Γραμματοδιδάσκαλοι και η γλώσσα μας

Γραμματοδιδάσκαλοι και η γλώσσα μας

Κύριε διευθυντά
Σε δύο εφαπτόμενα άρθρα τους, στην «Καθημερινή» της Κυριακής 6-12-2020, οι εκλεκτοί συνεργάτες σας κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος («Οι ελληνοποιήσεις του κ. Μπαμπινιώτη») και Πάσχος Μανδραβέλης («Οι λέξεις που μένουν») ασχολούνται με την «τρέχουσα» υπεράσπιση της γλώσσας μας από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Λευκό Ιππότη της κ. Γ. Μπαμπινιώτη.

Στη μακρά διαδρομή της ελληνικής γλώσσας την υπεράσπισαν ποικίλοι Λευκοί Ιππότες, ακόμα και της υψηλοτάτης συνταγματικής βαθμίδος. Το Σύνταγμα του 1864/1911 (άρθρο 107) καθιέρωνε ως επίσημη γλώσσα του κράτους «εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και η ελληνική νομοθεσία». Αυτό είχε ως συνέπεια τα δικαστήρια να απορρίπτουν δικόγραφα γραμμένα στη δημοτική, οι υποψήφιοι φοιτηταί (της παλαιοτάτης εποχής μου) να «εκθέτουν τις ιδέες τους» υποχρεωτικά σε –κατά το δυνατόν άπταιστη– καθαρεύουσα και να αποφεύγουν την επάρατη «μαλλιαρή» δημοτική.

Οπως ήταν αναμενόμενο, το εκκρεμές εκινήθη προς το άντικρυς αντίθετο άκρο και με το άρθρο 2 του ν. 309/1976 επιβλήθηκε «εις απάσας τας βαθμίδας» της εκπαίδευσης η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Νεοελληνική/δημοτική. Κορύφωση της ιλαροτραγικής νομοθετικής υπερβολής υπήρξε η «μεταγλώττιση» του Συντάγματος και βασικών νόμων στη δημοτική.

Οπως, πολύ σωστά, το διατυπώνει ο κ. Μανδραβέλης, «η γλώσσα είναι μια εξελικτική διαδικασία, χρησιμοποιεί όσες και όποιες λέξεις χρειάζεται για να επικοινωνούν οι άνθρωποι». Εξάλλου, όπως επισημαίνει προσφυώς ο κ. Θεοδωρόπουλος, η γλώσσα δεν χρειάζεται «προστασία από παρείσακτους εισβολείς». Η γλώσσα κινδυνεύει από τις έξωθεν και άνωθεν ασφυκτικές παρεμβάσεις, που την εγκλωβίζουν «σε μια ρυθμιστική-κανονιστική πρακτική» και παρακωλύουν την ανάπτυξη «ευαισθησίας της έκφρασης», προκειμένου το κείμενο «να προσαρμοστεί» σε προεπιβεβλημένους κανόνες. Οπως καταλήγει ο κ. Θεοδωρόπουλος, «το ζήτημα δεν είναι η ελληνοποίηση ξενικών εκφράσεων… είναι η αποκατάσταση του γλωσσικού αισθητηρίου της ελληνικής».

Η αφύπνιση/ανακίνηση ανύπαρκτου γλωσσικού ζητήματος δεν ανταποκρίνεται, νομίζω, στην παρούσα κοινωνική πραγματικότητα. Η εκπαίδευση πρέπει –κατά την ερασιτεχνική άποψή μου– να συνεχίσει να διδάσκει την οργανωμένη «καθαρεύουσα» του Τζάρτζανου και να αφήσει ελεύθερη την εξέλιξη της καθομιλουμένης δημοτικής. Οι γραμματοδιδάσκαλοι να ακολουθήσουν τις «αυτόματες» φυσιολογικές εξελίξεις, που θα προέρχονται από την διδαχθείσα γλώσσα, και να κανονίσουν/ρυθμίσουν τη χρήση τους, αφού διαμορφωθούν και παγιωθούν. Οχι να υπαγορεύουν εκ των προτέρων στους χρήστες της γλώσσας αναγκαστικούς κανόνες.

Αρμόζει άραγε εδώ το ευαγγελικό «Αφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με» (Λουκάς 18, 15-17) ή μήπως το πατροπαράδοτο «αν δεν παινέσεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει»;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή