επάγγελμα-ghostwriter-562972585

Επάγγελμα: Ghostwriter

Ο Λίαμ Πίπερ, που έχει γράψει ανώνυμα μια σειρά από best sellers στην Αυστραλία, σηκώνει το πέπλο του στην «Κ» και εξηγεί τι σημαίνει να γράφεις επαγγελματικά ως κάποιος άλλος

Εικονογράφηση: Michael Kirki
Ακούστε το άρθρο

Για κάποιους, το γράψιμο συνεπάγεται το επώνυμο. Γράφουν κάθε τους λέξη, έστω και ασυνείδητα, γνωρίζοντας πως πίσω από αυτή θα υπάρχει η υπογραφή τους, με ό,τι επιπλέον επιπλοκές μπορεί να έχει αυτό. Και είναι και εκείνοι που γράφουν ολόκληρα βιβλία –και τέσσερα, και πέντε τον χρόνο, όπως μας ενημερώνουν–, γεμίζουν τα βιβλιοπωλεία, αγαπιούνται, γίνονται best sellers και το όνομά τους δεν υπάρχει πουθενά.  

Είναι οι λεγόμενοι ghostwriters και σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή σας έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο ή κείμενο από ένα δημόσιο πρόσωπο ή μια διασημότητα που φέρει την υπογραφή του/της αλλά στην πραγματικότητα είναι γραμμένο –ή έστω έντονα «πειραγμένο»–από άλλα χέρια. Το ghostwriting, δηλαδή, το να προσλαμβάνεσαι για να γράψεις ως κάποιος άλλος, μοιάζει μια «βρώμικη» δουλειά, αλλά όπως πολλές άλλες, κάποιος πρέπει να την κάνει. Ή μήπως δεν είναι και τόσο βρώμικη; 

Ο Αυστραλός Λίαμ Πίπερ συστήνεται, χωρίς φόβο και με αρκετό πάθος, ως ghostwriter. Οπως όμως λέει, ο προτιμώμενος όρος στα εκδοτικά πηγαδάκια είναι «book doctor». (Δεν είναι και τόσο εύκολο να πείσεις έναν ghostwriter να σου μιλήσει –δυσκολευτήκαμε να προσεγγίσουμε κάποιον Ελληνα– πόσο μάλλον να λέει ανοιχτά ότι εξασκεί αυτό το επάγγελμα.) Ο Πίπερ νιώθει τυχερός που μπορεί να βιοπορίζεται από αυτό που βασικά του αρέσει να κάνει, δηλαδή να λέει ιστορίες. Είναι και κάπως ανακουφιστικό όταν δεν χρειάζεται να βάλεις το όνομά σου, όπως αποκαλύπτει μεταξύ άλλων στην «Κ». Ακόμα και αν δεν μπορεί φυσικά να μιλήσει με «διευθύνσεις και ονόματα» για όλους εκείνους για τους οποίους έχει κληθεί να γράψει. Στη συγκεκριμένη συνέντευξη, για αλλαγή, άλλοι ανέλαβαν τον ρόλο του «φαντάσματος».

– Πότε κατάλαβες ότι μπορούσες να γράψεις καλά; Και όταν το συνειδητοποίησες, τι ήθελες να γίνεις; 

Μου άρεσε να διαβάζω όταν ήμουν μικρός, δεν υπήρχαν και τόσα πράγματα τότε να κάνεις. Οσο με θυμάμαι, ήθελα να γράφω, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς. Οταν μεγάλωσα, σπούδασα δημοσιογραφία, αλλά αποφοίτησα την περίοδο που η δημοσιογραφία άρχισε να παίρνει την κατιούσα, με έντυπα που έκλειναν, κ.λπ. Επρεπε να βρω τι θα κάνω και έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, που ήταν η ιστορία των παιδικών μου χρόνων, σε ένα κάπως χίπικο περιβάλλον. Μπορεί να μην άλλαξα τον κόσμο με αυτό, αλλά τράβηξε την προσοχή του εκδοτικού κόσμου. Με προσέγγισαν και μου είπαν ότι τους άρεσε η γραφή, αλλά όχι τόσο η προσωπικότητα και μπορούσαμε να κρατήσουμε το ένα από τα δύο. Το πρώτο βιβλίο που έγραψα ως ghostwriter ήταν στο κομμάτι του true crime. Και από εκεί, το ένα έφερε το άλλο. 

Με προσέγγισαν και μου είπαν ότι τους άρεσε η γραφή, αλλά όχι τόσο η προσωπικότητα και μπορούσαμε να κρατήσουμε το ένα από τα δύο.

– Πριν γίνεις ghostwriter, προσπαθούσες ποτέ, έστω για πλάκα, να μιμηθείς το στυλ άλλων συγγραφέων; Γιατί το ghostwriting με έναν τρόπο είναι μια μίμηση του ύφους του άλλου. 

Γράφω και μυθοπλασία και με έναν τρόπο, είναι η ίδια δουλειά. Το πώς είναι κάτι, μέσα από την εμπειρία και τα μάτια κάποιου άλλου. Νομίζω πως ένας καλός τρόπος να το δούμε είναι να το συγκρίνουμε με τη δουλειά ενός ηθοποιού. Οπως ο ηθοποιός μπαίνει μέσα στον χαρακτήρα, τον τρόπο που μιλάει, που περπατάει, κάπως έτσι το αντιμετωπίζω και εγώ όταν καλούμαι να γράψω για κάποιον άλλο. Το ότι ήδη είχα γράψει μυθοπλασία όταν ξεκίνησα το ghostwriting και από μικρός προσπαθούσα να γράψω ιστορίες με βοήθησαν να το αναπτύξω αυτό. 

– Οταν είδες πρώτη φορά στα ράφια των βιβλιοπωλείων ένα βιβλίο που έγραψες αλλά το όνομά σου δεν υπήρχε στο εξώφυλλο, υπήρχε και ένα αυθόρμητο αίσθημα αδικίας; Εχεις μάθει να αντιμετωπίζεις αλλιώς όλη αυτή τη διαδικασία μέσα στα χρόνια; 

Μπορεί να μην παίρνω τα εύσημα στο εξώφυλλο, αλλά είναι μια συμφωνία. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να βγει το συγκεκριμένο βιβλίο. Υπάρχουν και ghostwriters που αναφέρονται στο εξώφυλλο, αλλά εγώ προτιμώ να μένω «φάντασμα». Δεν έχω νιώσει αδικία γιατί είναι μια δουλειά και μου φέρνει λεφτά. Οι δουλειές που αφορούν το γράψιμο έχουν τις δυσκολίες τους, ιδιαίτερα στην Αυστραλία που έχουμε μικρό πληθυσμό και μιλάμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο τα αγγλικά. Οπότε νιώθω τυχερός που βασικά έχω μια τέτοια δουλειά και μου πληρώνει τα έξοδα. Και που μπορώ να χρησιμοποιήσω τις δεξιότητές μου για να πω ιστορίες, γιατί αυτό ήθελα να κάνω πάντα. Από την άλλη, είμαι καλός στο γράψιμο αλλά κακός στα επιχειρηματικά. Εχουν υπάρξει βιβλία που αν είχα διεκδικήσει ένα μέρος πνευματικών δικαιωμάτων, θα είχα αγοράσει ένα μικρό νησί τώρα. Αλλά μεγαλώνοντας έχω μάθει να διαπραγματεύομαι καλύτερα. 

– Αναλαμβάνεις λοιπόν να γράψεις ένα βιβλίο για κάποιον άλλο. Από εκεί και πέρα, ποια είναι η διαδικασία; 

Είναι λίγο σαν τη δημοσιογραφία, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα. Οταν έχεις να κάνεις το προφίλ κάποιου τον συναντάς, μιλάτε και μετά γράφεις κάποιες χιλιάδες λέξεις που προκύπτουν από αυτή τη συνάντηση. Κάποιες φορές δίνεις το πρώτο draft και έχει μόνο μερικές αλλαγές και κάποιες άλλες πρέπει σχεδόν να ξαναγράψεις το κείμενο από την αρχή. Διαφέρει ανάλογα με την εκάστοτε δουλειά και έχει να κάνει με τις ανάγκες του ανθρώπου για τον οποίο γράφεις. Μπορεί ο άλλος να γράφει πολύ καλά και να θέλει μόνο λίγη βοήθεια, άλλοι να είναι δυσλεκτικοί και να πρέπει να το γράψεις όλο από την αρχή.

Εχουν υπάρξει βιβλία που αν είχα διεκδικήσει ένα μέρος πνευματικών δικαιωμάτων, θα είχα αγοράσει ένα μικρό νησί τώρα. Αλλά μεγαλώνοντας έχω μάθει να διαπραγματεύομαι καλύτερα. 

Οσον αφορά διάσημους ανθρώπους, που προέρχονται ας πούμε από αφηγηματικές τέχνες, είναι πιθανό να μπορούν να γράψουν το βιβλίο τέλεια, αλλά για να το κάνουν θα τους πάρει πέντε χρόνια με το πρόγραμμα που έχουν. Οταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα, κάνω όση έρευνα μπορώ από συνεντεύξεις και κείμενα που υπάρχουν εκεί έξω. Η αρχή της διαδικασίας μοιάζει και λίγο με τα πρώτα ραντεβού. Συναντάς τον άλλο, κοιτάς να δεις αν είσαι ο κατάλληλος να πεις την ιστορία του. Το πρώτο πράγμα που ρωτάω είναι: «Τι θες να πεις στον κόσμο με αυτό το βιβλίο;». Και ένα ποτήρι κρασί μπορεί να βοηθήσει.

– Μια αυτοβιογραφία, λόγου χάρη, είναι μόνο ό,τι αφήνει ο άλλος να φανεί στα μάτια του αναγνώστη, μια μόνο εκδοχή της αλήθειας. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, εσύ πώς έρχεσαι να αναδείξεις κομμάτια της αλήθειας ή και κομμάτια από την προσωπικότητα του άλλου που θεωρείς ενδιαφέροντα και σημαντικά; 

Νομίζω πως ο ρόλος μου είναι να βρω την ισορροπία μέσα σε όλο αυτό. Οσο κάθομαι και ακούω την ιστορία του άλλου, καταλαβαίνω πώς πρέπει να ειπωθεί. Ομως το τι είναι σημαντικό δεν το ξεχωρίζω εγώ, αλλά ο υπογράφων. Μπορώ βέβαια να αναγνωρίσω πότε κάτι είναι «red flag» και δεν ανήκει σε μια ιστορία. Το δυσκολότερο κομμάτι της δουλειάς είναι να ξέρεις τι πρέπει να αφήσεις έξω. Και ένα σημαντικό κομμάτι της είναι να αναπτύσσεται εμπιστοσύνη ανάμεσα στον ghostwriter και τον υπογράφοντα. Να μπορείς να του πεις ότι κάτι καλύτερα να μείνει απ’ έξω γιατί ενδέχεται να το μετανιώσει στην πορεία αν το γράψουν. Κατά τ’ άλλα, η αλήθεια είναι από μόνη της υποκειμενική. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι αφηγήσεις είναι με έναν τρόπο «αναξιόπιστες». Τουλάχιστον, ζούμε σε μια εποχή που τα γεγονότα μπορούν να διασταυρωθούν. Αρα, αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να αναδείξεις την αλήθεια του πώς νιώθει ο υπογράφων.

– Οταν συστήνεσαι ως ghostwriter ποιες είναι οι συνήθεις αντιδράσεις;

Κοινωνικά, δεν το αναφέρω συνήθως, λέω απλά ότι είμαι συγγραφέας. Στον εκδοτικό κόσμο, πάντως, οι ghostwriters συνήθως λεγόμαστε «book doctors» και οι συστάσεις έχουν γίνει από πριν.

Η αρχή της διαδικασίας μοιάζει και λίγο με τα πρώτα ραντεβού. Συναντάς τον άλλο, κοιτάς να δεις αν είσαι ο κατάλληλος να πεις την ιστορία του.

– Τι είναι τελικά πιο δύσκολο, να γράφεις το βιβλίο κάποιου άλλου ή να γράφεις κάτι δικό σου;

Οπωσδήποτε κάτι δικό μου. Το να βγάζεις ένα βιβλίο είναι πολύ στρεσογόνο. Η μυθοπλασία είναι λιγότερη αγχωτική γιατί τα πάντα είναι φανταστικά. Αλλά τα απομνημονεύματα, για παράδειγμα, είναι μια διαδικασία σκαψίματος που μοιάζει με το μαγείρεμα. Κοιτάς τι υλικά έχεις και τι μπορείς να κάνεις με αυτά. Κάποια στιγμή πρέπει όμως να βγεις από την κουζίνα και να δουν και οι άλλοι τι έφτιαξες. 

– Το να είσαι ghostwriter πώς επηρεάζει όμως τη δική σου γραφή; 

Με έχει κάνει καλύτερο, τουλάχιστον στο μυθοπλαστικό κομμάτι. Είναι σημαντική πρακτική να ακούς πώς άλλοι άνθρωποι μιλάνε και να καλλιεργείς έτσι ένα άλλο κομμάτι φαντασίας. Με έχει κάνει πολύ καλύτερο στο κομμάτι των διαλόγων και έχω καταλάβει και καλύτερα τις γυναίκες, έχοντας χρειαστεί να γράψω από τη δική τους οπτική γωνία. 

– Αν γύρναγες πίσω τον χρόνο, λοιπόν, θα ξαναγινόσουν ghostwriter;

Ναι, με χαρά. Είναι μια καλή δουλειά. Παρότι είμαι φύσει τεμπέλης και αν μπορούσα, θα αποσυρόμουν αύριο και θα πήγαινα στην Υδρα. 

Το (υπογεγραμμένο) βιβλίο του Λίαμ Πίπερ «Appreciation» κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Penguin Random House. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή