Ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου λίγες ημέρες πριν από την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου από τη Βουλή, περιγράφει στην «Κ» γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην αλλαγή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης, γιατί τώρα και κυρίως γιατί για τους νέους. Απαντά σε όλες τις ενστάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης ως προς το κόστος μετάβασης και την έκθεση των ασφαλισμένων στους κινδύνους των αγορών και επισημαίνει ότι εάν παραμείνει το ισχύον σύστημα, μέσα στις 3 επόμενες 10ετίες θα μειωθούν οι επικουρικές συντάξεις από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα, σε 9,5% του μέσου μισθού. Περιγράφει τις εγγυήσεις που προβλέπει το νομοσχέδιο και προτάσσει την αναγκαιότητα να πεισθούν οι νέοι ασφαλισμένοι ότι «οι εισφορές τους δεν θα χαθούν».
– Γιατί να αλλάξει ένα σύστημα το οποίο, σύμφωνα με την προηγούμενη μεταρρύθμιση που έγινε το 2020, είναι βιώσιμο;
– Το υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης είναι «νοητής κεφαλαιοποίησης και μηδενικού ελλείμματος». Χονδρικά, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε χρονιά το σύνολο των παρεχόμενων συντάξεων πρέπει να ισούται με το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών. Κατά συνέπεια, το ποσοστό αναπλήρωσης των επικουρικών συντάξεων –δηλαδή ο λόγος της μέσης επικουρικής σύνταξης προς τον μέσο μισθό– εξαρτάται από την εξέλιξη του λόγου του αριθμού των συνταξιούχων προς τον αριθμό των ασφαλισμένων. Ο λόγος αυτός χειροτερεύει διαχρονικά και αυτό οδηγεί σε σημαντική μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, με σταθερά ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών, η μέση επικουρική σύνταξη αναμένεται να μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε 9,5% στις τρεις επόμενες δεκαετίες. Εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτό θα οδηγήσει σε ισχυρές πιέσεις για αλλαγή του συστήματος ή μεγαλύτερες μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό.
– Κι αν η αλλαγή γίνει τώρα, θα κινδυνεύουν με μείωση οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις;
– Το νομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή περιέχει σημαντικές εγγυήσεις. Στους ασφαλισμένους του υφιστάμενου συστήματος εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει καμία περικοπή στις συντάξεις τους και αυτές θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με τους υφιστάμενους κανόνες.
– Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι του νέου συστήματος, όμως, ενδέχεται να χάσουν τις συντάξεις τους;
– Στους ασφαλισμένους του νέου συστήματος το νομοσχέδιο εγγυάται ότι ακόμα και αν οι αποδόσεις των επενδύσεών τους είναι αρνητικές, η σύνταξή τους δεν θα είναι χαμηλότερη από το ποσό που θα αντιστοιχεί στις εισφορές τους σε πραγματικούς όρους, δηλαδή συνυπολογίζοντας και την επίδραση του πληθωρισμού.
– Και γιατί επιλέξατε να πάμε σε ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα, που τόσο πολύ έχει δαιμονοποιηθεί από την αντιπολίτευση;
– Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κοινωνική ασφάλιση είναι μια μορφή ασφάλισης. Βασική αρχή των ασφαλίσεων είναι ότι δεν πρέπει να «βάζουμε όλα τα αυγά μας σε ένα καλάθι» – δηλαδή πρέπει να επιδιώκουμε διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Το υφιστάμενο σύστημα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου διανεμητικό, δηλαδή οι συντάξεις των συνταξιούχων πληρώνονται από τις εισφορές των ασφαλισμένων. Τα διανεμητικά συστήματα είναι εκτεθειμένα στον «δημογραφικό κίνδυνο», δηλαδή δουλεύουν καλά όταν υπάρχουν πολλοί ασφαλισμένοι και λίγοι συνταξιούχοι, αλλά γίνονται προβληματικά όταν οι συνταξιούχοι είναι πολλοί και οι ασφαλισμένοι λίγοι, όπως συμβαίνει στη χώρα μας αλλά και σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Στο νέο σύστημα, η σύνταξη κάθε συνταξιούχου θα αποτελείται από τρία μέρη: την εθνική σύνταξη που πληρώνεται από τον προϋπολογισμό και υπόκειται στον «δημοσιονομικό κίνδυνο», την ανταποδοτική σύνταξη που πληρώνεται από τις εισφορές των εργαζομένων και υπόκειται στον «δημογραφικό κίνδυνο» και την επικουρική σύνταξη που πληρώνεται από τις εισφορές του ίδιου του συνταξιούχου και τις αποδόσεις των επενδύσεών του και υπόκειται στον «κίνδυνο αγορών». Κατά συνέπεια, η έκθεση στον «δημογραφικό κίνδυνο» περιορίζεται, επιτυγχάνεται διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου και ο συνολικός κίνδυνος μειώνεται.
– Εκτίθεται όμως στους κινδύνους των αγορών…
– Κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα λειτουργούν με επιτυχία σε πολλές χώρες εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η εμπειρία των χωρών αυτών δείχνει ότι παρότι οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων έχουν διακυμάνσεις, μακροχρονίως οι αποδόσεις τους είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές και σχεδόν πάντα υψηλότερες από τις αποδόσεις διανεμητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων – ιδίως από τις αποδόσεις διανεμητικών συστημάτων γερασμένων κοινωνιών, όπως η ελληνική. Δεδομένου ότι οι πρώτες συντάξεις του νέου συστήματος θα απονεμηθούν μετά τρεις ή τέσσερις δεκαετίες, αναμένουμε ότι οι συντάξεις του νέου συστήματος επικουρικής ασφάλισης θα είναι αισθητά υψηλότερες από αυτές του υφισταμένου συστήματος.
– Το κόστος μετάβασης, όμως, είναι πολύ υψηλό…
– Ακριβώς λόγω του ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν περικοπές στις συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος, προκύπτει ταμειακό κενό – το περιλάλητο κόστος μετάβασης. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή το έχει εκτιμήσει σε περίπου 56 δισ. ευρώ σε βάθος πεντηκονταετίας. Ομως, το κόστος αυτό είναι το «ακαθάριστο» κόστος, διότι δεν συνυπολογίζει τα επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν εξαιτίας της μεταρρύθμισης. Με βάση τις μακροοικονομικές εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης στο ίδιο χρονικό διάστημα θα προκύψουν επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα περίπου 50 δισ. ευρώ, ενώ μετά τα πρώτα 20 χρόνια το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης θα είναι θετικό. Επομένως, το «καθαρό» κόστος μετάβασης για τα επόμενα 50 χρόνια είναι μόλις 6 δισ., ποσό απολύτως διαχειρίσιμο. Να σας θυμίσω ότι πέρυσι μόνο ο προϋπολογισμός έδωσε πάνω από 15 δισ. για τη στήριξη του συνταξιοδοτικού συστήματος.
– Δηλαδή τη μετάβαση θα την πληρώσουν οι φορολογούμενοι; Και τι θα συνεπάγεται αυτό για την ανάπτυξη;
– Κυρία Σαλούρου, τα ποσοστά αποταμιεύσεων και επενδύσεων στο ΑΕΠ στη χώρα μας είναι τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Ολοι γνωρίζουμε την κομβική σημασία των επενδύσεων για την επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Ενα σημαντικό μέρος της αποταμίευσης που θα δημιουργηθεί μέσω των εισφορών των ασφαλισμένων θα τοποθετηθεί σε εγχώριες επενδύσεις, οδηγώντας σε αύξηση της παραγωγικότητας, υψηλότερους μισθούς, υψηλότερη απασχόληση και, τελικά, ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Από αυτή τη διαδικασία θα προκύψουν τόσο υψηλότερα φορολογικά έσοδα, όσο και υψηλότερα έσοδα στα ασφαλιστικά ταμεία από εισφορές που θα «ασπρίσουν», καθώς σήμερα βρίσκονται στη φάσμα της «μαύρης» ανασφάλιστης εργασίας.
– Πώς όμως θα πεισθούν οι εργαζόμενοι να δείξουν εμπιστοσύνη στο νέο αυτό σύστημα;
– Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση έχει μακρόπνοο ορίζοντα, προνοητικό χαρακτήρα και στο επίκεντρό της βρίσκονται οι ανάγκες της νέας γενιάς. Σε αντίθεση με τις ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας, που έγιναν βίαια και υπό πίεση για την αποφυγή δημοσιονομικής κατάρρευσης, η «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά» –όπως είναι το τίτλος του νομοσχεδίου– γίνεται με προσεκτικά βήματα, προς όφελος της νέας γενιάς. Δηλαδή της γενιάς που έχει μεγαλώσει σε μια δεκαετία κρίσης, στις πλάτες της οποίας έχουν φορτωθεί δυσανάλογα μεγάλα βάρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί εργαζόμενοι, ιδίως νέοι, θεωρούν –αδίκως, κατά τη γνώμη μου– ότι οι εισφορές τους πηγαίνουν σε μια μεγάλη χοάνη για να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων και οι ίδιοι δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξη. Κατά συνέπεια, αρκετοί από αυτούς καταφεύγουν στην καταστροφική επιλογή της ανασφάλιστης εργασίας. Το νέο σύστημα, με τους ατομικούς λογαριασμούς, δημιουργεί ισχυρά αντικίνητρα για ανασφάλιστη εργασία. Σε βάθος χρόνου αυτό θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα, εφόσον συνδέει ρητά τις εισφορές τους με τη σύνταξη που θα λάβουν. Ταυτόχρονα, τα οφέλη από τον περιορισμό της ανασφάλιστης εργασίας είναι πολύ μεγάλα τόσο για την οικονομία, όσο και για το ασφαλιστικό μας σύστημα.