Είμαι πειραματόζωο του εαυτού μου

Είμαι πειραματόζωο του εαυτού μου

Ο Γιώργος Βέλτσος σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στην «Κ» με αφορμή το νέο του θεατρικό έργο «Προσδοκώ»

6' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρότασή του ήταν θέατρο στο Α΄ Νεκροταφείο. Πίστευε πως ιδανικός τόπος για τη δράση ενός έργου που πραγματεύεται τη μνήμη, τον θάνατο, την αθανασία ήταν το περιστύλιο του Αρη Κωνσταντινίδη, η καλλιμάρμαρη πλατεία μπροστά απ’ τον Αγιο Λάζαρο όπου οι επικήδειοι μίμοι σε πομπή διέρχονται ανάμεσα σε τάφους επώνυμων Ελλήνων της μεταπολίτευσης. Η ιδέα δεν προχώρησε. Απαιτούσε ειδική άδεια από τον δήμο. Το «Προσδοκώ», το δέκατο θεατρικό έργο του, αγκαλιάστηκε εντέλει από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη πόλη του συγγραφέα όπου σπούδασε, παντρεύτηκε, έζησε αφήνοντας ανεξίτηλα στα κουτάκια της μνήμης πρόσωπα, τόπους, ιστορικά γεγονότα.

Είμαι πειραματόζωο του εαυτού μου-1
Ο Γιώργος Βέλτσος διά χειρός Χρήστου Μποκόρου.

«Αυτό που λέει ο Σαίξπηρ “όλος ο κόσμος μια σκηνή” με βρίσκει απολύτως σύμφωνο», λέει ο συγγραφέας στην «Κ». «Ολο μου το εγχείρημα έλκει την καταγωγή του από μια φράση του Καρλ Μαρξ: “το νεκρό αδράχνει το ζωντανό”. Μιλάμε για την επιλογή των δύο νεκροζώντανων, των επικήδειων μίμων, αυτών των μπεκετικών ηρώων του “Περιμένοντας τον Γκοντό” που ψάχνουν τον θεό. Τη διαδικασία μιας τέτοιας θεατρικότητας ακολουθεί ο μεγάλος θεατράνθρωπος, ο Χάινερ Μίλερ, στα έργα του οποίου οι νεκροί δεν λησμονιούνται ποτέ. Η τοποθέτηση της “δράσης” στο νεκροταφείο οφείλεται στην οδηγία του Ζαν Ζενέ: “δεν μιλώ για ένα νεκροταφείο νεκρό αλλά ζωντανό… Ενα νεκροταφείο όπου πάντα συνεχίζουν να ανοίγουν τάφους για να θάβουν νεκρούς”. Προφητικό; Ισως γιατί το έγραψα πριν δούμε τις σύγχρονες εκατόμβες των νεκρών (Γάζα, Ουκρανία) μέσα στις πόλεις. Εδώ η ιστορία μου βάζει τρικλοποδιά».

Στο φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου ανεβαίνει σε πρώτη παρουσίαση, τέσσερις σπουδαίοι δημιουργοί, η σκηνοθέτις Σοφία Καρακάντζα, η εικαστικός Ράνια Εμμανουηλίδου (σκηνικά-κοστούμια), ο Δημήτρης Καμαρωτός (μουσική κειμένου – πρωτότυπη μουσική) που νοηματοδοτεί με τη μουσική του τις λέξεις και η Μέλπω Βασιλικού (χορογραφία – κίνηση), συνδιαμορφώνουν την ιδανική σκηνική συνθήκη για να μεταφέρουν το παιχνίδι των λέξεων σε ένα νέο κείμενο, με το οποίο ο Γιώργος Βέλτσος, όπως σε όλα του τα έργα, επαναφέρει νοήματα μέσα από τη μνήμη. Το κείμενο γίνεται παρτιτούρα και οι μελοποιημένες λέξεις μέσα από έναν διάλογο ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, απόηχους πολιτικών συνθημάτων και μνήμες καθημερινού βίου, αποκτούν ύλη, δημιουργούν συνειρμούς, εικόνες, συναισθήματα, παραπομπές. Γιατί όπως λέει η σκηνοθέτις, «η επίγνωση της θνητότητας μόνο μέσα από το θέατρο μπορεί να αποτελέσει τελετή και πολιτική πράξη». Ο Γιώργος Βέλτσος, ως «αρχιτέκτων» του έργου, δίνει στην «Κ» τις δικές του απαντήσεις.

– Το θεατρικό έργο είναι πρόσχημα για ένα ακόμη κείμενο επαναπροσδιορισμού των νοημάτων;

– Το κείμενο είναι πάντα το προκείμενο. Κάθε κείμενο είναι ένα έργο πολλών υπογραφών, μιας διακειμενικότητας επ’ άπειρον μέσα σε έναν τυφώνα όπου η ποίηση, το θέατρο, η δημοσιογραφία μπλέκονται αδιακρίτως. Το μεγάλο μου στοίχημα είναι, αυτό που καταθέτω ως θεατρικό έργο, ως ποίημα, ως δοκίμιο, να αποκτά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι γνώσεις που αποκόμισα δεν θα είχαν αξία αν δεν τις εξέταζα με τη δική μου έκθεση στο δαιμονικό στοιχείο του ονείρου ή στον δαίμονα, τον Λεγεώνα στο κατά Μάρκον. Ωστόσο, ούτε να σωθώ μπορώ από το μυστήριο για τη θρησκεία, ούτε από την επιστήμη. Κι έτσι γυρνώ σαν κολασμένος, σαν βαμπίρ από κείμενο σε κείμενο.

Κηδεύω έναν πολιτισμό, τον εαυτό μου, την εποχή μου, μια Αριστερά που παραπαίει υπό τον Κασσελάκη, μια άκρα Δεξιά που προετοιμάζεται.

– Και τα θεατρικά έργα σε ποιο είδος κατατάσσονται;

– Στο θέατρο των λέξεων, αλλά οι λέξεις, όπως αναφέρω και στη νέα μου ποιητική συλλογή «Ροή αέρα» (εκδόσεις Πατάκη), δεν είναι νεκρές. Οι λέξεις είναι φωνή. Οταν περνούν στο θέατρο, ο συγγραφέας υποχωρεί. Το πακέτο παραδίδεται στο σώμα και τη φωνή του ηθοποιού για να πραγματοποιήσει το περίφημο του Αριστοτέλη «Τα εν τη φωνή παθήματα της ψυχής». Το έχω ξαναπεί: Την πρόκληση να θέλω να γράψω θέατρο χωρίς να ξέρω το θέατρο, δεν θα μου τη συγχωρήσουν. Μια κοινωνία κουρασμένη να με παρακολουθεί, άλλοτε παρακάμπτοντάς με κι άλλοτε επιβραβεύοντάς με, έχει τα όριά της σε ό,τι γράφω. Προσπαθώ με τη σειρά μου να την πείσω μετερχόμενος ένα τέχνασμα που θα με κάνει να πάω πιο κοντά της να μοιραστούμε την αγωνία για τον θάνατο, εντέλει για τη ζωή.

– Αυτή ήταν η στόχευση και στο «Προσδοκώ»;

– Στο «Προσδοκώ» ήθελα να κοροϊδέψω τον θάνατο. Να τον λοιδορήσω. Χωρίς το κωμικό στοιχείο δεν αναδεικνύεται το δραματικό του θανάτου. Το κωμικό είναι το ζωοποιό στοιχείο του τραγικού, γιατί στο βάθος κάθε τέχνης η χαρά είναι αυτή που απογειώνει ένα έργο. «Ο τραγικός ήρωας είναι χαρούμενος», έλεγε ο Νίτσε. Τα κείμενά μου όμως είναι μοιρολόγια. Ολα συμβιβασμένα με πάρα πολλούς «φακέλους» μνήμης. Σε έναν από αυτούς βρίσκεται η Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασα, συναναστράφηκα με σπουδαίες προσωπικότητες (Μανώλη Αναγνωστάκη, Αλέξη Ασλάνογλου, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Δημήτρη Μαρωνίτη), άκουσα τον Λίνο Πολίτη, τον Γιώργο Σεφέρη, ξενύχτισα στο ΑΧΕΠΑ για τον Λαμπράκη. Εζησα τον διχασμό δεξιών – αριστερών και την κοπάνησα πελαγωμένος στο Παρίσι όταν κάποιοι πιο δυνατοί (Παύλος Ζάνας, Στέλιος Νέστωρ κ.ά.) έμειναν κάνοντας αντίσταση.

Οταν είσαι ογδόντα, δεν έχεις καιρό να μηρυκάσεις τα τραύματά σου

– Οι μίμοι είναι οι επικήδειοι της μνήμης;

– Ο επικήδειος μίμος είμαι εγώ. Κηδεύω έναν πολιτισμό, τον εαυτό μου, την εποχή μου, μια Αριστερά που παραπαίει υπό τον Κασσελάκη, μια άκρα Δεξιά που προετοιμάζεται. Αυτο-κηδεύομαι. Αν υποτεθεί ότι όλο μου το έργο είναι ένα συνεχές μιας αυτοβιογραφίας, δεν είναι μόνο αυτοβιογραφικό. Είναι και αυτο-θάνατο βιογραφικό. Δηλαδή μια αυτοθανατοβιογραφία.

Το έχω ξαναπεί: την πρόκληση να θέλω να γράψω θέατρο χωρίς να ξέρω το θέατρο δεν θα μου τη συγχωρήσουν.

– Για ποια μνήμη μιλάμε, του καθενός απέναντι στη μεγάλη ιστορία;

– Για τα μνημικά ίχνη, που στον καθένα τα τραύματα είναι ξεχωριστά και που δεν σταματούν να υπάρχουν. Μπήκα στα ογδόντα, πιστεύω ότι η φυσιολογία με τα γηρατειά δίνει πολλά. Ενα από αυτά είναι ότι τα τραύματα δεν σε χαράζουν τόσο πολύ, δεν έχεις καιρό να τα μηρυκάσεις και να τα σκεφτείς. Πιστεύω όμως ότι η κοινωνία έχει χάσει τη μνήμη της. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιστρέφω σ’ ένα «χαμένο κέντρο» ή στην Ελλάδα της παράδοσης. Κάθε άλλο. Σέβομαι την πραγματικότητα απολύτως με τα καλά και τα κακά. Θέλω να είμαι, όπως λέει ο Ρεμπώ, απόλυτα μοντέρνος. Αλλο λοιπόν ένα στοιχείο που μου δημιουργεί δυστυχισμένη συνείδηση, που είναι συνείδηση κατ’ εξοχήν του δυτικού ανθρώπου, ο οποίος οδηγείται θέλοντας και μη, όπως ο Χέγκελ, στην άρνηση.

– Ποια θραύσματα μνήμης παραμένουν βαθιά χαραγμένα;

– Η φυσιολογία προετοιμάζει τον οργανισμό για το τέλος του εμφανίζοντας οργανικά συμπτώματα. Το ίδιο κάνει καίγοντας στον εγκέφαλο τα μνημικά ίχνη. Μειώνει δηλαδή τη δυνατότητα των συνάψεων. Τι σημαίνει αυτό για έναν ποιητή; Τον ευνοεί ή όχι; Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Το ζω αυτή τη στιγμή. Είμαι πειραματόζωο του εαυτού μου. Ως ποιητής ζω το σβήσιμο από τον πολυέλαιο του μυαλού των συνάψεων μία προς μία. Κι αυτό είναι τρομερό, γιατί μπορεί να μην έχεις τη δύναμη να γράψεις ένα ποίημα που γράφτηκε στα εξήντα, αλλά ενόψει του τέλους σου έχεις μια εσωτερικότητα η οποία είναι εξίσου συγκλονιστική. Ιδού τι έγραψα σήμερα ως ποίημα στο ημερολόγιο ποίησης: «κάθε νύχτα πας εκεί που δεν πας. Κάθε μέρα ξεκινάς τελειώνοντας».

– Η ζωή, τελικά, κατά τον Ζενέ, αξίζει αναπαράσταση δραματική και όχι τραγική;

– Η ζωή αξίζει μια φαρσοκωμωδία, αλλά επειδή είμαι ένα δραματικό πρόσωπο σ’ αυτή τη γραφή έχει συνδράμει η ποιήτρια Ευγενία Βάγια, η οποία με τρεις παρεμβάσεις της δίνει το κωμικοτραγικό στοιχείο.

– Στο «Προσδοκώ», όπως και στα «Πρωτόκολλα ονείρων», ο φόβος του θανάτου στο όνειρο της συνάντησης με τον Ράπτη και τον Χειμωνά στο σπίτι του Πάμπλο, επανέρχεται με μια κραυγή αγωνίας, «Θέλω να ζήσω εγώ όπως οι άλλοι Ελληνες. Μ’ ακούτε; Να ζήσω»…

– Αν ζω, ήταν για να ζήσω. Ο,τι κάνω είναι γιατί έχω μια δίψα για ζωή. Το μότο μου στον τάφο μου θα είναι ένας στίχος του Πολ Βαλερί: «Πρέπει να μπαίνεις στον πειρασμό να ζήσεις».

– Προσδοκώντας;

– Δικαιοσύνη! Κι ας το ξεκαθαρίσω. Δεν προσδοκώ ανάσταση νεκρών, αλλά ανάταση των ζώντων. Την ανάταξη την αφήνω για το κράτος και τους ορθοπεδικούς.

«Προσδοκώ», Φουαγιέ Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Πρεμιέρα 17 Φεβρουαρίου 2024

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή