, βίαιη και απειλητική, την έχουν συνεχώς στις έξυπνες συσκευές τους.

– Ποιο μπορεί να ήταν το κίνητρο των νεαρών, αγνώστων μεταξύ τους, που πρόσφατα επιτέθηκαν ομαδικά σε δύο τρανς άτομα στην πλατεία Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη;

– Η δυσανεξία και η άρνηση της διαφορετικότητας, η απειλητική είσπραξή της, ίσως η ταύτιση με τον αρνητικό εαυτό. Η αγνόηση του δικαιώματος του άλλου. Κάποιες φορές μια κατακραυγή, ένα γιούχα από έναν – δύο ρατσιστές νταήδες αρκεί για να παρασύρει και άλλα άτομα από το πλήθος που συμπεριφέρονται πια σαν αγέλη. Κάποιοι μίλησαν για μια κανονικότητα, η οποία δεν ξενίζει. Οι κοινωνιολόγοι έχουν να μας πουν πολλά για τέτοια φαινόμενα.

– Μπoρεί να είναι από την κοινωνία αποδεκτή μια τέτοια «κανονικότητα»;

– Το βρίσκω τρομερό, αλλά φοβάμαι πως οδεύουμε προς τα εκεί, δεν έχουμε φθάσει ακόμη. Υπάρχουν ευαισθησίες και αντιδράσεις, δεχόμαστε όμως ήδη πολλά, γιατί έτσι είναι τα πράγματα, τι να κάνουμε;

– Την εικόνα «φιλοθεάμονος» κοινού σε επεισόδια βίας πώς τη διαβάζετε;

– Είναι θλιβερό πράγματι να βλέπεις ανηλίκους, και μη, να παρακολουθούν και να το απολαμβάνουν, κάποιοι να χειροκροτούν, άλλοι να βιντεοσκοπούν, να ανοίγονται σε κύκλο σχηματίζοντας αρένα. Θυμίζει την κανονικότητα που προαναφέραμε. Φάνηκε πως το απόλαυσαν ιδιαίτερα αυτοί που βρέθηκαν στα μαλλιοτραβήγματα κοριτσιών, αρκετά είχαμε τελευταία. Μα και τα κανάλια το ίδιο δεν κάνουν; Δεν αφήνουν παραπονεμένο το «φιλοθέαμον» κοινό. Μπόλικη βία ανηλίκων, τρόμος και ανασφάλεια σχεδόν κάθε μέρα.

Η συνάντηση 

Πρότεινε να γευματίσουμε (δειπνήσουμε) στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του στην πλατεία Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη. «Ελα και δεν θα χάσεις», μου είπε. Πράγματι, η θέα από τον όγδοο όροφο ήταν εκπληκτική. Για πρώτη φορά αντίκρισα από ψηλά τη βυζαντινή αρχιτεκτονική του ναού της Αγίας Σοφίας – η εμπειρία ήταν μοναδική. Οσα ενδιαφέροντα είπαμε με τον (και) συγγραφέα Μάριο Μαρκοβίτη δεν θα χωρούσαν ούτε σε μια ολόκληρη έκδοση της εφημερίδας. Του εξήγησα ότι ο περιορισμός των κειμένων σε συγκριμένους χώρους είναι ανελέητος. Η συζήτηση κύλησε τρώγοντας τα θεσπέσια σπανακοπιτάκια της αγαπημένης συζύγου του Βάσως, συνοδεία λευκού μοσχοφίλερου. 

Ζητείται εθνική ομάδα 

Σχολιάζοντας τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση εκτιμά ότι κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Εκφράζει ωστόσο επιφυλάξεις για το εάν τα σχολεία και η οικογένεια μπορούν να ανταποκριθούν. Τονίζει πως «το θέμα πρόληψης και αντιμετώπισης δεν καλύπτεται με τις αρμοδιότητες ενός μόνο υπουργείου, ούτε μιας κυβέρνησης. Πρόκειται για εθνικό, κρίσιμο θέμα που απαιτεί στοιχειώδη συμφωνία – συναίνεση. Θα έβλεπα, λοιπόν, συγκρότηση μιας εθνικής ομάδας παρακολούθησης της βίας ανηλίκων. Αυτή πρέπει να είναι διεπιστημονικής – διεπαγγελματικής σύνθεσης, με μακρόχρονο ορίζοντα λειτουργίας, και τα μέλη της κοινής αποδοχής, όπου είναι δυνατόν, να προτείνονται από τις οικείες επιστημονικές εταιρείες». 

Μάριος Μαρκοβίτης: Γιατί έχουν αγριέψει τα παιδιά της καραντίνας-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή