Μία οικογένεια κάθεται μέσα σε μια βάρκα, σε σχήμα κύκνου. Εχει ταξιδέψει από την περιοχή Χελμάντ έως την κοιλάδα του Μπαμιγιάν για μερικές ημέρες ξεκούρασης. Τα μέλη της οικογένειας δείχνουν από περίπου 5 έως 70 ετών, καθένα έχει ζήσει το Αφγανιστάν, λόγω της ηλικίας ή του φύλου του, σε ένα διαφορετικό καθεστώς ή και έχει δει την Ιστορία να κάνει κύκλους: από τη μοναρχία στο σοσιαλιστικό κράτος, στο φονταμενταλιστικό κίνημα των Ταλιμπάν που κατέλαβαν την εξουσία, την πτώση τους με τον εικοσαετή πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και Ισλαμικού Εμιράτου, έως και την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία τα τελευταία δύο χρόνια, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Μέσα σε όλες αυτές τις αναταραχές, η ζωή δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσπαθήσει να συνεχίσει να κυλάει, ανάμεσα σε όσα μπορεί και δεν μπορεί να κάνει. Ο φωτογράφος Ροντρίγκο Αμπντ επιχείρησε να καταγράψει με τον φακό του ακριβώς αυτό, τη ζωή που κυλάει σήμερα στο Αφγανιστάν σε κάθε έκφανσή της.
Ο Αργεντίνος φωτορεπόρτερ γνωρίζει τι θα πει ζωή στα χαρακώματα και τα χαλάσματα: έχει καλύψει τον συριακό εμφύλιο, μια δουλειά για την οποία βραβεύτηκε με Πούλιτζερ, ενώ έχει ξαναβρεθεί στο Αφγανιστάν σε καιρό πολέμου. Αυτή τη φορά επέστρεψε στην πολύπαθη χώρα για να δει τι μένει και τι αλλάζει σε έναν τόπο που η απουσία πολέμου δεν συνεπάγεται και ελευθερία.
Ο Ροντρίγκο Αμπντ βρήκε μια Καμπούλ που χαρακτηρίζει ήσυχη. «Υπάρχει το αίσθημα ότι είναι μια χώρα γεμάτη με σημεία ελέγχου των Ταλιμπάν, βλέπεις αξιωματικούς με όπλα, αλλά είναι πολύ ήρεμα και ασφαλή για έναν ρεπόρτερ να περπατήσει την πόλη χωρίς κανένα πρόβλημα. Μου κάνουν εντύπωση όλοι αυτοί οι τοίχοι που προστατεύουν τις πρεσβείες και τα κυβερνητικά κτίρια. Είναι λίγο πολύ μια πόλη γεμάτη μεγάλους τσιμεντένιους τοίχους. Τώρα βέβαια είναι άχρηστοι», μεταδίδει.
Για το φωτογραφικό του αυτό πρότζεκτ δεν διάλεξε τον εύκολο δρόμο μιας σύγχρονης ψηφιακής κάμερας, παρά χρησιμοποίησε τη λεγόμενη «kamra-e-faroee». Μία παλιά κάμερα τύπου Polaroid, στην όψη ένα μαύρο ξύλινο κουτί πάνω σε ένα τρίποδο, που κάποτε υπήρξε πολύ δημοφιλής στο Αφγανιστάν, κυρίως για φωτογραφίες εγγράφων.
Οι προκλήσεις δεν ήταν μόνο πρακτικές. «Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να φτάσεις στο Αφγανιστάν με τα χημικά, τα χαρτιά, την κάμερα, να ταξιδέψεις στη χώρα με όλο αυτόν τον εξοπλισμό. Και έπειτα, να φωτογραφίσεις τους ανθρώπους», λέει ο Ροντρίγκο Αμπντ. Μα όπως και να το δει κανείς, το όλο εγχείρημα έχει κάτι το αξιοπερίεργο. Η σχέση των Ταλιμπάν με την εικόνα δεν είναι ακριβώς αρμονική, στην πρώτη τους περίοδο στην εξουσία είχαν απαγορεύσει τις φωτογραφίες ανθρώπων και ζώων και είχαν καταστρέψει πολλές από τις παραπάνω κάμερες. Και αν σήμερα, που κάθε κινητό έχει και μία κάμερα, είναι ουσιαστικά αδύνατο να προβούν σε τέτοιους περιορισμούς, βάζουν σακούλες στα κεφάλια των γυναικείων μανεκέν στις βιτρίνες και θολώνουν τα πρόσωπα στις διαφημιστικές πινακίδες.
Σε κάθε περίπτωση, το να κυκλοφορεί μια «kamra-e-faroee» στις πόλεις του Αφγανιστάν μοιάζει με ένα σκηνικό βγαλμένο από τα έγκατα του χρόνου. Ο Ροντρίγκο Αμπντ, άθελά του… δημιουργούσε κυκλοφοριακό κομφούζιο στο πέρασμά του: «Σε πολλά μέρη, σε αγορές της Καμπούλ ή στο κέντρο της Κανταχάρ, μαζεύονταν πολλές φορές 30-40 άτομα και με κοιτούσαν. Στην Κανταχάρ συγκεκριμένα, σταμάτησαν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο, γιατί είχαν μεγάλο ενδιαφέρον να δουν τι κάνω με αυτή την κάμερα».
Οχι πως αυτό υπήρξε πρόβλημα για τον Ροντρίγκο Αμπτ, ίσα ίσα: «Πήραν θετικά το κόνσεπτ να βλέπουν έναν ξένο φωτογράφο να δουλεύει με αυτό το παλιό/καινούργιο πράγμα. Τα νεαρά αγόρια και κορίτσια δεν ήταν εξοικειωμένα με αυτή την κάμερα, έμεναν άναυδα. Αυτές οι κάμερες υπήρχαν πριν από δεκαετίες στο Αφγανιστάν, οπότε οι μεγαλύτεροι εντυπωσιάζονταν που τις έβλεπαν πάλι, θυμόντουσαν το παρελθόν. Πολλοί μού έλεγαν πόσο πολλές φωτογραφίες έχουν τραβήξει με τις οικογένειές τους με τέτοια κάμερα», λέει.
Από τον φακό του πέρασαν ακόμα και οι ίδιοι οι Ταλιμπάν και, παρότι «υπάρχει κάτι περίεργο μεταξύ της εικόνας και των Ταλιμπάν, κι όμως, πόζαραν με χαρά στην κάμερα και ήθελαν να πουν τις ιστορίες τους». Κάθε ασπρόμαυρο πορτρέτο του Αμπντ δεν βγάζει μόνο μια άχρονη στωικότητα, λες και οι φιγούρες έχουν χαραχτεί στον χρόνο, μα και κουβαλάει μια μοναδική ιστορία.
Σχεδόν αυτοαναφορικά, ο φωτορεπόρτερ στήνει μπροστά από την κάμερά του τον 72χρονο Λουτφουλά Χαμπιμπζαντέ, πάλαι ποτέ φωτογράφο δρόμου, που ποζάρει με το δικό του μαύρο φωτογραφικό κουτί. Αγρότες που δεν έχουν κλείσει καν τα 20 και έχουν για «όπλο» τους μια τσουγκράνα, όταν σχεδόν συνομήλικοί τους Ταλιμπάν κρατούν αντίστοιχα καλάσνικοφ. Ο Νάμπι Ατάι, ένας ηθοποιός που μετά από τέσσερις δεκαετίες καριέρας, σήμερα ψάχνει τρόπο να θρέψει τα 13 μέλη της οικογένειάς του, μια και οι τέχνες στο Αφγανιστάν είναι απαγορευμένες.
Και έπειτα, είναι οι γυναίκες του Αφγανιστάν, αυτές που με την επάνοδο των Ταλιμπάν υπέστησαν τις βιαιότερες αλλαγές στη ζωή τους. Ο Αμπντ από τη μία τις απαθανατίζει σαν φαντάσματα, που περιμένουν το συσσίτιο ή κουβαλούν φαγητό και, από την άλλη, τις δείχνει αγέρωχες, σαν το πρόσωπό τους να γίνεται από μόνο του αντίσταση απέναντι στο καθεστώς που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Σε ένα από αυτά τα πορτρέτα, που τυχαίνει να είναι και αυτό που ο ίδιος ο Αμπντ ξεχωρίζει από την εν λόγω φωτογραφική σειρά, η 55χρονη Χακίμ, κρυμμένη πίσω από την μπούρκα της, ποζάρει με τη 16χρονη κόρη της Φρέστα, που έχει αναγκαστεί να σταματήσει το σχολείο και δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο χαλιών με τη μητέρα της.
«Ο τρόπος με τον οποίο η κόρη αγκαλιάζει τη μητέρα, η αναστάτωση της μητέρας προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις νέες δυσκολίες της εποχής των Ταλιμπάν, το πρόσωπο της Φρέσνα που έρχεται αντιμέτωπο με την αβεβαιότητα του μέλλοντος… Κοιτώντας αυτό το πορτρέτο μπορείς να καταλάβεις πόσο δύσκολο είναι να είσαι γυναίκα στο Αφγανιστάν», σχολιάζει ο ίδιος ο φωτογράφος.
Με ένα μαύρο κουτί στις αποσκευές του, ο Ροντρίγκο Αμπντ κατάφερε να συνδεθεί με τον λαό του Αφγανιστάν και οι όποιες δυσκολίες του έσβηναν κάθε φορά που ένας άνθρωπος στεκόταν μπροστά από την κάμερά του, πρόθυμος να μοιραστεί την ιστορία του.
Αποστολή του, εξάλλου, είναι να βρει την ομορφιά μες στην ασχήμια: «Οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν παρά τις όποιες τραγωδίες. Αυτό είναι σημαντικό για εμένα, όχι μόνο να μεταδίδουμε τον πόνο που βλέπουμε κάθε μέρα, αλλά και να ρίχνουμε φως σε αυτούς που έχουν επιβιώσει, που προσπαθούν να συνεχίσουν τις ζωές τους. Στα χαλάσματα ενός πολέμου, ενός σεισμού, μιας πλημμύρας, η φωτογραφία μού δίνει μια ευκαιρία να καταγράψω τον θάνατο και τη ζωή την ίδια στιγμή. Αυτός είναι και ο λόγος που αγαπώ αυτή τη δουλειά».