Ελένη Ροδά στην «Κ»: Από τον Ροντήρη στα μπουζούκια

Ελένη Ροδά στην «Κ»: Από τον Ροντήρη στα μπουζούκια

Η τραγουδίστρια μιλάει για τη διαδρομή της από την αρχαία τραγωδία έως το «Ανθρωπάκι» και τη «Βουρκωμένη Δευτέρα»

8' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ηλπιζα ότι το ξέχασες», φωνάζει από το βάθος του κήπου της όπου ταΐζει τις αδέσποτες γάτες που την «υιοθέτησαν». Η Ελένη Ροδά, αν και βαριέται, όπως παραδέχθηκε, τις συνεντεύξεις, ευγενικά ανοίγει την καγκελόπορτα. «Κάτσε όπου θες», λέει όσο κινείται με σβελτάδα στο σαλόνι, ρωτώντας τι θέλω να πιω και παροτρύνοντάς με να ενδώσω στα μελομακάρονα στο τραπέζι.

Είναι αεικίνητη. «Μα καθίστε, πώς θα μιλήσουμε;» την πιέζω. Η αφήγησή της διακόπτεται από πολλά τηλεφωνήματα, τραγούδια και αυθορμητισμό. Το κοινό την είδε στη μουσικοθεατρική παράσταση στη «Σφίγγα» να αφηγείται τη ζωή της στον Κώστα Μπαλαχούτη, που θα επαναλάβει στις 11/1, τις Τετάρτες συνεχίζει να παίζει στο «Show What?» στο Παγκράτι στο έργο του Γιάννη Ξανθούλη «Ζωή μέχρι χθες» και δύο φορές την εβδομάδα να τραγουδάει στον «Μαγεμένο Αυλό».

«Παλιότερα δούλευα επτά ημέρες την εβδομάδα. Από μικρή έτρεχα, ήμουν ζωηρή. Γεννήθηκα στην Καρδίτσα όπου η μητέρα μου ήταν δασκάλα στα γύρω χωριά, αλλά μεγάλωσα στη Λάρισα σε τρεις θείες. Ο πατέρας ήταν στη Χωροφυλακή, αργότερα όμως βγήκε στο ΕΑΜ. Δείτε πόσο όμορφοι ήταν οι γονείς μου», μου δείχνει τον πίνακα του Πέτρου Ζουμπουλάκη με το όμορφο ζευγάρι που δεσπόζει ανάμεσα στα δεκάδες έργα (Ακριθάκης, Τσαρούχης, Φασιανός, Τάσσος κ.ά.) στο σαλόνι. Σε περίοπτη θέση κι ένα πορτρέτο του Γιώργου Ζαμπέτα.

Ελένη Ροδά στην «Κ»: Από τον Ροντήρη στα μπουζούκια-1
Η Ελένη Ροδά (αριστερά) με την Κατερίνα Γώγου και τη Μάρθα Βούρτση. Παρότι ξεκίνησε ως ηθοποιός, η επιτυχία την περίμενε στις πίστες.

«Οι θείες πέρασαν από εμένα του Χριστού τα πάθη. Ημουν ατίθαση. Ηρθε και ο αδελφός μου αργότερα για να πάει κι αυτός σχολείο, ενώ η μαμά κράτησε τον μικρότερο στα χωριά όπου δίδασκε». Δύσκολη εποχή, αλλά περιγράφει ανέμελα τις παιδικές αναμνήσεις, εκτός από μία. «Στα χρόνια του Εμφυλίου θυμάμαι έναν αντάρτη λεβεντόπαιδο που σκότωσαν και κρέμασαν έξω από το σπίτι του. Το μισό κρανίο κομμένο και οι μύγες ολόγυρα. Η οικογένειά του μέσα στο σπίτι, κανείς δεν βγήκε…».

«Τον μπαμπά δεν τον ήξεραν στη Λάρισα γιατί υπηρετούσε έξω από την Αμφίκλεια. Μόνο οι θείες μου έλεγαν συνωμοτικά “πρόσεξε μη σε ρωτήσει κανείς για τον πατέρα σου”. Στο σχολείο δεν διάβαζα, αλλά ήμουν καλή αθλήτρια στη σφαίρα, στον δίσκο και στο ακόντιο». Η μητέρα της ήθελε να τη δει φιλόλογο, εκείνη έδωσε εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία, αλλά πάθος ήταν το θέατρο. «”Θεατρίνα ποτέ”, φώναζε η μάνα, αλλά ο πατέρας, που είχε γυρίσει πια, είπε: “Ακολούθα αυτό που αγαπάς”. Είχε τον δικό του καημό: Την ημέρα που έφευγε για μετεκπαίδευση στην Αμερική για να γίνει αεροπόρος όπως ονειρευόταν, ο πατέρας του –ήταν παπάς– τον κατέβασε από το αεροπλάνο με το ζόρι. Τον ήθελε δεσπότη».

Η βοήθεια του Γκουσγκούνη

Η Ελένη Παπαδημοπούλου –Ροδά τη μάθαμε– ζήτησε βοήθεια από τα αδέλφια του Γκουσγκούνη που είχαν μεγάλο φωτογραφείο στη Λάρισα. «Ο Κώστας δούλευε στην Αθήνα κομπάρσος και το θεωρούσαμε πολύ σημαντικό. Μου έδωσαν τη διεύθυνση, με κατέβασε ο πατέρας στην Αθήνα, στο σπίτι ενός ξαδέλφου, και μια μέρα χτύπησα την πόρτα του. Ο Κώστας έλειπε, άνοιξε ένας ψηλός, Χρυσόστομος Λιάμπος συστήθηκε. Ο μετέπειτα σκηνοθέτης του Γκουσγκούνη στις ταινίες πορνό. “Τι τον θέλεις;” με ρώτησε. “Να πάω σε μια δραματική σχολή”, είπα. “Θα σου πω εγώ”, απάντησε και μου σύστησε την κινηματογραφική σχολή του Σταυρόπουλου. Πήγα, και εκεί ο Λάμπρος Κωστόπουλος –βοηθός του Μινωτή– με παρότρυνε να δώσω εξετάσεις στου Ροντήρη. Εδωσα την “Αννα Κρίστι” με παρτενέρ τον Γιώργο Διαλεγμένο και εκείνος, που ήθελε να πάει στο Θέατρο Τέχνης, με πήρε για παρτενέρ εκεί. “Θαυμάσια”, είπε ο Κουν όταν τελειώσαμε, “θα έρθεις και εσύ”. Του εξήγησα ότι είχα περάσει στου Ροντήρη».

Η ντοπιολαλιά της Λάρισας τη δυσκόλεψε. «Πριν από τον Ροντήρη έδωσα στο Εθνικό. Είπα το “Πάρ’ ένα σβόλο, Μήτρο, και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο…” του Βαλαωρίτη. Μου ζήτησαν να πω και τον εθνικό ύμνο. Ξεράθηκαν οι άνθρωποι. Ε, στη Λάρισα μεγάλωσα! Μετά έκανα ορθοφωνία».

«Ελένη, με ενδιαφέρει πολύ η φωνή σου», μου είπε ο Μίκης Θεοδωράκης και ζήτησε όταν κατέβω στην Αθήνα να πάω να τον βρω. Τραγουδίστριά του ήταν φυσικά η Φαραντούρη, απλώς ήθελε και μια λαϊκή φωνή. Χύμα όπως ήμουν πάντα, το άφησα κι αυτό.

Η Ροδά ξεκίνησε με το αρχαίο δράμα δίπλα στον Ροντήρη. «Μαζί του είδαμε τον κόσμο. Σκανδιναβία, Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία, Ισραήλ, φοβερές εμπειρίες για ένα ανίδεο κορίτσι. Ομως λίγο πριν πάμε στη Λατινική Αμερική, όπου θα έπαιζα την Κασσάνδρα, ξεμυαλίστηκα με τον ηθοποιό Γιώργο Λευτεριώτη που ακολούθησα στη δική του τουρνέ. Παντρευτήκαμε και σε ένα χρόνο χωρίσαμε».

Το 1960 έπαιξε ένα ρόλο στην «Αστέρω» του Ντίνου Δημόπουλου, λίγο μετά στο «Διαβόλου κάλτσα» με τον Νίκο Σταυρίδη, στη Μεταπολίτευση δάνεισε τη φωνή της στην «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, με την παρότρυνση του Λοΐζου. Στο τραγούδι την έβγαλε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Η Γώγου και το τραγούδι

«Το 1966 παίζαμε στο “Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται” στη Θεσσαλονίκη, στον θίασο της Βίλμας Κύρου, όπου γνώρισα την Κατερίνα Γώγου και γίναμε φίλες. Καλό και πονεμένο παιδί, δυστυχώς όταν μπήκα στα μπουζούκια απομακρύνθηκα λόγω ωραρίων. Και με τρώει μέσα μου η κουβέντα της μάνας της στην κηδεία, “αχ, την παρατήσατε την Κατερίνα μου”. Η Κατερίνα με πήρε μαζί της ένα βράδυ που ήταν καλεσμένη του Μίκη σε μια ταβέρνα. Μετά το φαγητό άρχισε η παρέα να τραγουδάει. “Ελένη, με ενδιαφέρει πολύ η φωνή σου”, μου είπε και ζήτησε όταν κατέβω στην Αθήνα να πάω να τον βρω. Τραγουδίστριά του ήταν φυσικά η Φαραντούρη, απλώς ήθελε και μια λαϊκή φωνή. Χύμα όπως ήμουν πάντα, το άφησα κι αυτό». Η συνεργασία έγινε αργότερα. Ακολουθούσε ως τραγουδίστρια σε συναυλίες με τους Φαραντούρη, Μπιθικώτση, Μητροπάνο κ.ά. Οταν επιβλήθηκε η δικτατορία, βγήκε με τον Μητροπάνο σε μπουάτ στην Πλάκα ώσπου την έκλεισαν.

Ελένη Ροδά στην «Κ»: Από τον Ροντήρη στα μπουζούκια-2
Με τον Μίκη Θεοδωράκη στο αεροδρόμιο. Η Ελένη Ροδά συμμετείχε ως τραγουδίστρια σε συναυλίες με τους Φαραντούρη, Μπιθικώτση, Μητροπάνο κ.ά.

«Γιατί δεν πας, βρε Ελένη, στα μπουζούκια;» της πρότεινε ένας γνωστός της και τη σύστησε στα «Δειλινά». «Με δοκίμασαν, αλλού ήταν η ορχήστρα, αλλού εγώ. “Δεν κάνει το κορίτσι”, έκανε νόημα ο μαέστρος στον επιχειρηματία. “Θα την πάρω, μου αρέσει”, αποφάσισε εκείνος. Ξεκίνημα δίπλα στους Ν. Ξανθόπουλο, Β. Μοσχολιού, Στ. Κόκοτα, αλλά την πρώτη μέρα κάποιος, πίσω, κάπνιζε, ξέρεις… απαγορευμένο, και ζαλίστηκα. “Δεν ξανάρχομαι σ’ αυτό τον άθλιο κόσμο”, είπα στον Λάκη Καρνέζη. Την άλλη μέρα ήρθε ο άνθρωπος και με πήγε με το ζόρι».

Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος την ήθελε στην «Κολούμπια», «αλλά δεν είχα μυαλό. Συνεργάστηκα με τον Δήμο Μουτση και τον Νίκο Γκάτσο, μετά με έστειλε στον Ακη Πάνου, πήγα μια μέρα και δεν ξαναπάτησα».

Η λάμψη της πίστας

Της άρεσε η λάμψη της πίστας και ο ρόλος της διασκεδάστριας. «Αρχισα να γίνομαι κάπως γνωστή, θυμάμαι στο “13” στην παραλία γινόταν χαμός, ραλίστες φίλοι του Κόκοτα έρχονταν κάθε βράδυ, ένας μάλιστα έπινε σαμπάνια από το γοβάκι μου». Αργότερα με τον Ζαμπέτα ένας κοσμικός, ο Χαραλαμπόπουλος, «έκοβε το φουστάνι μου την ώρα που τραγουδούσα γιατί του άρεσαν τα μίνι. Μετά μου έλεγε να πάω στην κόρη του που είχε μπουτίκ να διαλέξω καινούργιο».

Θυμάμαι με πόση προσοχή χάζευε τον Ζαμπέτα ο Ελύτης

Τα λάθη της στα σχεδόν 60 χρόνια καριέρας; «Θα έπρεπε να έχω βγάλει δίσκους, αλλά τα παρατούσα γιατί ξεμυαλιζόμουν με το μπουζούκι». Ο Τάσος Σχορέλης, που έκανε τις συναυλίες του Θεοδωράκη και ήθελε να αναβιώσει το ρεμπέτικο, της γνώρισε τους Γ. Παπαϊωάννου, Μ. Βαμβακάρη, Γ. Μητσάκη. Οι αναμνήσεις πληθαίνουν και από τον Τσιτσάνη που συνεργάστηκαν στα «Χρυσά κλειδιά». «Θύμωνε ο Λαμπρόπουλος γιατί ήθελε ρεπερτόριο σαν του Μούτση, αλλά εμένα με ξεσήκωνε το μπουζούκι του Καρανικόλα».

Οι αναφορές της στους Μπιθικώτση, Λοΐζο, Παπαδόπουλο, Λεοντή και φυσικά στον Ζαμπέτα είναι πολλές. «Ο Γιώργος έφυγε στενοχωρημένος και περιφρονημένος, όταν πέθανε τον ανακάλυψαν όλοι. Θυμάμαι ακόμη με πόση προσοχή τον χάζευε ο Ελύτης στο “Μπραζίλ”».

Η Ελένη Ροδά άστραψε στο πάλκο και στην πίστα, όμως θεωρεί τον εαυτό της περισσότερο ηθοποιό. Νοσταλγεί τα χρόνια του Ροντήρη, όταν γνώρισε στη Ρωσία την Γκαλίνα Ουλάνοβα και τον Νικολάι Τσερκάσοφ, στη Ρουμανία τον Λουντέμη και την Ελλη Αλεξίου, στην Αμερική τον Φρανκ Σινάτρα, τον Αρθουρ Μίλερ. «Στη δεξίωση όλοι έτρεχαν να μιλήσουν στον Μίλερ, εγώ κοιτούσα έναν νόστιμο νεαρό στην άλλη άκρη».

Ελένη Ροδά στην «Κ»: Από τον Ροντήρη στα μπουζούκια-3
Με τον μπαρμπα-Γιάννη Παπαϊωάννου (δεξιά) και τους καπετάν Παγίδα και Ανδρέα Ζέππο (αριστερά), που τους έκανε τραγούδια ο συνθέτης.

«Ο έρωτας έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου», λέει. Οσο για τα οικονομικά, «τα χέρια μου ήταν τρύπια. Επρεπε να είμαι καλοντυμένη στις πίστες, ήμουν όμως και ευκολόπιστη. Αγόρασα ένα διαμέρισμα, με κορόιδεψαν, όπως και με ένα οικόπεδο στην Αιδηψό. Χρόνια μετά, επειδή καλοπερνάγαμε με φίλες σε ένα ψητοπωλείο στην Κοκκινιά, όπου τρώγαμε ψητό στη λαδόκολλα με τα χέρια, πρότεινα αυθόρμητα “δεν ανοίγουμε κι εμείς ένα τέτοιο στο Φάληρο;”. Το πήρα στο όνομά μου κι αυτές μετά εξαφανίστηκαν».

Από τον δεύτερο γάμο της, με τον Ανδρέα Καραντάνη, «ξέρεις, τα γνωστά νερά», απέκτησε τον γιο της, Κωνσταντίνο. «Ο γιος μου είναι καλό παιδί. Και ο Ανδρέας ήταν εξαιρετική ψυχή και ας χωρίσαμε», λέει μετανιωμένη. «Οταν ανακοίνωσε ότι θα παντρευτούμε, η μητέρα του θέλησε να μάθει με ποια. Οταν είπε ότι θα παντρευτεί μια τραγουδίστρια, η θεία του, η εξαιρετική φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου, ρώτησε με ενθουσιασμό: “σοπράνο;”».

Κινείται σαν σβούρα, γελάει, βουρκώνει, αυτοσαρκάζεται. Η Ελένη Ροδά με τη γοητευτικά βραχνή φωνή της σφράγισε τη «Βουρκωμένη Δευτέρα» και το «Ανθρωπάκι» του Γ. Ζαμπέτα και βέβαια το «Η δουλειά κάνει τους άντρες» που ακούστηκε στην ταινία του Γρ. Γρηγορίου «Τρούμπα ’67». «Δεν ήθελα να το πω και ταλαιπωρούσα τον Λοΐζο. Ερχεται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο γλυκός μου, με τελεσίγραφο “σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, αύριο θα το πεις”». Γιατί ήταν αρνητική; «Εκανα παρέα και τραγουδούσα με κοινό εφοπλιστές και βιομήχανους, ε, ήταν προσβλητικό να τραγουδάω “η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί”».

Με το ίδιο κέφι τραγουδούσε στις πίστες, στα κινηματογραφικά στούντιο, στα “σκυλάδικα”, στις γιορτές προς τιμήν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά και στο ψητοπωλείο που άνοιξε και στο οποίο σέρβιρε και η ίδια. «Με γνωρίζουν ακόμη! Στη λαϊκή πηγαίνω και επιστρέφω με γεμάτα χέρια, αναγκάζομαι και ψωνίζω απ’ όλους για να μην τους πικράνω. Ημουν η μπουζουξού αλλά και η μαθήτρια του Ροντήρη». Σήμερα; «Δεν νιώθω μοναξιά, μόνο νιώθω την απουσία όσων αγαπούσα και έφυγαν, όπως η Λιζέτα Νικολάου. Ομως, αρπάζω τη ζωή ακόμη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή